Ο Τζόρτζιο Γκάμπερ, ένας από τους πιο εμβληματικούς Ιταλούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, σε έναν πολύ γνωστό μονόλογό του το μακρινό 1991 με τίτλο «Qualcuno era comunista», έλεγε: «Κάποιος ήταν κομμουνιστής γιατί το σινεμά το απαιτούσε, το θέατρο το απαιτούσε, η λογοτεχνία το απαιτούσε… Γιατί ο Μπερλινγκουέρ ήταν ένας καλός άνθρωπος και ο Αντρεότι δεν ήταν καθόλου καλός άνθρωπος… Γιατί είχε γοητευθεί τόσο από τους εργάτες που ήθελε να είναι σαν αυτούς… Γιατί δεν άντεχε πια να είναι εργάτης…».
Πράγματι, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ ήταν ένας καλός λόγος για να είναι κανείς κομμουνιστής στην Ιταλία του 1960-1970. Μια ευγενής μορφή, με όχι ταπεινή κοινωνική καταγωγή, που όμως αφιέρωσε τον βίο του στην πολιτική μάχη υπέρ των πιο αδυνάτων. Υπήρξε γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) από το 1972 μέχρι τον θάνατό του, στις 11 Ιουνίου 1984, λίγες μέρες αφότου κατέρρευσε κατά τη διάρκεια προεκλογικής ομιλίας στην Πάδοβα. Το κύμα συμπάθειας που προκάλεσε ο χαμός του δημοφιλούς ηγέτη συνέβαλε ώστε στις ευρωεκλογές της 17ης Ιουνίου το PCI να πετύχει κάτι μοναδικό στην πολιτική ιστορία της γειτονικής μας χώρας: να ξεπεράσει σε εκλογές εθνικής εμβέλειας τη Χριστιανοδημοκρατία, που κυβερνούσε την Ιταλία αδιαλείπτως από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο, αυτή ήταν ίσως η τελευταία νίκη του κόμματος, που προσπάθησε να χαράξει έναν μοναδικό και κάπως παράδοξο δρόμο στην ευρωπαϊκή μεταπολεμική πολιτική: έναν «ιταλικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό», με δημοκρατία και ελευθερία, πέρα από το ανελεύθερο σοβιετικό μοντέλο, αλλά και περισσότερο κοινωνικά ριζοσπαστικό από τη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Το μονοπάτι ήταν αυτό που ονομάστηκε Ευρωκομμουνισμός και ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ ήταν από εκείνους που το περπάτησαν με συνέπεια μέχρι το τέλος και μέχρι τις ύστατες συνέπειές του.
Η μετεξέλιξη του κόμματος
Ο Μπερλινγκουέρ πήρε τη σκυτάλη ασφαλώς από τον Παλμίρο Τολιάτι, ο οποίος στις ιταλικές μεταπολεμικές συνθήκες εξέφρασε την ανάγκη το PCI να διαμορφώσει μια ταυτότητα που θα ερχόταν σε ρήξη με το λενινιστικό μοντέλο του κόμματος νέου τύπου. Μόνο έτσι θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να ηγεμονεύσει πολιτικά ένα κομμουνιστικό κόμμα σε μια ώριμη δυτικού τύπου φιλελεύθερη δημοκρατία και δη σε μία από τις ισχυρότερες χώρες του δυτικού μπλοκ. Και ο ίδιος ο Τολιάτι ακολουθούσε το δίδαγμα του δασκάλου όλων, του Αντόνιο Γκράμσι, που έγκλειστος στις φυλακές του μουσολινικού καθεστώτος στοχάστηκε τις πολιτικές προϋποθέσεις της ηγεμονίας του φασισμού και της ήττας του αριστερού κινήματος, γράφοντας εν τέλει ενάντια στον οικονομισμό και στις απλουστευτικές προσεγγίσεις του χυδαίου μαρξισμού· ήταν από αυτούς που μας έμαθαν ότι η ανθρώπινη κοινωνία είναι πολύ πιο σύνθετη από την υποτιθέμενη κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας και ότι κάθε πολιτικό πρόταγμα με τη φιλοδοξία της ηγεμονίας οφείλει να παρεμβαίνει τόσο στις οικονομικές σχέσεις όσο και στο πεδίο των ιδεών, των θεσμών, της κουλτούρας. Αλλά και να παίζει έναν ρόλο διαπαιδαγώγησης, ακόμη και ενάντια στην αυθόρμητη ροή των πραγμάτων.
