Το πρωί της 22ας Σεπτεμβρίου 1974 το επιβατηγό πλοίο «Πάτρα» έδενε στο λιμάνι του Πειραιά. Είχε ξεκινήσει από τη Λεμεσό μεταφέροντας εκατοντάδες ασυνόδευτα παιδιά Ελληνοκυπρίων προσφύγων, που εγκατέλειψαν τις πατρογονικές εστίες εξαιτίας της διπλής τουρκικής εισβολής. Η αποστολή οργανώθηκε στο πλαίσιο μιας συμφωνίας του υπουργείου Παιδείας της Κύπρου με την Ιερά Μητρόπολη Ηλείας, έως ότου αποκατασταθεί η πρόσβαση των εκτοπισμένων στα βασικά αγαθά: στέγη, ασφάλεια και εκπαίδευση.
Τα περισσότερα παιδιά θα φιλοξενούνταν από οικογένειες στον Πύργο – κάποια άλλα θα παρέμεναν στα οικοτροφεία της Εκκλησίας. Ηταν ένα ταξίδι επιβίωσης. Τραυματικό, αλλά και λυτρωτικό ταυτόχρονα. Πενήντα ένα χρόνια μετά, τα ασυνόδευτα της Κύπρου αφηγούνται την πρωτόγνωρη εμπειρία τους.

Φυγή από τη φρίκη
Στο κατάστρωμα του «Πάτρα» βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο δωδεκάχρονος Γιώργος Νικολάου με την αδερφή του Παναγιώτα από την Ομορφίτα – ένα προάστιο της Λευκωσίας, κατά το ήμισυ σήμερα κατεχόμενο. Αλλά και ο Μιχάλης Μιχαήλ, εννέα ετών, επίσης με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερο αδερφό του, Πέτρο. Το σπίτι τους ήταν στον Γερόλακκο, εκεί όπου στις 15 Αυγούστου η ΕΛΔΥΚ έπεσε σε μια από τις πιο ηρωικές μάχες στην Ιστορία του ελληνικού στρατού.
Ρωτήσαμε τον Μιχάλη Μιχαήλ αν θυμάται τι ένιωθε λίγο πριν επιβιβαστεί στο πλοίο και αφήσει πίσω την οικογένειά του. «Ημουν τρομαγμένος από όσα προηγήθηκαν, το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Από τον δωδεκάωρο βομβαρδισμό του χωριού μας, την άρον άρον φυγή μας. Ο αποχωρισμός ήταν δύσκολος. Φόβος και ανησυχία μάς είχαν καταλάβει. Ομως έπρεπε να φύγουμε», μας λέει.
Σαν δεύτεροι γονείς μας – «Οι άνθρωποι αυτοί μας αγάπησαν σαν παιδιά τους κι εμείς τους αγαπήσαμε σαν δεύτερους γονείς. Και όντως, ποτέ δεν έκαναν διάκριση μεταξύ του δικού τους παιδιού μ’ εμάς», εξηγεί ο Μιχάλης Μιχαήλ για τους δικούς του «θείους», την οικογένεια που τον υποδέχθηκε στην Ελλάδα.
Ο Γιώργος Νικολάου θυμάται τους δεκάδες πρόσφυγες που φιλοξένησε στο σπίτι του ο παππούς του, κοινοτάρχης της Ομορφίτας. Τα πρόσωπά τους ήταν χαραγμένα από την αγωνία και τον φόβο. Ηταν τότε πολύ μικρός για να αντιληφθεί ότι θα ακολουθούσε μια παρόμοια διαδρομή. «Ο πατέρας μου μας ρώτησε αν θέλουμε να πάμε στην Ελλάδα. “Ολοι;”, απόρησα.
