Στις 24 Ιουνίου 1901, εγκαινιάζεται στο Παρίσι η πρώτη σημαντική ατομική έκθεση του Πάμπλο Πικάσο. Ο Ισπανός καλλιτέχνης είναι μόλις 19 ετών, μα ήδη αποκαλύπτει έναν ορμητικό εσωτερικό κόσμο που προαναγγέλλει την επανάσταση που πρόκειται να φέρει στην τέχνη του 20ού αιώνα.
Η έκθεση φιλοξενείται στην γκαλερί του θρυλικού εμπόρου τέχνης Αμπρουάζ Βολάρ, στη Rue Laffitte, σε έναν χώρο που είχε ήδη προβάλει τα έργα των Σεζάν, Γκογκέν, Βαν Γκογκ και Ματίς. Ο νεαρός Πικάσο, γεμάτος αυτοπεποίθηση, παρουσιάζει περίπου 75 έργα: προσωπογραφίες, σκηνές από καμπαρέ, χορεύτριες, ακροβάτες, ακόμα και αυτοπροσωπογραφίες με σαφείς αναφορές στον Τουλούζ-Λωτρέκ και τον Βαν Γκογκ. Το Παρίσι, όπου είχε φτάσει λίγους μήνες νωρίτερα, γίνεται το εργαστήρι της αισθητικής του διαμόρφωσης, μια πόλη γεμάτη από φως, ένταση, παρακμή και έμπνευση.
Ο τίτλος της έκθεσης ήταν “Scènes des Courses et des Cabarets”, παραπέμποντας στους περιθωριακούς χώρους και την αμφιθυμία που διέπνεε πολλά από τα έργα της περιόδου. Αν και το κοινό και οι κριτικοί υποδέχθηκαν την έκθεση με ανάμεικτες εντυπώσεις –η εμπορική της επιτυχία ήταν περιορισμένη– όσοι διέθεταν καλλιτεχνικό αισθητήριο αντιλήφθηκαν ότι είχαν απέναντί τους κάτι πρωτόγνωρο. Οπως έγραφε μεταγενέστερα ο ιστορικός τέχνης Pierre Daix, τα έργα εκείνα έμοιαζαν «σαν να κραυγάζουν κάτι που δεν έχει ακόμη ειπωθεί».
Το Παρίσι της εποχής ήταν το επίκεντρο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας: η πόλη του φωτός, αλλά και της πειραματικής αποδόμησης των μορφών. Ο Πικάσο, ένα παιδί από τη Μάλαγα, γιος καθηγητή σχεδίου, είχε ήδη περάσει από τις σχολές της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης, όμως στο Παρίσι βρήκε το περιβάλλον που του επέτρεψε να σπάσει τις ακαδημαϊκές συμβάσεις και να ανοίξει νέους δρόμους. Εκεί, μέσα στα δωμάτια της Μονμάρτρης, σε φτωχικά ατελιέ και καμπαρέ γεμάτα καπνό, ήρθε σε επαφή με ποιητές, συμβολιστές, μποέμ και παρακμιακούς καλλιτέχνες.
Εκείνη την περίοδο, ακόμα δεν είχε ξεκινήσει η λεγόμενη «Γαλάζια Περίοδος», όμως τα πρώτα της σημάδια υπάρχουν ήδη στον τόνο και τη θεματολογία των έργων. Ο θάνατος του στενού του φίλου Κάρλος Κασαχέμας, λίγους μήνες πριν, θα λειτουργήσει ως καταλύτης για μια βαθιά στροφή προς τη μελαγχολία, τη μοναξιά και τη θεματολογική ενδοσκόπηση, στοιχεία που θα κυριαρχήσουν στους πίνακες του τα επόμενα χρόνια. Αν και προηγήθηκε της δραματικής στροφής που θα φέρει στη ζωγραφική του η αυτοκτονία του Κασαχέμας, η έκθεση του Ιουνίου 1901 αποκαλύπτει ήδη έναν καλλιτέχνη σε εσωτερική ένταση, πρόθυμο να αμφισβητήσει τα καθιερωμένα ρεύματα και συμβάσεις.
Αργότερα, αρκετά από τα έργα που παρουσιάστηκαν εκείνη τη μέρα θα συμπεριληφθούν σε αναδρομικές εκθέσεις, όπως εκείνες του 1932 στο Παρίσι και τη Ζυρίχη ή του 1980 στη Νέα Υόρκη, επιβεβαιώνοντας πως η πρώτη αυτή έκθεση δεν ήταν μια νεανική πρόβα, αλλά η πρόγευση μιας αισθητικής επανάστασης. Ο ίδιος ο Βολάρ, με την ακαταμάχητη διαίσθησή του, είχε ποντάρει σωστά: το ταλέντο του νεαρού Ισπανού δεν ήταν επιφανειακή δεξιοτεχνία, αλλά βαθιά εσωτερική αναζήτηση, μια καινοτομία που δεν αναζητούσε επιβεβαίωση, αλλά ρήξη.
Η 24η Ιουνίου 1901 μπορεί να πέρασε σχετικά αθόρυβα για τους περισσότερους Παριζιάνους, όμως σηματοδότησε τη γέννηση μίας από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης τέχνης. Ηταν η στιγμή που ο Πάμπλο Πικάσο, ακόμη άγνωστος και απρόβλεπτος, συστήθηκε στον κόσμο, όχι ως μαθητής, αλλά ως μελλοντικός αρχιτέκτονας μιας αισθητικής επανάστασης και δημιουργός μιας νέας οπτικής γλώσσας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