Αυτή η μακρά κληρονομιά έφτασε στο απόγειό της με τον Μπερλινγκουέρ στο τιμόνι του PCI. Πέρασε όμως διά πυρός και σιδήρου, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στεφανωμένο με τις δάφνες της Αντίστασης στο εσωτερικό της Ιταλίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το PCI γίνεται ένα κόμμα που επιλέγει τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Καταφέρνει να ριζώσει στις τοπικές κοινωνίες, σε δήμους και κοινότητες της Ιταλίας, επιδεικνύοντας ένα διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης της κοινής ζωής. Και σταδιακά μετατρέπεται σε κόμμα εθνικό, βασικό παίκτη της ιταλικής πολιτικής ζωής – παρόλο που διαρκώς στηνόταν γύρω του μια υγειονομική ζώνη με σκοπό να αποτραπεί η διακυβέρνηση της χώρας από ένα κομμουνιστικό κόμμα. Γνωρίζει μάλιστα τη μεγάλη του δόξα την περίοδο που ονομάστηκε «τα χρόνια του μολυβιού», όταν η κοινωνική ένταση στην Ιταλία έφτασε στα πρωτόγνωρα ύψη ενός χαμηλής έντασης εμφυλίου, με έντονη τη δράση νεοφασιστικών δυνάμεων αλλά και αριστερής τρομοκρατίας.
Πολιτικό πρόγραμμα για διακυβέρνηση
Σε αυτό το θερμό κοινωνικό πλαίσιο, το PCI του Μπερλινγκουέρ θα γίνει ένα κόμμα αγώνα και κόμμα διακυβέρνησης. Ενα κομμουνιστικό κόμμα που εκφράζει το θερμό υλικό της κοινωνικής εξέγερσης του 1968, ενσωματώνοντας όλα τα ρεπερτόρια των νέων κοινωνικών κινημάτων και των μεταϋλιστικών αξιών: δικαιώματα, φεμινισμός, αντιπολεμικό κίνημα, οικολογία, ποιότητα ζωής στην πόλη, αντιαυταρχική εκπαίδευση. Αλλά και που ταυτόχρονα προκρίνει, όχι την επαναστατική ρήξη αλλά τη σταδιακή αλλαγή της σύνθετης ιταλικής κοινωνίας μέσα από αυτό που αποκαλούσε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – όχι όμως με τρόπο γραφειοκρατικό και κρατικιστικό, αλλά σε οργανική σύνδεση και συνοδοιπορία με τον οργανωμένο κόσμο της εργασίας και τα πανίσχυρα τότε συνδικάτα, προσεγγίζοντας εν προκειμένω μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου πολιτική.
Και ο ίδιος ο Μπερλινγκουέρ θα εκφράζει προνομιακά, με γοητευτική προσήνεια και με μια νηφάλια σιγουριά για τις ιδέες του, αυτή την περίτεχνη πολιτική σύνθεση που υπήρξε το ευρωκομμουνιστικό PCI. Το κόμμα που φιλοδόξησε να γίνει η «δημοκρατική εναλλακτική» και μια δύναμη καλής και χρηστής διακυβέρνησης ενάντια στο χριστιανοδημοκρατικό «malgoverno», αλλά και σε πείσμα των υπερ-ριζοσπαστικών τάσεων που διαπερνούσαν τότε την ιταλική –και όχι μόνο– κοινωνία και ώμνυον στις αυθόρμητες και σαρωτικές, υποτίθεται, εξεγέρσεις των μαζών. Με την ίδια ψυχραιμία και ιστορική αυτοπεποίθηση, το PCI θα εκφράσει τις πιο προωθημένες τάσεις εκσυγχρονισμού της Ιταλίας, όπως στο ζήτημα της νομιμοποίησης του διαζυγίου – έχοντας απέναντί του την Καθολική Εκκλησία και τη συντηρητική Χριστιανοδημοκρατία. Στο δημοψήφισμα του 1974 το PCI, κάνοντας μια φορτισμένη εκστρατεία πάνω στα θέματα της ελευθερίας της συνείδησης, των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, της αυτονομίας κράτους και Εκκλησίας και της ουδετεροθρησκείας, έβγαινε σαφώς κερδισμένο, όπως και η ιταλική κοινωνία εξάλλου.
