Δεν του αρκεί να επαναφέρει σε λειτουργία την πιο διαβόητη φυλακή της Ιστορίας· δεν του αρκεί να επαναλάβει τα σχόλια για τους «κακούς» που λάθρα λυμαίνονται τη Γη της Ελευθερίας· δεν του αρκεί να λέει και να ξαναλέει ότι οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε επικίνδυνο και έμπλεο εγκλήματος μέρος του μάταιου τούτου κόσμου· μέσα σε όλα αυτά, θέλει η φυλακή του Αλκατράζ να γίνει έτι μεγαλύτερη και να ανακατασκευαστεί πλήρως για να συνωστίσει εκεί μέσα τους απόκληρους της γης.
Στις 4 Μαΐου 2025, ο Ντόναλντ Τραμπ διέταξε την επαναλειτουργία του Αλκατράζ ως ομοσπονδιακού σωφρονιστικού ιδρύματος υψίστης ασφαλείας. Η οδηγία, που εκδόθηκε χωρίς ενημέρωση του Τύπου, με ελάχιστες διευκρινίσεις και δίχως προηγούμενη διαβούλευση με την πολιτεία της Καλιφόρνιας, όριζε ότι το Γραφείο Φυλακών, μαζί με το υπουργείο Δικαιοσύνης, το FBI και την Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας, αναλαμβάνουν την επαναλειτουργία του «Βράχου».
Κι όλα αυτά, «προκειμένου να στεγάσει τους πιο αδίστακτους και βίαιους παραβάτες της Αμερικής. Δεν θα είμαστε πλέον όμηροι εγκληματιών, κακοποιών και δικαστών που φοβούνται να κάνουν τη δουλειά τους, μη επιτρέποντάς μας να απομακρύνουμε εγκληματίες, που ήρθαν στη χώρα μας παράνομα».
Το προεδρικό διάταγμα δεν θα ανοίξει απλώς τις βαριές πύλες του Αλκατράζ. Θα ανοίξει ξανά έναν αιώνα παράνοιας, σκληρότητας και ελέγχου – και ιστοριών, ανεκδοτολογικών και μη.
Και το λεκτικό του πυροτέχνημα έγινε ακόμα καλύτερο: «Οταν ήμασταν ένα πιο σοβαρό έθνος, σε περασμένες εποχές, δεν διστάζαμε να φυλακίσουμε τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες και να τους κρατήσουμε μακριά απ’ οποιονδήποτε θα μπορούσαν να βλάψουν». Τώρα θα μπορούν.

Για εξήντα δύο χρόνια, από το 1963 οπότε και έκλεισε οριστικά ως οικονομικά ασύμφορο, το Αλκατράζ αποτελούσε μνημείο των σκοτεινών σελίδων της ιστορίας του αμερικανικού σοφρωνισμού – ένα νησί στην Ακτή της Καλιφόρνιας με σκουριασμένα κάγκελα και υπόκωφες αναμνήσεις, όπου οι τουρίστες έκαναν ουρά για selfies και οι μαθητές κατέφθαναν εκεί για εκπαιδευτικούς λόγους.
Ωστόσο, το προεδρικό διάταγμα δεν θα ανοίξει απλώς τις βαριές πύλες του Αλκατράζ. Θα ανοίξει ξανά έναν αιώνα παράνοιας, σκληρότητας και ελέγχου – και ιστοριών, ανεκδοτολογικών και μη. Επειδή ο «Βράχος» δεν ήταν ποτέ απλώς μια φυλακή. Ηταν θεατρική σκηνή με χιλιάδες ιστορίες να αντηχούν. Και τώρα, τα φώτα της σκηνής ανάβουν ξανά.
Αλλωστε, κάποιοι μύθοι δεν πεθαίνουν ποτέ.
Φρούριο, απομόνωση, σύμβολο
Το ίδιο το νησί είναι ασήμαντο: είκοσι δύο ανεμοδαρμένα στρέμματα στη μέση του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, συχνά καλυμμένα από ομίχλη και κρωξίματα γλάρων. Το 1850, ο πρόεδρος Μίλαρντ Φίλμορ –το τελευταίο μέλος του κόμματος των Ουίγων– το όρισε ως στρατιωτικό καταφύγιο και, μέχρι το 1859, ο αμερικανικός στρατός το είχε οχυρώσει με περισσότερα από εκατό κανόνια και, ασφαλώς, ειδικούς φρουρούς.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, το Αλκατράζ έγινε το δυτικό κέντρο κράτησης του στρατού. Κρατούσε συμπαθούντες της Συνομοσπονδίας και ύποπτους αποσχιστές από την Καλιφόρνια. Αργότερα, φιλοξένησε φυλακισμένους ιθαγενείς Αμερικανούς και αντιρρησίες συνείδησης από τον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η προέλευση του ονόματος
Το όνομα Alcatraz προέρχεται από το ισπανικό «Alcatraces». Το 1775, ο Ισπανός εξερευνητής Χουάν Μανουέλ ντε Αγιάλα ήταν ο πρώτος που έπλευσε σε αυτό που μετέπειτα ονομάστηκε Κόλπος του Σαν Φρανσίσκο. Η αποστολή του χαρτογράφησε τον κόλπο και ονόμασε ένα από τα τρία νησιά Alcatraces. Με την πάροδο του χρόνου, η ονομασία αγγλοποιήθηκε σε Αλκατράζ. Αν και η ακριβής σημασία εξακολουθεί να συζητείται, το Alcatraz ορίζεται συνήθως ως «πελεκάνος» ή «παράξενο πουλί».
Το ήθος της στρατιωτικής φυλακής συνοψιζόταν στην απομόνωση από κάθε τι που θύμιζε ελευθερία. Και πράγματι, η μονότονη ζωή σε τούτη τη φυλακή ως μόνο ήχο ελευθερίας είχε όσες φωνές και θορύβους έρχονται από την καλιφορνέζικη ακτή. Η ελευθερία είχε τον ήχο του γλεντιού και τη μυρωδιά της θάλασσας.
