Για τους Αργεντινούς το ποδόσφαιρο δεν είναι απλώς ένα άθλημα αλλά σχεδόν μια μεταφυσική εμπειρία. Το ποδόσφαιρο είναι το ιερό αντικείμενο μιας συλλογικής πίστης η οποία ενώνει φτωχούς και πλούσιους, άνδρες και γυναίκες, εργάτες και διανοούμενους, σε ένα κοινό βίωμα ακραίων συναισθημάτων. Το ποδόσφαιρο είναι για πολλούς τρόπος ύπαρξης. Είναι το παραμύθι που επαναλαμβάνεται κάθε Κυριακή στα γήπεδα, μια ιστορία που δεν χρειάζεται λέξεις για να ειπωθεί.
Στη φανέλα της εθνικής ομάδας, ο λαός βλέπει την ελπίδα, την ευκαιρία να ξεφύγει από τα προβλήματα της καθημερινότητάς του. Κάθε φορά που αγωνίζεται η εθνική ομάδα, το Μπουένος Αϊρες σιωπά, οι δρόμοι αδειάζουν και τα σπίτια και οι καφετέριες γεμίζουν από κόσμο, ο οποίος με αγωνία παρακολουθεί τον αγώνα. Οταν η «Αλμπισελέστε» νικά, ο κόσμος λυτρώνεται, ξεσπά σε πανηγυρισμούς και ονειρεύεται ακόμα μια διάκριση. Οταν όμως η ομάδα ηττάται, ένα πέπλο πένθους απλώνεται στις γειτονιές της πρωτεύουσας.
Η εθνική ομάδα της Αργεντινής είχε κατακτήσει έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 δώδεκα τρόπαια του Κόπα Αμέρικα, της μεγαλύτερης διοργάνωσης εθνικών ομάδων της Συνομοσπονδίας Ποδοσφαίρου της Νοτίου Αμερικής. Παρότι κατείχε το ρεκόρ των περισσότερων κατακτήσεων του συγκεκριμένου τροπαίου, η «Αλμπισελέστε» δεν είχε καταφέρει να διακριθεί στην κορυφαία διοργάνωση σε επίπεδο εθνικών ομάδων, στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Το 1930, στην πρώτη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, είχε φτάσει ώς τον τελικό, δίχως όμως να καταφέρει να γευτεί τη νίκη. Εχασε στον τελικό από την οικοδέσποινα της διοργάνωσης Ουρουγουάη με σκορ 4-2. Τις επόμενες δεκαετίες η Αργεντινή σημείωσε μια σχετικά κακή πορεία στο Παγκόσμιο Κύπελλο, καταφέρνοντας να φτάσει έως τα προημιτελικά το 1966, οπότε και ηττήθηκε από την Αγγλία.
Τόσο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 όσο και σε εκείνο του 1974, η «Αλμπισελέστε» απέτυχε να εκπληρώσει τα όνειρα των εκατομμυρίων Αργεντινών οι οποίοι ονειρεύονταν να πανηγυρίσουν την κατάκτηση του πολυπόθητου τροπαίου. Οι ελπίδες τους ζωντάνεψαν όταν πληροφορήθηκαν ότι η χώρα τους θα φιλοξενούσε το Κύπελλο του 1978 καθότι, σύμφωνα με την έως τότε παράδοση, η διοργανώτρια χώρα είχε πολλές πιθανότητες να κατακτήσει το τρόπαιο. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 1976 στην Αργεντινή εκδηλώθηκε πραξικόπημα. Ο στρατηγός Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα τέθηκε επικεφαλής μιας δικτατορίας, η οποία αντιμετώπισε με βαναυσότητα τον πληθυσμό της χώρας.