Χάραξε ένα πολιτικό μονοπάτι με δημοκρατία και ελευθερία, πέρα από το ανελεύθερο σοβιετικό μοντέλο, αλλά και περισσότερο κοινωνικά ριζοσπαστικό από τη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Ιστορικός συμβιβασμός
Το 1973 ο Μπερλινγκουέρ θα παρουσιάσει τον ιστορικό συμβιβασμό σε τρία άρθρα του στη «Rinascita» με τίτλο «Σκέψεις πάνω στην Ιταλία μετά τα γεγονότα της Χιλής», μετά το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Σαλβαδόρ Αλιέντε και το πείραμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Εκεί ξεκαθαρίζει οριστικά πως το PCI αποδέχεται το γεγονός ότι η Ιταλία ανήκει στο δυτικό μπλοκ. Εντός αυτού, όμως, δεν επιδιώκει μια «κάθετη διαίρεση της χώρας», αλλά διεκδικεί έναν εθνικό, κοινοβουλευτικό δρόμο. Επιχειρεί δηλαδή να αποφύγει το πρόβλημα που δεν απέφυγε η Unidad Popular: να μην αποξενώσει, αλλά να προσελκύσει τη μεσαία τάξη και τα ενδιάμεσα στρώματα στον Νότο, τις γυναίκες και τις νεολαιίστικες μάζες, τις «δυνάμεις της επιστήμης, της τεχνικής, του εκπολιτισμού».
Και το 1975 ο Μπερλινγκουέρ μαζί με τον Ισπανό ομόλογό του Σαντιάγο Καρίγιο και τον Γάλλο Ζορζ Μαρσέ θα διακηρύξουν τις αρχές στις οποίες αποκρυσταλλώνεται το ρεύμα του Ευρωκομμουνισμού: βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές ενάντια στην αδυναμία του καπιταλισμού να εκφράσει τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, αλλά και ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, απόκρουση κάθε «κρατικής» ιδεολογίας, δημοκρατικός πλουραλισμός, συνδικαλιστική ανεξαρτησία, δημόσιος αλλά και ιδιωτικός δημοκρατικός σχεδιασμός στην οικονομία. Μαζί με τη δέσμευση στην οικοδόμηση μιας «δημοκρατικής, ειρηνικής και ανεξάρτητης Ευρώπης».
Το PCI κατέκτησε το πιο πολύτιμο πολιτικό αγαθό, την ευρύτατη κοινωνική νομιμοποίηση και αναγνώριση. Ωστόσο, ποτέ δεν κατάφερε να κατακτήσει και τη διακυβέρνηση της Ιταλίας. Κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συμβεί εάν στις 16 Μαρτίου 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δεν απήγαν τον Αλντο Μόρο. Συνέβη ό,τι συνέβη, όμως. Και η νίκη στις ευρωεκλογές του 1984 είχε εν τέλει περιορισμένη σημασία, καθώς το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και η προσπάθεια ανανέωσης του κομμουνισμού στις συνθήκες της Δυτικής Ευρώπης είχε πάρει την τελευταία της στροφή.
Πλούσια κληρονομιά
Μπορούμε όμως να συγκρατήσουμε άλλη μια πτυχή αυτής της πλούσιας κληρονομιάς. Οσο το PCI του Μπερλινγκουέρ αύξανε την απόσταση που το χώριζε από το σοβιετικό κέντρο και μέσα στη διαδοχή των επεισοδίων του σοβιετικού αυταρχικού επεκτατισμού (Ουγγαρία, Αφγανιστάν, Πολωνία κ.ά.), τόσο πλησίαζε στη διατύπωση ενός ανοιχτού ορίζοντα για μια πληθυντική ευρωπαϊκή Αριστερά και για μια ισχυρότερη, θεσμικά και πολιτικά, Ευρώπη.
Ο ίδιος ο Μπερλινγκουέρ γινόταν ο ισχυρός πομπός ενός ισχυρού μηνύματος: «Είμαστε κι εμείς ευρωπαϊστές». Το PCI, έχοντας εμπεδώσει το μη αναστρέψιμο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, επιχειρούσε να υπάρξει ως ηγεμονικός πολιτικός πόλος εντός της. Προσέγγιζε άλλες προοδευτικές δυνάμεις, του μεσογειακού σοσιαλισμού ή της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, με την πεποίθηση ότι μια ομοσπονδιακή Ευρώπη θα μπορούσε να γίνει το προνομιακό εργαστήρι ενός νέου μοντέλου διεθνούς συνεργασίας, σε ίση απόσταση από τους δύο παγκόσμιους πόλους της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης. Είναι παράδοξο πόσο επίκαιρη ηχεί αυτή η ιδέα, αν σκεφτεί κανείς τη σημερινή κατάσταση της Ευρώπης και την πολιτική της αμηχανία. Αλλά όπως έλεγε για εκείνον που την εξέφρασε ο τίτλος μιας ιταλικής κωμωδίας του 1977 με πρωταγωνιστή τον Ρομπέρτο Μπε-νίνι, «Berlinguer, ti voglio bene».
Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής, συγγραφέας.