Το εσωτερικό της φυλακής
🛏️ Κελιά Κρατουμένων
Διαστάσεις: Κάθε κελί είχε διαστάσεις περίπου 1,5 μέτρο πλάτος, 2,7 μέτρα βάθος και 2,1 μέτρα ύψος.
Εξοπλισμός:
-
Μεταλλικό κρεβάτι με λεπτό στρώμα.
-
Μικρό μεταλλικό γραφείο και σκαμπό.
-
Νιπτήρας με κρύο νερό.
-
Τουαλέτα στο πίσω μέρος του κελιού.
-
Ράφι για προσωπικά αντικείμενα.
Ιδιαιτερότητες:
-
Τα κελιά δεν είχαν παράθυρα, εξασφαλίζοντας περιορισμένη επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον.
-
Η ιδιωτικότητα ήταν ανύπαρκτη, καθώς οι τουαλέτες ήταν εκτεθειμένες.
-
Ο εξαερισμός ήταν περιορισμένος, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση οσμών.
Σύμφωνα με τους κανονισμούς του 1928, στους κρατούμενους επιτρεπόταν να έχουν τα ακόλουθα προσωπικά αντικείμενα στα κελιά τους: Βίβλο, σαπούνι, βερνίκι παπουτσιών, φλιτζάνι και πιατάκι, οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα, μολύβι, χτένα, πετσέτα, βιβλίο κανονισμών, βούρτσα μαλλιών, καπνό, φωτογραφία των πλησιέστερων συγγενών, βούρτσα παπουτσιών, καθρέφτη.
Εκτός από τα προσωπικά τους αντικείμενα, οι κρατούμενοι είχαν τα ακόλουθα ρούχα και κλινοσκεπάσματα: πέντε κουβέρτες, ένα ζευγάρι λαστιχένιες μπότες, δύο ζευγάρια παπούτσια, ένα παλτό, μία μαξιλαροθήκη, μία φόρμα εργασίας, ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο, ένα κάλυμμα στρώματος, ένα σκουφάκι, ένα φανελάκι, ένα συρτάρι, ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα ζευγάρι γάντια, ένα μαντίλι, ένα αδιάβροχο, ένα στρώμα.
🔒 Πτέρυγες Φυλακής
Διαρρύθμιση:
-
Το κυρίως κτίριο περιλάμβανε τέσσερις πτέρυγες: A, B, C και D.
-
Η πτέρυγα D φιλοξενούσε τους πιο απείθαρχους κρατούμενους και περιελάμβανε την απομόνωση, γνωστή ως «Τρύπα».
Εξοπλισμός Πτερύγων:
-
Διάδρομοι με μεταλλικά κιγκλιδώματα.
-
Συστήματα ασφαλείας για την παρακολούθηση των κρατουμένων.
-
Πυροπροστασία και συστήματα συναγερμού.
🍽️ Τραπεζαρία (Mess Hall)
Διαρρύθμιση:
-
Μεγάλη αίθουσα με τραπέζια και πάγκους που φιλοξενούσαν έως και 10 άτομα.
-
Σύνδεση με την κουζίνα και το νοσοκομείο μέσω διαδρόμων.
Εξοπλισμός:
-
Μεταλλικά σκεύη και δίσκοι φαγητού.
-
Ρολόι τοίχου για τον συγχρονισμό των γευμάτων.
Λειτουργία:
-
Οι κρατούμενοι έτρωγαν τρία γεύματα την ημέρα, με αυστηρό χρονοδιάγραμμα.
-
Η καθαριότητα και η τάξη ήταν υποχρεωτικές.
🏥 Νοσοκομείο
Τοποθεσία: Βρισκόταν πάνω από την τραπεζαρία.
Εξοπλισμός:
-
Κλίνες νοσηλείας.
-
Ιατρικά εργαλεία και φάρμακα.
-
Χώροι απομόνωσης για ασθενείς με μεταδοτικές ασθένειες.
Λειτουργία:
-
Παροχή βασικής ιατρικής φροντίδας στους κρατουμένους.
-
Διαχείριση επειγόντων περιστατικών και χρόνιων παθήσεων.
💈 Κουρείο
Τοποθεσία: Βρισκόταν εντός του κυρίως κτιρίου.
Εξοπλισμός:
-
Καρέκλες κουρέα.
-
Καθρέφτες και εργαλεία κουρέματος.
Λειτουργία:
-
Οι κρατούμενοι ήταν υπεύθυνοι για το κούρεμα των συγκρατουμένων τους.
-
Η υγιεινή και η εμφάνιση ήταν σημαντικές για τη διατήρηση της τάξης.
📚 Βιβλιοθήκη
Τοποθεσία: Βρισκόταν εντός του κυρίως κτιρίου.
Εξοπλισμός:
-
Ράφια με βιβλία διαφόρων θεμάτων.
-
Καθίσματα και τραπέζια για ανάγνωση.
-
Γραφομηχανή
Λειτουργία:
-
Οι κρατούμενοι μπορούσαν να δανείζονται βιβλία για προσωπική ανάπτυξη και ψυχαγωγία.
-
Η πρόσβαση στη βιβλιοθήκη θεωρούνταν προνόμιο και επιβράβευση καλής συμπεριφοράς.