Οπως συμβαίνει συχνά σε χώρες με ανελεύθερο καθεστώς, στην Αργεντινή η χούντα του Βιδέλα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη διοργάνωση προκειμένου να εξωραΐσει την εικόνα της στα μάτια του λαού και, παράλληλα, να επιδείξει σε διεθνές επίπεδο την ικανότητα της νέας κυβέρνησης να φιλοξενήσει μια μεγάλη διοργάνωση όπως ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Αρκετές ήταν οι χώρες, οι οποίες εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους να λάβει η χώρα την τελική φάση του Κυπέλλου. Δεν δίστασαν, μάλιστα, να απειλήσουν με μποϊκοτάζ τη ΦΙΦΑ προκειμένου να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Η ΦΙΦΑ βέβαια δεν ανταποκρίθηκε στα αιτήματά τους και την 1η Ιουνίου 1978 ακούστηκε κανονικά το σφύριγμα για την έναρξη του πρώτου αγώνα της διοργάνωσης μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Πολωνίας.
Η «Αλμπισελέστε» διέθετε μια αρκετά ταλαντούχα ομάδα. Προπονητής της ήταν ο Σέζαρ Λουίς Μενότι από το Ροζάριο, ο οποίος παρότι ήταν μόλις σαράντα ετών, είχε αποδείξει στην πράξη τις προπονητικές του ικανότητες. Η Αργεντινή κατάφερε να φτάσει μαζί με τη Βραζιλία στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα κατά τον δεύτερο γύρο της φάσης των ομίλων. Για να περάσει στον τελικό, όμως, χρειαζόταν να κερδίσει το Περού με διαφορά τεσσάρων τερμάτων, κάτι που φαινόταν εξαιρετικά δύσκολο δεδομένης της ποιότητας των δύο ομάδων.
Τελικά, κέρδισε τον αγώνα με σκορ 6-0, περνώντας στον τελικό της διοργάνωσης όπου θα αντιμετώπιζε την Ολλανδία. Μετά τον αγώνα υπήρξαν πολλές αντιδράσεις και καταγγελίες από την πλευρά των Βραζιλιάνων για «στήσιμο» του παιχνιδιού υπέρ της Αργεντινής. Μάλιστα πριν την έναρξη του αγώνα, στα αποδυτήρια του Περού βρέθηκε ο Βιδέλα συνοδευόμενος από τον προσκεκλημένο του, τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσιντζερ, γεγονός το οποίο φαίνεται πως διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στο αποτέλεσμα.
Μετά τη συντριπτική νίκη επί του Περού, άπαντες στην Αργεντινή ανέμεναν με αγωνία τον τελικό, ο οποίος θα διεξαγόταν στις 25 Ιουνίου 1978 στο Στάδιο Μονουμεντάλ της Ρίβερ Πλέιτ στο Μπουένος Αϊρες. Ενώπιον 71.000 περίπου φιλάθλων εντός του γηπέδου και εκατομμυρίων ποδοσφαιρόφιλων οι οποίοι παρακολουθούσαν τον αγώνα από τις τηλεοράσεις τους ή άκουγαν τη μετάδοσή του από τα ραδιόφωνα, η Αργεντινή επικράτησε της Ολλανδίας στην παράταση με σκορ 3-1. Ακρατος ενθουσιασμός επικράτησε σε όλη τη χώρα όταν ο διαιτητής της αναμέτρησης σφύριξε τη λήξη του αγώνα. Οι Ολλανδοί αρνήθηκαν να παραστούν στην τελετή της απονομής και ο Αργεντινός δικτάτορας παρέδωσε το τρόπαιο στον αρχηγό της ομάδας, Ντανιέλ Πασαρέλα. Επρόκειτο για μια κορυφαία στιγμή για το αργεντίνικο ποδόσφαιρο. Συγχρόνως, όμως, η στιγμή αυτή αποτελούσε μια θλιβερή στιγμή για το Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο διεξήχθη σε μια χώρα όπου επικρατούσε ο τρόμος και συνεχίζονταν οι διώξεις κατά των αντιφρονούντων.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