“Οχι, μόνο εσύ και η Παναγιώτα”, αποκρίθηκε. Απάντησα αμέσως “ναι” και ένιωσα χαρά που θα είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω με πλοίο. Η αδερφή μου είπε “δεν θέλω να πάω”. Ηταν όμως οριστικό. Οταν φτάσαμε στη Λεμεσό η χαρά άρχισε να αναμειγνύεται με φόβο και ανασφάλειες. Στη σκάλα του καραβιού κατάλαβα πως όχι μόνο θα είμαι μόνος, αλλά θα έχω και την ευθύνη της αδερφής μου», εκμυστηρεύεται ο κ. Νικολάου.
«Τα παιδιά του πολέμου του 1974 κατακλύστηκαν από αλλεπάλληλα στρεσογόνα γεγονότα: εισβολή, βίαιος ξεριζωμός, πανικός, πολεμικές συρράξεις, τραυματισμοί, διωγμοί, εκτοπισμός», λέει στην «Κ» η Αντρεα Εμμανουήλ, ψυχολόγος, εξειδικευμένη στα παιδιά και στους εφήβους και υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τι οδηγούσε όμως έναν γονέα να στείλει το παιδί του μακριά, έστω κι αν η χώρα υποδοχής ήταν η «αδερφή» Ελλάδα;
«Η επιβίωση προηγούνταν κάθε άλλης ανάγκης. Τα παιδιά αυτά βίωσαν τον αποχωρισμό από τους γονείς τους αδιαμαρτύρητα, ως μια βίαιη – ακούσια απομάκρυνση, η οποία διαδραματίστηκε σε συνθήκες πανικού, όπου οι αποφάσεις έπρεπε να παρθούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ενα ταξίδι χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Αδιανόητες σκηνές τραυμάτων για τον ψυχισμό των παιδιών», απαντάει η κ. Εμμανουήλ.
Η δύσκολη αναδρομή
Υπό την απειλή μιας τρίτης εισβολής, μετρώντας πάνω από 4.000 νεκρούς και 2.000 αγνοούμενους, η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έπρεπε να διαχειριστεί τους 170.000 πρόσφυγες – μια κοινωνία στα όρια της αποσάθρωσης. Δεκάδες δημόσια κτίρια –μεταξύ των οποίων και σχολεία– είχαν καταληφθεί για στέγαση, ενώ χιλιάδες ήταν αυτοί που έμεναν ακόμη σε σκηνές. Οσο περνούσαν οι εβδομάδες όλο και περισσότερες οικογένειες αναζητούσαν τρόπο να φύγουν τα παιδιά τους για την Ελλάδα.
Η Νιόβη Κερκίδου έφθασε στον Πειραιά με τη δεύτερη αποστολή στις αρχές Οκτωβρίου. Ηταν οκτώ ετών και στα αυτιά της ηχούσε ακόμη ο θόρυβος των τουρκικών βομβαρδιστικών πάνω από το σπίτι της στη Μόρφου. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στο οικοτροφείο ήθελε να γυρίσει στην Κύπρο. Περιγράφει στην «Κ» την εμπειρία της ως «οδυνηρή»: «Αυτά τα βιώματα επηρέασαν τον συναισθηματικό μου κόσμο στην ηλικία των οκτώ ετών και με οδήγησαν σε μία
ψυχοφθόρα κατάσταση», αφηγείται.
Για πολλά χρόνια η κ. Κερκίδου δεν ήθελε να θυμάται. Αρκετό καιρό μετά, όταν πια ήταν και η ίδια μητέρα, αποφάσισε να αποτυπώσει όσα έζησε, αλλά και να συλλέξει μαρτυρίες δεκάδων άλλων παιδιών του 1974, συμβάλλοντας στη δημόσια Ιστορία του Κυπριακού. Ο τίτλος του βιβλίου της είναι «Ευχαριστώ». Ηταν μια διαδικασία κάθαρσης.