(Πηγή)
Από τους στρατιώτες στους γκάνγκστερ
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο μύθος του έγκλειστου γκάνγκστερ είχε καταφέρει να επισκιάσει τον μύθο του φυλακισμένου στρατιώτη. Τα είδωλα της εποχής της ποτοαπαγόρευσης, όπως ο Αλ Καπόνε, ο Pretty Boy Floyd και ο Baby Face Nelson, αψηφούσαν… για πλάκα τον ομοσπονδιακό νόμο. Η κυβέρνηση τότε είχε ανάγκη από ένα σημείο όπου θα αποτελούσε, αφενός, απομόνωση από τον πολιτισμένο κόσμο και, αφετέρου, φόβητρο για όσους σκέφτονταν να παραμονήσουν.
Το Αλκατράζ περίμενε τη νέα του φάση.

Το Γραφείο Φυλακών, που σήμερα έλαβε την τραμπική διαταγή για επαναλειτουργία του σοφρωνιστικού καταστήματος, ανέλαβε το 1933 τον έλεγχο του ιδρύματος. Η ανακατασκευή του είχε έναν στόχο: να καταστεί η ομοσπονδιακή φυλακής υψίστης ασφαλείας. Δεν αρκούσε ότι ήταν ένα νησί εν τω μέσω της θαλάσσης· έπρεπε και η ζωή εκεί μέσα να μυρίζει ανελευθερία.
«Κάποιοι ήθελαν μεταφορά στο Αλκατράζ»
Ο μέσος πληθυσμός ήταν μόνο περίπου 260-275 (η φυλακή δεν έφτασε ποτέ τη χωρητικότητά της των 336. Σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, το Αλκατράζ κρατούσε λιγότερο από το 1% του συνολικού πληθυσμού των ομοσπονδιακών φυλακών). Πολλοί κρατούμενοι θεωρούσαν τις συνθήκες διαβίωσης (για παράδειγμα, πάντα ένας άνδρας ανά κελί) στο Αλκατράζ καλύτερες από άλλες ομοσπονδιακές φυλακές, και αρκετοί κρατούμενοι ζήτησαν μάλιστα μεταφορά στο Αλκατράζ. Αλλά ενώ το USP Alcatraz δεν ήταν το «Νησί του Διαβόλου της Αμερικής» που συχνά απεικόνιζαν τα βιβλία και οι ταινίες, σχεδιάστηκε για να είναι η φυλακή ενός σωφρονιστικού συστήματος.
(Πηγή)
Ο άνθρωπος που ανέλαβε να καθιερώσει το δόγμα της φυλακής ήταν ο τότε διευθυντής της Τζέιμς Α. Τζόνστον, προοδευτικός μεν, υπέρ της άτεγκτης πειθαρχίας δε. Ο Τζόνστον έγραψε κάποτε ότι «τα προνόμια είναι περιορισμένα, η εποπτεία είναι αυστηρή, η ρουτίνα είναι απαιτητική, η πειθαρχία είναι αυστηρή, αλλά δεν υπάρχει σκληρότητα ή αδικαιολόγητη σκληρότητα, και επιμένουμε σε έναν αξιοπρεπή σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα».
Η ανακατασκευή του το 1933 είχε έναν στόχο: να καταστεί η ομοσπονδιακή φυλακής υψίστης ασφαλείας. Δεν αρκούσε ότι ήταν ένα νησί εν τω μέσω της θαλάσσης· έπρεπε και η ζωή εκεί μέσα να μυρίζει ανελευθερία.
Και συνέχισε: «Οι τιμωρίες ή οι στερήσεις είναι απαραίτητες για να συγκρατηθούν ορισμένοι άνδρες, αλλά τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποφυγή προβλημάτων είναι πιο σημαντικά. Ατομικές εξετάσεις, καλή ιατρική φροντίδα, ιδιαίτερη φροντίδα των ματιών, των δοντιών και των ποδιών, υγιεινό φαγητό με συχνές αλλαγές στα μενού για να εξασφαλιστεί ποικιλία, άφθονες εγκαταστάσεις μπάνιου, αλλαγές ρούχων και παπουτσιών, καθαριότητα στα καταλύματα, καλή βιβλιοθήκη που βοηθά στη διαμόρφωση συνηθειών ανάγνωσης, προσεκτική φροντίδα για τη σωματική ευημερία των κρατουμένων. Ολα συμβάλλουν στους σκοπούς που επιδιώκει η πειθαρχία».
Χρονολόγιο Αλκατράζ
1850: Ο πρόεδρος Φίλμορ παραχωρεί την Αλκατράζ στον στρατό.
1859: Ιδρυση στρατιωτικού οχυρού και φυλακής.
1934: Μετατροπή σε ομοσπονδιακή φυλακή μέγιστης ασφαλείας.
1962: Απόδραση Μόρις – Ανγκλιν.
1963: Οριστικό κλείσιμο με απόφαση Ρόμπερτ Κένεντι.
1969 – 1971: Κατάληψη από ιθαγενείς Αμερικανούς.
1972: Eνταξη στο σύστημα Εθνικών Πάρκων.
2025: Εντολή Τραμπ για επαναλειτουργία με ανακαίνιση και επέκταση.
Οταν οι πρώτοι 137 κρατούμενοι έφτασαν με φορτηγίδα στις 11 Αυγούστου 1934, ήταν αλυσοδεμένοι στους καρπούς και τους αστραγάλους και μεταφέρθηκαν στη φυλακή και τα κελιά της υπό καθεστώς απολύτου σιωπής. Tο δόγμα ήταν εκεί για να υλοποιείται.
