Στις 5.00 το πρωί της 11ης Νοεμβρίου 1918, μέσα σε ένα σιδηροδρομικό βαγόνι στο δάσος της Κομπιένης, υπογράφηκε η ανακωχή μεταξύ των εμπόλεμων δυνάμεων του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Επειτα από τέσσερα χρόνια, αμέτρητους νεκρούς και τεράστιες καταστροφές, ο Μεγάλος Πόλεμος, για τον οποίο όλοι στην αρχή εκτιμούσαν ότι θα ήταν σύντομος, έφτανε στο τέλος του. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1919, συνήλθε στο Παρίσι συνδιάσκεψη, στην οποία απέστειλαν αντιπροσώπους όλες οι εμπλεκόμενες χώρες, με σκοπό την οριστική διευθέτηση του μεταπολεμικού τοπίου.
Η αποκατάσταση της ομαλότητας στην Ευρώπη αποδείχθηκε ότι ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή. Προτού καν φτάσουν στο Παρίσι οι αντιπροσωπείες των κρατών, δύο από τις ισχυρότερες δυνάμεις της Ευρώπης, η Γερμανική και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, είχαν καταρρεύσει, ενώ η Ρωσία βρισκόταν στη δίνη του εμφυλίου πολέμου έπειτα από την πτώση του τσαρικού καθεστώτος και την επανάσταση των μπολσεβίκων. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζορζ Κλεμανσό ήταν εκείνος που σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε τους όρους της συνθήκης με τη Γερμανία. Επειδή η χώρα του είχε υποστεί τεράστιες καταστροφές από τον πόλεμο, έχοντας χάσει περίπου 1,5 εκατομμύριο άνδρες στα πεδία των μαχών, και πιστεύοντας πως η Γερμανία, ακόμα και ηττημένη, αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τη Γαλλία, ο Κλεμανσό απαίτησε να υπογράψουν οι Γερμανοί αντιπρόσωποι την περίφημη «ρήτρα πολεμικής ενοχής» (άρθρο 231), με την οποία ουσιαστικά αποδέχονταν την πλήρη ευθύνη για την έκρηξη του πολέμου.
Οι σύμμαχοι των Γερμανών ανησυχούσαν ότι και εκείνοι θα υφίσταντο την ίδια αντιμετώπιση από τους νικητές του πολέμου. Αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση της Αυστροουγγαρίας στις 4 Νοεμβρίου 1918, η Ουγγαρία έγινε πεδίο αναμέτρησης των ανταγωνιστικών ιδεολογιών της περιόδου.
Οι Ούγγροι εθνικιστές, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν και πολλοί βετεράνοι του πολέμου και πρώην αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι, που φοβόντουσαν πως οι νικήτριες δυνάμεις θα παραχωρούσαν εδάφη της προπολεμικής Ουγγαρίας στη Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία και το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Πιο μετριοπαθής πολιτικά φάνηκε ο συνασπισμός των φιλελεύθερων και των σοσιαλιστών, ο οποίος, αναλαμβάνοντας την εξουσία τον Νοέμβριο του 1918, έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αγροτικής μεταρρύθμισης. Το πρόγραμμά τους όμως δεν κατέστη δυνατό να εφαρμοστεί εξαιτίας της αντίδρασης των μεγαλογαιοκτημόνων και των ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων.
Στις 21 Μαρτίου 1919 η κυβέρνηση συνασπισμού παραιτήθηκε και τη διακυβέρνηση της Ουγγαρίας ανέλαβαν οι κομμουνιστές υπό τον Μπέλα Κουν. Σύντομα ο Κουν εξαπέλυσε ένα κύμα διώξεων εναντίον των διαφωνούντων προς το καθεστώς του. Τον Αύγουστο, όμως, έπειτα από την αποτυχημένη επιχείρηση εισβολής στη Ρουμανία, η κυβέρνησή του παραιτήθηκε και η Ουγγαρία εισήλθε σε μια περίοδο αστάθειας, στη διάρκεια της οποίας διώχθηκαν χιλιάδες κομμουνιστές. Τον Μάρτιο του 1920, ανέλαβε την εξουσία ο πρώην ναύαρχος Μίκλος Χόρτυ, ο οποίος στάθηκε αδύναμος να ανατρέψει το εις βάρος της χώρας του κλίμα στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στο Παρίσι.
Στις 4 Ιουνίου 1920 υπογράφτηκε στο Μεγάλο Τριανόν των Βερσαλλιών η ομώνυμη συνθήκη, η οποία ρύθμιζε τις σχέσεις των νικητών του Μεγάλου Πολέμου με την Ουγγαρία. Υπογράφοντας τη συνθήκη η Ουγγαρία απώλεσε τα 2/3 της προπολεμικής επικράτειάς της εντός της Αυστροουγγαρίας, το 60% του πληθυσμού της και το 25% των Ούγγρων κατοίκων της, οι οποίοι περιήλθαν ως μειονότητες στα γειτονικά της κράτη. Συνολικά, περίπου 3,4 εκατομμύρια Ούγγροι έμειναν εκτός των συνόρων της Ουγγαρίας. Έπειτα από γαλλική πρωτοβουλία, η Ουγγαρία κατέστη περίκλειστο κράτος, περιβαλλόμενο από συμμαχικά προς τη Γαλλία κράτη (Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Βασίλειο των Σέβρων, Κροατών και Σλοβένων).
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