«Οταν άρχισα τη συγγραφή ήταν πλέον διάφανο αυτό που μου προσφέρθηκε. Είχα αναγνωρίσει και εκτιμήσει την αγάπη, την καλοσύνη και τη δοτικότητα όσων με περιέβαλαν στο ορφανοτροφείο της Αγίας Φιλοθέης. Το “ευχαριστώ” απευθύνεται στους ανθρώπους της Ελλάδας για την αγάπη, την αλληλεγγύη και την προσφορά τους προς τον δεινοπαθούντα κυπριακό λαό». «Η αναδρομή στο παρελθόν, όπως και η φροντίδα του τραύματος, απαιτεί να το δούμε, να το αγγίξουμε, να το καθαρίσουμε ακόμη κι αν πονάει. Μόνο έτσι μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία της θεραπείας», επισημαίνει η κ. Εμμανουήλ.
Η Νιόβη Κερκίδου ήταν από τα παιδιά που δεν φιλοξενήθηκαν σε σπίτι. Ούτε ο Γιώργος Νικολάου ήθελε να φύγει από το οικοτροφείο και η διαδικασία επιλογής των ασυνόδευτων από τις οικογένειες του Πύργου τού θύμιζε ένα ιδιότυπο «παιδομάζωμα». «Το ένιωσα έτσι διότι έβλεπα ανθρώπους άγνωστους να έρχονται μέσα στην αίθουσα και να παίρνουν παιδιά και να χάνονται. Είχα υποσχεθεί στην αδερφή μου να την προσέχω και ήθελα να είμαι μαζί της. Την πρώτη μέρα δεν δέχτηκα να πάω σε οικογένεια».
Οταν κατάλαβε ότι ούτως ή άλλως τα κορίτσια θα μεταφέρονταν σε άλλο χώρο, πείσθηκε να φύγει. Το έκανε με πόνο και κλάμα. Σήμερα χαρακτηρίζει τους «θείους», όπως τους αποκαλεί, και τα παιδιά τους, οικογένειά του. «Από αυτούς τους ανθρώπους πήρα πάρα πολλά. Τους θεωρώ γονείς μου και αδέρφια μου».
«Οι άνθρωποι αυτοί απέδειξαν ότι εκείνο που έκαναν τότε το ένιωθαν πραγματικά. Μας αγάπησαν σαν παιδιά τους κι εμείς τους αγαπήσαμε σαν δεύτερους γονείς. Και όντως, ποτέ δεν έκαναν διάκριση μεταξύ του δικού τους παιδιού μ’ εμάς», προσθέτει ο κ. Μιχαήλ για τους δικούς του «θείους». Αμφότεροι νιώθουν σήμερα τρυφερότητα και ευγνωμοσύνη.
Η απώλεια
Eνα πρωί του Δεκεμβρίου 1974 ο Γιώργος Νικολάου δεν πήγε σχολείο. Οι «θείοι» τον ενημέρωσαν ότι ο πατέρας του βρισκόταν στην Ελλάδα και θα πήγαιναν όλοι μαζί να τον συναντήσουν στο Πελόπιο Ηλείας. Εκεί έμαθε το νέο που έκτοτε θα του σημάδευε τη ζωή: η Παναγιώτα ήταν νεκρή. Πέθανε, σε ηλικία 11 ετών, από παθολογικά αίτια στο οικοτροφείο. Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκαν η κηδεία και η ταφή της σε ένα γυναικείο μοναστήρι της περιοχής.
Τραγωδία χωρίς τέλος – Ο Γιώργος Νικολάου χωρίστηκε από την αδερφή του στο οικοτροφείο στην Ηλεία. Εκείνος κατέληξε σε μια οικογένεια. Λίγες ημέρες αργότερα πληροφορήθηκε τον θάνατό της. «Για πάρα πολλά χρόνια ένιωθα ενοχές γιατί δεν μπόρεσα να την προστατεύσω όπως της υποσχέθηκα».