Τα προνόμια είναι περιορισμένα, η εποπτεία είναι αυστηρή, η ρουτίνα είναι απαιτητική, η πειθαρχία είναι αυστηρή, αλλά δεν υπάρχει σκληρότητα ή αδικαιολόγητη σκληρότητα, και επιμένουμε σε έναν αξιοπρεπή σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πολλοί εξ αυτών κατέφτασαν ως «μετατεθέντες» από τις φυλακές Λέβενγουορθ και Ατλάντα· ήταν όσοι κρίνονταν τόσο ανεξέλεγκτοι, που μόνο στο Αλκατράζ… θα έβαζαν μυαλό. Εκεί, εξάλλου, δεν θα έβρισκαν ούτε βιβλιοθήκη ούτε παρεκκλήσι ούτε εκπαιδευτικά προγράμματα ούτε πραγματικό σωφρονισμό. Το μόνο που τους ανέμενε ήταν το μήνυμα για το καλωσόρισμα: «Δικαιούστε τροφή, ρουχισμό, στέγη και ιατρική περίθαλψη. Οτιδήποτε άλλο είναι προνόμιο». Χωρίς, βέβαια, να συμπληρώσουν: προνόμιο που ούτε κατά διάνοια θα έχετε.

Τα βήματα για τους νεοεισερχομένους ήταν: Πρώτο βήμα – καταγραφή. Δεύτερο: ιατρικός έλεγχος. Τρίτο: κατάργηση της προσωπικότητας. Εκεί, όλοι ήταν αριθμοί, όχι πρόσωπα. Και τίποτα δεν έμοιαζε ζωντανό. Ούτε καν οι κρατούμενοι.
Η μυθολογία της φυλακής
Το Αλκατράζ κατέστη γρήγορα μύθος για την αμερικανική κοινωνία, κάτι σαν μυθολογία του εγκλήματος. Αν εξαιρέσει κανείς, όμως, τον Αλ Καπόνε και τον Τζορτζ «Πολυβόλο» Κέλι ή τον Ρόμπερτ Στράουντ και το Αλβιν «Ανατριχίλα» Κάρπις, οι περισσότεροι τρόφιμοι του ιδρύματος ήταν… απλοί, καθημερινοί εγκληματίες.

Ο Αλ Καπόνε κατέφτασε στη φυλακή από τους πρώτους, το 1934, με την ελπίδα να καταφέρει να να δωροδοκήσει τους δεσμοφύλακες –κατά τα αλκαπονικά ειωθότα–, αλλά εκεί, όπως λέει η ιστορία, αυτά δεν περνούσαν. Ο διαβόητος μαφιόζος έπασχε από σύφιλη εκείνη την περίοδο, η οποία επιδεινώθηκε εντός του Αλκατράζ.
Οι συγκρατούμενοι τον έβλεπαν να κάθεται στην άκρη του κελιού του, να τρίβει το μπάντζο χωρίς να το παίζει. «Δεν είχε παίξει προηγουμένως αυτό ή οποιοδήποτε άλλο όργανο, ούτε υπάρχουν στοιχεία ότι μπορούσε να διαβάσει μουσική πριν από τη φυλακή, αλλά εξοικειώθηκε υπομονετικά με τα βασικά στοιχεία της μουσικής θεωρίας και τελικά μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει τη μουσική σημειογραφία», έχει γράψει για τον ίδιο ο συγγραφέας Λόρενς Μπέργκριν.
Δεν είχε παίξει προηγουμένως αυτό ή οποιοδήποτε άλλο όργανο, ούτε υπάρχουν στοιχεία ότι μπορούσε να διαβάσει μουσική πριν από τη φυλακή, αλλά εξοικειώθηκε υπομονετικά με τα βασικά στοιχεία της μουσικής θεωρίας και τελικά μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει τη μουσική σημειογραφία. – Ο Μπέργκριν για τον Αλ Καπόνε.
Ο Τζορτζ «Πολυβόλο» Κέλι, ένας καυχησιάρης απαγωγέας, έζησε τις μέρες του διπλώνοντας ρούχα και κρατώντας χαμηλό προφίλ. Η… μαγκιά του είχε κοπεί μαχαίρι όταν έφτασε στον «Βράχο», ακόμα και σ’ αυτόν που χειριζόταν τα όπλα και αφαιρούσε ζωές για πλάκα.

Ο Ρόμπερτ Στράουντ, γνωστός ως ο «ορνιθολόγος του Αλκατράζ», που είχε θητεύσει ως φυλακισμένος στο Λέβενγουορθ όπου εξέτρεφε καναρίνια, στη σκοτεινή νησιωτική φυλακή τού απαγορεύτηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, να συνεχίσει τις ορνιθολογικές του ασχολίες. Eξάλλου, είχε περάσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, έξι ολόκληρα χρόνια στην απομόνωση (και άλλα 11 στο νοσοκομείο της φυλακής, καθώς αξιολογήθηκε από τον ψυχίατρο ως ψυχοπαθής, με IQ 112).
Τον Δεκέμβριο του 1942, ο αξιωματικός που μετέφερε τον Στράουντ από το Λέβενγουορθ στο Αλκατράζ δήλωσε ότι ο Στράουντ είχε ισχυριστεί ότι έφτιαχνε αλκοόλ στο κελί του από ζάχαρη και ζυμωμένα σιτηρά. Ο Στράουντ φέρεται να αφηγήθηκε πώς πυροβόλησε πέντε φορές και σκότωσε έναν άνδρα στην Αλάσκα και αργότερα μαχαίρωσε μέχρι θανάτου έναν κρατούμενο στο Λέβενγουορθ. Καμία απορία για τον λόγο που μετήχθη στον «Βράχο».

Ο Αλβιν «Ανατριχίλας» Κάρπις, ο τελευταίος Δημόσιος Εχθρός Νο 1, πέρασε 26 χρόνια στο νησί, περισσότερα απ’ οποιονδήποτε άλλο. Στο Αλκατράζ απασχολείτο στο αρτοποιείο και ήταν φασαριόζος, δημιουργώντας συνεχώς επεισόδια με τους συγκρατουμένους του.
Η… σωφρονιστική μονοτονία
Η ζωή των κρατουμένων ήταν μια τελετουργία της στέρησης. Ξύπνημα στις 7 π.μ., επιθεώρηση κελιού, αγγαρείες, γεύματα – όλα στη σιωπή. Οι αγγαρείες περιελάμβαναν το πλυντήριο, την κουζίνα, τα εργαστήρια και τα μεταλλουργεία. Τα φώτα έσβηναν στις 9.25 το βράδυ.

