Ο Πετράρχης γεννήθηκε στο Αρέτσο της Ιταλίας. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στη συνεχώς αυξανόμενη μεσαία τάξη της Φλωρεντίας και φίλος του Δάντη. Ωστόσο, εξαιτίας των πολιτικών αλλαγών, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη και να ενταχθεί στο παπικό επιτελείο στην Αβινιόν. Εκεί εξασφάλισε ότι οι γιοι του θα ακολουθούσαν τα βήματά του. Ο νεαρός Πετράρχης δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση, καθώς προτιμούσε να περνά τον χρόνο του διαβάζοντας τα σημαντικά έργα των αρχαίων Ρωμαίων –κυρίως του Αγίου Αυγουστίνου–, ωστόσο ως αφοσιωμένος καθολικός τελικά υπάκουσε στις επιθυμίες του πατέρα του και ολοκλήρωσε τις σπουδές του τη διετία 1323-1324.
Την ίδια περίοδο η Καθολική Εκκλησία αντιμετώπιζε τα δικά της προβλήματα. Μεταξύ αυτών και την αυξανόμενη δύναμη των Φραγκισκανών, οι οποίοι είχαν οδηγήσει πολλούς να πιστέψουν ότι η Εκκλησία δεν έπρεπε να κατέχει κανένα περιουσιακό στοιχείο. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό.
Ο Πετράρχης αισθανόταν απογοητευμένος τόσο από την Εκκλησία όσο και –έως έναν βαθμό– από τους ανθρώπους συνολικά. Η πώληση συγχωροχαρτιών και η εξαπάτηση του απλού κόσμου ήταν κάτι που δεν μπορούσε να δεχτεί. Ως εκ τούτου, στράφηκε εκ νέου στους αρχαίους, τους οποίους θαύμαζε από νεαρή ηλικία.
Επιπλέον, η αποτυχία των Σταυροφοριών και η έλλειψη λογοτεχνικού έργου τον είχαν οδηγήσει στο να αντιμετωπίζει την περασμένη χιλιετία ως μια «σκοτεινή εποχή». Ετσι, έθεσε ως στόχο του να φέρει νέο φως στους ανθρώπους. Στο πλαίσιο αυτό, η άνοδός του στο όρος Βαντού της Προβηγκίας της Γαλλίας, στις 26 Απριλίου 1336, θεωρείται από αρκετούς ότι σηματοδοτεί ακριβώς την απαρχή του σύγχρονου ανθρωπιστικού κινήματος.
Στην πορεία του προς το όρος Βαντού ο Πετράρχης δεν ήταν μόνος. Τον ακολουθούσε μια ομάδα χωρικών. Βασική επιθυμία του ήταν να υπενθυμίσει τα μεγάλα επιτεύγματα των αρχαίων και να ξαναξυπνήσει το πνεύμα των ανθρώπων για δράση. Λέγεται, μάλιστα, ότι σταματούσε καθ’ οδόν για να διαβάσει αποσπάσματα από τις Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου κι έπειτα ενθάρρυνε όσους τον άκουγαν να διαβάζουν και να εξομολογούνται αναζητώντας πραγματική μετάνοια αντί να πληρώνουν συγχωροχάρτια.
Για την πορεία αυτή υπάρχει η σχετικά μακρά (περίπου έξι χιλιάδων λέξεων) επιστολή του ίδιου, γραμμένη στα λατινικά, η οποία περιέχει και παραθέματα από κλασικούς ποιητές. Ωστόσο, φαίνεται απίθανο να έχει γραφτεί πριν από το δείπνο που ακολούθησε μια ανάβαση και κατάβαση συνολικά δεκαοκτώ ωρών. Μάλιστα, από αρκετούς σύγχρονους μελετητές έχει αμφισβητηθεί ακόμα και το ίδιο το γεγονός της ανάβασης. Είναι πιθανόν, επομένως, η επιστολή να αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και να γράφτηκε αργότερα ή η ανάβαση στο όρος να αποτελεί απλά μια εικονική-αλληγορική αφήγηση της συγγραφής της ίδιας της επιστολής. Σε κάθε περίπτωση η επιστολή αποτελεί μια στροφή προς αυτό που ονομάζουμε «Αναγέννηση».
Μέσω των επιστολών του, όπως αυτή που αφορά την ανάβαση στο όρος Βαντού, ο Πετράρχης προώθησε τα γραπτά του Αγίου Αυγουστίνου αλλά και τις ηθικές συζητήσεις που είχαν φέρει στην επιφάνεια κλασικοί συγγραφείς όπως ο Κικέρων. Κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να γίνει διάσημος όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και στην Ιταλία, κερδίζοντας σημαντικές χορηγίες, τις οποίες χρησιμοποίησε για να ενθαρρύνει αυτό που θεωρούσε σημαντικό: την εκπαίδευση.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