«Για πάρα πολλά χρόνια ένιωθα πολλές ενοχές γιατί δεν μπόρεσα να την προστατεύσω όπως της υποσχέθηκα. Το είχα βάρος στη συνείδησή μου. Oταν επέστρεψα στην Κύπρο δεν το συζητούσαμε τουλάχιστον για 15 χρόνια. Ούτε καν αναφέραμε για εκείνο τον χρόνο στην Ελλάδα», θυμάται ο κ. Νικολάου.
«Καθώς οι σχέσεις αδερφών είναι από τις μακροβιότερες, ο θάνατος σημαίνει και την απώλεια μέρους της ταυτότητας του επιζήσαντος αδερφού. Κάποιες απώλειες είναι αδύνατον να εννοηθούν», εκτιμά η κ. Εμμανουήλ και προσθέτει: «Στις οικογένειες πενθούντων παρατηρείται συχνά ένας “άγραφος νόμος” σιωπής, που απαγορεύει στα μέλη να μιλούν ανοιχτά για την απώλεια. Επιλέγουν συνειδητά να σιωπήσουν, αποφεύγοντας την επαφή με επώδυνα συναισθήματα και σκέψεις».
Η σιωπή έσπασε όταν ο Γιώργος Νικολάου επαναπάτρισε τα οστά της αδερφής του. «Οταν έμαθα ότι έγινε εκταφή των λειψάνων μίλησα με τη μητέρα μου. Μου είπε να κάνω ό,τι αισθάνομαι. Τελικά μπόρεσα και έφερα τα οστά και τα έθαψα μαζί με τον πατέρα μας. Ενα χρόνο μετά πέθανε και η μητέρα μου και έτσι τώρα αναπαύονται όλοι μαζί στον ίδιο τάφο. Πλέον νιώθω ότι εκπλήρωσα τουλάχιστον ένα μέρος της υπόσχεσής μου». Ο κ. Νικολάου έκανε 43 χρόνια να ταξιδέψει στην Ελλάδα. «Και γι’ αυτό το θέμα ένιωθα ενοχές και ντροπή. Η αδερφή μου βρήκε τον αριθμό του τηλεφώνου της Κατερίνας, της κόρης του Γεωργίου Ζαβού που με είχαν στο σπίτι τους. Πήγα και τους είδα. Παρά τα χρόνια που πέρασαν θα τους αναγνώριζα μέσα σε χιλιάδες άλλους ανθρώπους».
Επιστροφή σε ξένο τόπο
Τα ασυνόδευτα της Κύπρου επέστρεψαν στο νησί τον χειμώνα του 1975. Ομως, δεν είδαν ποτέ ξανά τα σπίτια τους, τα οποία ήταν πλέον υπό τουρκική κατοχή. Η σύνδεση με τον τόπο τους είχε χαθεί για πάντα. «Μας έκοψαν τη ζωή στα τέσσερα. Είχαμε τη ζωή μας και τους φίλους μας στον Γερόλακκο, ξαφνικά τα χάσαμε όλα. Ξεκινήσαμε από την αρχή στο χωριό που βρεθήκαμε ως πρόσφυγες, κόπηκε κι αυτό. Ξαναρχίσαμε στην Ελλάδα, διακόπηκε κι αυτό. Μετά ξανά από την αρχή στο νέο χωριό, όταν επιστρέψαμε. Η έννοια του πρόσφυγα είναι παντού η ίδια. Ενα φτερό στον άνεμο χωρίς ρίζες, χωρίς ταυτότητα και σημείο αναφοράς», λέει ο κ. Μιχαήλ.
«Η επιστροφή σε έναν γνωστό αλλά τελικά άγνωστο τόπο συνετέλεσε στην παράταση της τραυματικής εμπειρίας, καθώς μια ακόμη αναγκαστική προσαρμογή ήρθε να προστεθεί σωρευτικά στις δυσκολίες που είχαν παρέλθει. Η δημιουργία εδάφους επούλωσης του τραύματος ήταν ανέφικτη», λέει η κ. Εμμανουήλ, προερχόμενη και η ίδια από οικογένεια προσφύγων της Κερύνειας.