Η χειρότερη τιμωρία της φυλακής δεν ήταν η απομόνωση σε ένα αδιάβατο νησί. Hταν ο ήχος της ελευθερίας. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όταν φυσούσε τιμωρητικός άνεμος, οι κρατούμενοι άκουγαν τα πάρτι στην άλλη πλευρά του κόλπου.
Δεν υπάρχει σαπούνι. Δεν υπάρχει καπνός. Δεν υπάρχει οδοντόβουρτσα. Η μυρωδιά – μπορείς να την περιγράψεις μόνο με τη λέξη «μπόχα». Είναι σαν να μπαίνεις σε υπόνομο.
Η πτέρυγα Δ, βέβαια, φιλοξενούσε την πραγματική απομόνωση. Στην «Τρύπα», όπως την είχαν ονομάσει, οι τρόφιμοι της φυλακής κρατούνταν στο απόλυτο σκοτάδι. Κάποιοι έβγαιναν τρέμοντας, διαλυμένοι. Ο Τζέιμς Κουίλεν, πρώην κρατούμενος που αργότερα διηγήθηκε για την εμπειρία του, περιέγραψε την απομόνωση ως ένα «μέρος όπου ο χρόνος δεν περνάει και σε κατατρώει».

Ο Χένρι Γιανγκ, που είχε περάσει χρόνια στην απομόνωση, έγραψε: «Το μέγεθoς ήταν περίπου όσο ένα κανονικό κελί – 2,5 επί 1,5 επί περίπου 2,5 μέτρα ύψος. Μπορούσα απλώς να αγγίξω το ταβάνι απλώνοντας το χέρι μου. Σε γδύνουν και σε σπρώχνουν μέσα στο κελί. Οι φρουροί παίρνουν τα ρούχα σου και τα εξετάζουν λεπτομερώς για τους λίγους κόκκους καπνού που μπορεί να έχουν πέσει στις χειροπέδες ή στις τσέπες. Δεν υπάρχει σαπούνι. Δεν υπάρχει καπνός. Δεν υπάρχει οδοντόβουρτσα. Η μυρωδιά – μπορείς να την περιγράψεις μόνο με τη λέξη “μπόχα”. Είναι σαν να μπαίνεις σε υπόνομο. Είναι αηδιαστικό. Αφού ψάξουν τα ρούχα σου, σου τα πετάνε. Για κλινοσκεπάσματα, παίρνεις δύο κουβέρτες, γύρω στις 5 το βράδυ. Δεν έχεις παπούτσια, ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα – τίποτε άλλο εκτός από τους τέσσερις υγρούς τοίχους και δύο κουβέρτες. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι μαύροι. Μία φορά την ημέρα έπαιρνα τρεις φέτες ψωμί. Oχι, αυτό είναι λάθος. Κάποιες μέρες έπαιρνα τέσσερις φέτες. Πήρα ένα γεύμα σε πέντε μέρες, και τίποτε άλλο εκτός από ψωμί ενδιάμεσα. Στις δεκατρείς μέρες που ήμουν εκεί, πήρα δύο γεύματα. Εχω δει μόνο έναν άνθρωπο να κάνει μπάνιο στην απομόνωση, σε όλο το διάστημα που ήμουν εκεί. Σε αυτό τον άνθρωπο έριξαν έναν κουβά με κρύο νερό».
Αλλοι γνώριζαν ότι θα πεθάνουν εκεί μέσα ενώ άλλοι ότι δεν θα καταφέρουν να ζήσουν ξανά.
Η Μεγάλη Απόδραση

Τη νύχτα της 11ης Ιουνίου 1962, τρεις άνδρες έκαναν αυτό που κανείς δεν πίστευε ότι ήταν δυνατό. Ο Φρανκ Μόρις είχε δείκτη νοημοσύνης που υπολογιζόταν σε 133, ανήκοντας στο 2% του αμερικανικού πληθυσμού, και είχε λαμπρό ιστορικό αποδράσεων από φυλακές. Μαζί με τους αδελφούς Ανγκλιν –Τζον και Κλάρενς– πέρασε μήνες επί μηνών σκαλίζοντας το μπετόν πίσω από τους νιπτήρες τους, καλύπτοντας το έργο με χαρτόνι και οδοντόκρεμα – ως εργαλεία χρησιμοποιούσαν κουτάλια. Μαζί τους λέγεται ότι είχε συνεργαστεί και ο Αλεν Γουέστ, ο οποίος, όμως, τελικά δεν συμμετείχε στην απόδραση.
Η μητέρα τους λέγεται ότι λάμβανε λουλούδια κάθε Ημέρα της Μητέρας μέχρι τον θάνατό της το 1973. Στον θάνατο του πατέρα τους, δύο παράξενες μορφές έκλαψαν πάνω από τη σορό του στο γραφείο τελετών.
Κατασκεύασαν ψεύτικα κεφάλια από σαπούνι, εφημερίδα και αληθινά μαλλιά, τα τοποθέτησαν στα κρεβάτια τους και δραπέτευσαν μέσω του διαδρόμου. Σκαρφάλωσαν στην οροφή, κατέβηκαν από έναν σωλήνα αποχέτευσης και έπεσαν στον κρύο κόλπο πάνω σε μια σχεδία από ραμμένα αδιάβροχα.
Η Μάχη του Αλκατράζ και άλλες 13 απόπειρες απόδρασης
Η Μάχη του Αλκατράζ (2 – 4 Μαΐου 1946) υπήρξε η πιο βίαιη απόπειρα απόδρασης στην ιστορία της φυλακής. Εξι κρατούμενοι, με επικεφαλής τον Μπέρναρντ Κόι και τον Τζόζεφ Κρετζ, κατάφεραν να πάρουν τον έλεγχο του οπλοστασίου και να αιχμαλωτίσουν δεσμοφύλακες, προσπαθώντας να ανοίξουν την εξωτερική πύλη χωρίς επιτυχία. Ακολούθησαν δύο ημέρες ανταλλαγής πυροβολισμών με τους πεζοναύτες. Τρεις κρατούμενοι και δύο φύλακες σκοτώθηκαν. Η απόπειρα απέτυχε, αλλά άφησε ανεξίτηλο σημάδι στη φήμη του Αλκατράζ ως «απόρθητης» φυλακής. Οι δύο ηγέτες εκτελέστηκαν το 1948 στο Σαν Κουέντιν.

27 Απριλίου 1936: Ενώ εργαζόταν καίγοντας σκουπίδια στον αποτεφρωτήρα, ο Τζο Μπάουερς άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω από τον φράχτη στην άκρη του νησιού. Αφού αρνήθηκε τις εντολές να κατέβει, πυροβολήθηκε από έναν σωφρονιστικό υπάλληλο που βρισκόταν στον πύργο της Δυτικής Οδού και στη συνέχεια έπεσε στην ακτή. Πέθανε από τα τραύματά του.
16 Δεκεμβρίου 1937: Ο Θίοντορ Κόουλ και ο Ραλφ Ρόου αφού σκαρφάλωσαν από ένα παράθυρο στον χώρο όπου εργάζονταν, κατέβηκαν στην ακτή και εξαφανίστηκαν στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο. Αυτή η απόπειρα έγινε κατά τη διάρκεια μιας έντονης καταιγίδας και τα ρεύματα του κόλπου ήταν ιδιαίτερα δυνατά – οι περισσότεροι πιστεύουν ότι παρασύρθηκαν στη θάλασσα. Επισήμως, αναφέρονται ως αγνοούμενοι και θεωρούνται νεκροί.
23 Μαΐου 1938: Ενώ εργάζονταν στο ξυλουργείο στο κτίριο μοντελισμού, οι Τζέιμς Λίμερικ, Τζίμι Λούκας και Ρούφους Φράνκλιν επιτέθηκαν στον άοπλο σωφρονιστικό υπάλληλο Ρόγιαλ Κλάιν με ένα σφυρί, ο οποίος πέθανε από τα τραύματά του. Στη συνέχεια, οι τρεις ανέβηκαν στην οροφή σε μια προσπάθεια να αφοπλίσουν τον σωφρονιστικό υπάλληλο στον πύργο της οροφής. Ο αστυνομικός Χάρολντ Στάιτς πυροβόλησε τον Λίμερικ και τον Φράνκλιν. Ο Λίμερικ πέθανε από τα τραύματά του. Ο Λούκας και ο Φράνκλιν καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία του Κλάιν.
13 Ιανουαρίου 1939: Οι Αρθουρ «Ντοκ» Μπέικερ, Ντέιλ Στάμπχιλ, Γουίλιαμ Μάρτιν, Χένρι Γιανγκ και Ρούφους ΜακΚέιν δραπέτευσαν από τη μονάδα απομόνωσης πριονίζοντας τις επίπεδες σιδερένιες ράβδους των κελιών και λυγίζοντας τις ανθεκτικές ράβδους σε ένα παράθυρο. Στη συνέχεια κατέβηκαν στην ακτή. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι βρήκαν τους άνδρες στην ακτογραμμή στη δυτική πλευρά του νησιού. Οι Μάρτιν, Γιανγκ και ΜακΚέιν παραδόθηκαν, ενώ οι Μπάρκερ και Στάμπχιλ πυροβολήθηκαν όταν αρνήθηκαν να παραδοθούν. Ο Μπάρκερ πέθανε από τα τραύματά του.
21 Μαΐου 1941: Οι Τζο Κρέτζερ, Σαμ Σόκλεϊ, Αρνολντ Κάιλ και Λόιντ Μπάρκντολ πήραν ομήρους αρκετούς σωφρονιστικούς υπαλλήλους ενώ εργάζονταν. Οι αξιωματικοί κατάφεραν να πείσουν τους τέσσερις ότι δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν και παραδόθηκαν.
15 Σεπτεμβρίου 1941: Ενώ βρισκόταν σε εργασία για τα σκουπίδια, ο Τζον Μπέιλες προσπάθησε να δραπετεύσει. Τα παράτησε λίγο αφότου μπήκε στα κρύα νερά του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Αργότερα, ενώ εμφανιζόταν στο ομοσπονδιακό δικαστήριο, ο Μπέιλες προσπάθησε, και πάλι ανεπιτυχώς, να δραπετεύσει από την αίθουσα του δικαστηρίου.
14 Απριλίου 1943: Οι Τζέιμς Μπόαρμαν, Χάρολντ Μπρεστ, Φλόιντ Χάμιλτον και Φρεντ Χάντερ πήραν ομήρους δύο αξιωματικούς ενώ εργάζονταν. Οι τέσσερις βγήκαν από ένα παράθυρο και κατέβηκαν στην ακτή. Ενας από τους ομήρους κατάφερε να ειδοποιήσει άλλους αστυνομικούς για τη διαφυγή και πυροβολισμοί έπεσαν εναντίον των Μπόαρμαν, Μπρεστ και Χάμιλτον, οι οποίοι κολυμπούσαν απομακρυνόμενοι από το νησί. Ο Χάντερ και ο Μπρεστ συνελήφθησαν. Ο Μπόαρμαν χτυπήθηκε από πυροβολισμούς και βυθίστηκε κάτω από το νερό προτού οι αστυνομικοί καταφέρουν να τον φτάσουν. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ο Χάμιλτον πνίγηκε. Ωστόσο, αφού κρυβόταν για δύο ημέρες σε μια μικρή σπηλιά στην ακτογραμμή, ο Χάμιλτον επέστρεψε, όπου ανακαλύφθηκε από σωφρονιστικούς υπαλλήλους.
7 Αυγούστου 1943: Ο Χιούρον «Τεντ» Γουόλτερς εξαφανίστηκε από το κτίριο των πλυντηρίων της φυλακής. Πιάστηκε στην ακτογραμμή, πριν καν επιχειρήσει να εισέλθει στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο.
31 Ιουλίου 1945: Σε μια από τις πιο ευφυείς προσπάθειες, ο Τζον Τζάιλς κατάφερε να εκμεταλλευτεί τη δουλειά του στην αποβάθρα φορτοεκφόρτωσης, όπου ξεφόρτωνε στρατιωτικό ρουχισμό που στάλθηκε στο νησί για καθαρισμό. Ντυμένος με μια κλεμμένη στολή, ο Τζάιλς περπάτησε ήρεμα προς μια στρατιωτική λάντζα οδεύοντας προς την ελευθερία. Ανακαλύφθηκε σχεδόν αμέσως ότι αγνοείτο. Δυστυχώς για τον Τζάιλς, η λάντζα κατευθυνόταν προς το Νησί Εϊντζελ, όχι προς το Σαν Φρανσίσκο όπως ήλπιζε. Καθώς ο Τζάιλς πάτησε το πόδι του στο Νησί Εϊντζελ, τον συνάντησαν σωφρονιστικοί υπάλληλοι που τον επέστρεψαν στο Αλκατράζ.
23 Ιουλίου 1956: Ο Φλόιντ Γουίλσον εξαφανίστηκε από τη δουλειά του στην αποβάθρα. Αφού κρυβόταν για αρκετές ώρες ανάμεσα σε μεγάλους βράχους κατά μήκος της ακτογραμμής, ανακαλύφθηκε και παραδόθηκε.
29 Σεπτεμβρίου 1958: Ενώ εργάζονταν στην ομάδα αποκομιδής απορριμμάτων, ο Ααρον Μπέργκετ και ο Κλάιντ Τζόνσον υπερίσχυσαν ενός σωφρονιστικού υπαλλήλου και προσπάθησαν να κολυμπήσουν μακριά από το νησί. Ο Τζόνσον πιάστηκε στο νερό, αλλά ο Μπέργκετ εξαφανίστηκε. Η εντατική έρευνα δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Το σώμα του Μπέργκετ βρέθηκε να επιπλέει στον κόλπο δύο εβδομάδες αργότερα.
11 Ιουνίου 1962: Η περίφημη Μεγάλη Απόδραση.
16 Δεκεμβρίου 1962: Ο Τζον Πολ Σκοτ και ο Νταρλ Πάρκερ λύγισαν τα κάγκελα ενός παραθύρου της κουζίνας, βγήκαν και κατέβηκαν στη θάλασσα. Ο Πάρκερ ανακαλύφθηκε σε μια μικρή προεξοχή βράχου σε μικρή απόσταση από το νησί. Ο Σκοτ προσπάθησε να κολυμπήσει προς το Σαν Φρανσίσκο, αλλά τα ρεύματα άρχισαν να τον τραβούν αλλού. Βρέθηκε από εφήβους στα βράχια κοντά στο Fort Point (κάτω από τη Γέφυρα Golden Gate) και μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο στη στρατιωτική βάση Presidio υποφέροντας από σοκ και υποθερμία, πριν επιστραφεί στο Αλκατράζ.
(Πηγή)
Δεν τους ξαναείδαν ποτέ. Το FBI ερευνούσε επί 17 χρόνια την υπόθεση· εντέλει, έβαλε την υπόθεση στο αρχείο. Το 2013, η οικογένεια των Ανγκλιν παρουσίασε μια φωτογραφία που υποτίθεται ότι είχε τραβηχτεί στη Βραζιλία. Η μητέρα τους, πάλι, λέγεται ότι λάμβανε λουλούδια κάθε Ημέρα της Μητέρας μέχρι τον θάνατό της το 1973, ενώ είχαν αναφερθεί δύο πολύ ψηλές, ασυνήθιστες γυναίκες με έντονο μακιγιάζ στην κηδεία της. Αλλες αναφορές λένε ότι το 1989, όταν πέθανε ο πατέρας τους, δύο άγνωστοι με γενειάδες εμφανίστηκαν στο γραφείο τελετών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, «στάθηκαν μπροστά από το φέρετρο κοιτάζοντας τη σορό για λίγα λεπτά. Εκλαψαν… έκλαψαν και μετά έφυγαν».
Δεν ακολούθησε ποτέ καμία επιβεβαίωση.
Το κλείσιμο της φυλακής και η κατάληψή της
Τη δεκαετία του 1960, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση άρχισε να δυσανασχετεί με το κόστος συντήρησης του Αλκατράζ καθώς ήταν πολύ ακριβό γι’ αυτά που προσέφερε. Παράλληλα, έπειτα έναν και πλέον αιώνα, ο θαλασσινός αέρας είχε φθείρει τους τοίχους, είχε βασανίσει τα υδραυλικά συστήματα και η θέρμανση είχε καταστεί κάτι σαν ανέκδοτο.
Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, όπως έχει υπολογιστεί, το μέσο κατά κεφαλήν κόστος για τους κρατουμένους ήταν περί τα 10 δολάρια τη μέρα, την ώρα που σε άλλες ομοσπονδιακές φυλακές δεν ξεπερνούσαν τα 3 δολάρια. Κι αυτό, διότι, εφόσον επρόκειτο για νησί, τα τρόφιμα και τα λοιπά αγαθά έπρεπε να καταφτάσουν διά θαλάσσης, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με το νερό, αφού δεν υπήρχε πηγή πόσιμου ύδατος στον «Βράχο».
Τον Νοέμβριο του 1969, μια ομάδα ιθαγενών Αμερικανών ακτιβιστών –που αυτοαποκαλούνταν «Ινδιάνοι όλων των φυλών»– αποβιβάστηκαν στο νησί και το διεκδίκησαν βάσει της Συνθήκης του Φορτ Λάραμι.
Στις 21 Μαρτίου 1963, οι τελευταίοι 27 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε άλλες φυλακές. Οι δημοσιογράφοι παρακολουθούσαν το πλοίο να αναχωρεί. Το Αλκατράζ είχε τελειώσει και άρχισε να παραδίδεται έκτοτε στη σκουριά.

Αλλά η σκουριά δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Τον Νοέμβριο του 1969, μια ομάδα ιθαγενών Αμερικανών ακτιβιστών –που αυτοαποκαλούνταν «Ινδιάνοι όλων των φυλών»– αποβιβάστηκαν στο νησί και το διεκδίκησαν βάσει της Συνθήκης του Φορτ Λάραμι. Εμειναν για 19 μήνες, ζητώντας την ικανοποίηση του αιτήματος για κυριαρχία των ιθαγενών επί της νήσου.
«Το Αλκατράζ ήταν μια φυλακή για τους λευκούς», είχε γράψει ένας ακτιβιστής. «Εμείς ήρθαμε για να το μετατρέψουμε σε καταφύγιο για τους κόκκινους».
Η κατάληψη έληξε το 1971, όταν ομοσπονδιακοί αστυνομικοί απομάκρυναν τους εναπομείναντες διαδηλωτές αλλά ο συμβολισμός παρέμεινε. Το 1972, το Αλκατράζ έγινε μέρος της Εθνικής Περιοχής Αναψυχής Golden Gate και το 1986 ανακηρύχθηκε Εθνικό Ιστορικό Μνημείο.
Η επιστροφή
Τώρα, το 2025, τα φαντάσματα αφυπνίζονται και επανέρχονται. Οι αντιδράσεις είναι έντονες. Ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων προειδοποιούν για οπισθοδρόμηση. Αξιωματούχοι της Καλιφόρνιας έχουν καταθέσει νομικές προσφυγές. «Αυτό δεν είναι φυλακή», δήλωσε ο κυβερνήτης της πολιτείας, Γκάβιν Νιούσομ. «Είναι ένα νεκροταφείο πολιτικών λαθών».

Κι όμως, οι προετοιμασίες, αν τεθεί σε εφαρμογή η διαταγή Τραμπ, θα ξεκινήσουν. Βέβαια, οι Καλιφορνέζοι πολιτικοί αντιδρούν μειδιώντας. Ο Σκοτ Γουίνερ, Δημοκρατικός γερουσιαστής του Σαν Φρανσίσκο, χαρακτήρισε την ιδέα του Ντόναλντ Τραμπ «παράλογη εκ πρώτης όψεως» και το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτού που χαρακτήρισε «συνεχιζόμενη ασταθή συμπεριφορά» του προέδρου.
Εκπρόσωπος του κυβερνήτη γέλασε όταν ρωτήθηκε για την εντολή του προέδρου. «Φαίνεται ότι είμαστε ξανά στην Ημέρα Περισπασμού στην Ουάσιγκτον», δήλωσε η Ιζι Γκάρντον, διευθύντρια Επικοινωνίας του κυβερνήτη.
Τι θυμάται ο «Βράχος»

Το να στέκεσαι σε ένα κελί, να εντοπίζεις μια χαραγμένη τρύπα ή να διαβάζεις ένα γκραφίτι με μολύβι –«Ακόμα εδώ»– είναι σαν να θυμάσαι ότι αυτό το μέρος σήμαινε κάποτε το τέλος του δρόμου για ορισμένους ανθρώπους. Το Αλκατράζ δεν χτίστηκε για να αποκαταστήσει, να σωφρονίσει και να αναμορφώσει. Χτίστηκε για να σβήσει – κυρίως κάθε μνήμη από τον έξω κόσμο.
Το Αλκατράζ δεν χτίστηκε για να αποκαταστήσει, να σωφρονίσει και να αναμορφώσει. Χτίστηκε για να σβήσει – κυρίως κάθε μνήμη από τον έξω κόσμο.
Κι όμως, το κτίριο θυμάται διά των θρύλων του. Τα κάγκελα θυμούνται. Η σιωπή επίσης. Ο άνεμος, σπρώχνοντας την ομίχλη μέσα από διαδρόμους χωρίς παράθυρα, μεταφέρει φωνές που δεν φεύγουν. Και θα φιλοξενήσει, καταπώς φαίνεται, νέες φωνές, αν αυτή τη φορά θα επιτραπεί στους κρατουμένους να ανταλλάσσουν έστω και λίγες κουβέντες.
Ο «Βράχος», όπως φαίνεται, δεν είναι απλώς φρούριο. Είναι καθρέφτης. Και όταν μια κοινωνία τον ενεργοποιεί ξανά, δεν φυλακίζει μόνο τους «άλλους». Φυλακίζει εκείνο που μέσα της φοβάται.
Κεντρική φωτογραφία: Τρία θωρακισμένα οχήματα φτάνουν με ένα οχηματαγωγό πλοίο στις σωφρονιστικές εγκαταστάσεις στο Αλκατράζ, στο Σαν Φρανσίσκο, στις 22 Αυγούστου 1934. Υπό τα άγρυπνα βλέμματα ένοπλων φρουρών, οι κρατούμενοι, ανάμεσά τους και ο πρώην αρχηγός συμμορίας του Σικάγο, Αλ Καπόνε, είναι έτοιμοι να μεταφερθούν στα κελιά τους. (©Associated Press)

