Τον Ιανουάριο του 1918, αν και πλησίαζε στο τέλος του, μαινόταν ακόμα ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σε αυτήν την πρωτόγνωρη σύγκρουση προστέθηκε μία ακόμη τοπική διαμάχη: ο φινλανδικός εμφύλιος πόλεμος.
Ακόμη και η ονομασία αυτής της σύγκρουσης παραμένει αμφισβητούμενη στη δημόσια συζήτηση: αναφέρεται ποικιλοτρόπως ως «ταξική σύγκρουση», «πόλεμος ανεξαρτησίας» ή απλώς «εμφύλιος πόλεμος». Η συζήτηση για την ονομασία του αντανακλά τις βαθιές ιδεολογικές και κοινωνικές διεργασίες που τροφοδότησαν αυτή τη σύντομη αλλά βίαιη αντιπαράθεση, η οποία διήρκεσε από τις 27 Ιανουαρίου μέχρι τις 15 Μαΐου 1918 και έμελλε να μεταβάλει την πορεία της Φινλανδίας ως νεοσύστατου ανεξάρτητου έθνους.
Η πορεία της Φινλανδίας προς τη σύγκρουση ήταν προϊόν βαθύτερων ταξικών εντάσεων και γεωπολιτικών αναταραχών. Ως Μεγάλο Δουκάτο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1809, η Φινλανδία είχε αναπτύξει σημαντική αυτονομία. Ωστόσο, η αυξανόμενη εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα έφεραν στο προσκήνιο έντονες ανισότητες. Η εργατική τάξη, η οποία συνωστιζόταν σε πόλεις-εργοστάσια όπως το Τάμπερε, αντιμετώπιζε θλιβερές συνθήκες διαβίωσης σε σύγκριση με την αστική ελίτ, η οποία ευημερούσε και ζούσε με άνεση.
Επιπλέον, η επιρροή της Ρωσίας φαινόταν να είναι μεγάλη. Η επανάσταση του 1905 πυροδότησε κύματα πολιτικού ακτιβισμού στη Φινλανδία, που οδήγησε στην καθιέρωση του δικαιώματος της καθολικής ψήφου το 1906. Ωστόσο, οι συστημικές ανισότητες εξακολουθούσαν να υφίστανται, καθώς ο πλούτος και η πολιτική εξουσία παρέμεναν συγκεντρωμένα στα χέρια της ελίτ. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιδείνωσε τις εντάσεις, με τις ελλείψεις τροφίμων και τις εργασιακές συγκρούσεις να κλονίζουν τη φινλανδική κοινωνία.
Οταν η Ρωσική Αυτοκρατορία διαλύθηκε μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917, η Φινλανδία άδραξε την ευκαιρία να κηρύξει την ανεξαρτησία της, στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Ωστόσο, αυτή η νεοαποκτηθείσα ελευθερία απλώς εμβάθυνε το πολιτικό χάσμα μεταξύ των συντηρητικών παρατάξεων της Φινλανδίας και του σοσιαλιστικού κινήματος, καθώς και οι δύο πλευρές ανταγωνίζονταν για την «επόμενη μέρα» της νεοσύστατης δημοκρατίας. Μία από τις εκφράσεις αυτού του ανταγωνισμού ήταν ο σχηματισμός αντίπαλων πολιτοφυλακών: των Λευκών Πολιτοφυλακών, οι οποίες εκπροσωπούσαν τις συντηρητικές και εθνικιστικές δυνάμεις, και των Ερυθροφρουρών, που συνδέονταν με τη σοσιαλιστική και εργατική πλευρά
Τον Ιανουάριο του 1918, η Φινλανδία βρισκόταν στα πρόθυρα ανοιχτής σύγκρουσης. Οι «Λευκοί», υποστηριζόμενοι από γερμανικά συμφέροντα που επιθυμούσαν να περιορίσουν την επιρροή των μπολσεβίκων στην περιοχή, επιδίωκαν να εδραιώσουν τον έλεγχό τους. Οι «Ερυθροί», εμπνεόμενοι από τους μπολσεβίκους και τη νίκη τους, και προσβλέποντας στη σοβιετική υποστήριξη, οραματίζονταν μια σοσιαλιστική επανάσταση.
Στις 27 Ιανουαρίου 1918, η φινλανδική Γερουσία, στην οποία κυριαρχούσαν συντηρητικοί «Λευκοί», ενέκρινε τη δημιουργία κρατικών στρατιωτικών δυνάμεων υπό τον στρατηγό Καρλ Γκούσταφ Εμιλ Μάνερχαϊμ. Το ίδιο βράδυ, οι Ερυθροφρουροί κάλεσαν σε επανάσταση ανάβοντας κόκκινα φανάρια στην κορυφή του Εργατικού Μεγάρου του Ελσίνκι. Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση ήρθε την επομένη, καθώς οι «Ερυθροί» εισέβαλαν στη φινλανδική Γερουσία στο Ελσίνκι, επιδιώκοντας να αποκτήσουν τον έλεγχο της κυβέρνησης.
Ο φινλανδικός εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν απλώς μια εσωτερική σύγκρουση. Εγινε ένα νέο θέατρο στη γεωπολιτική αναμέτρηση μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Οι μπολσεβίκοι παρείχαν περιορισμένη υλική υποστήριξη στους «Ερυθρούς», καθώς ήταν απασχολημένοι με την εδραίωση της δικής τους επανάστασης. Η Γερμανία, εν τω μεταξύ, προμήθευε όπλα και στρατεύματα τους «Λευκούς», με στόχο τη δημιουργία μιας σφαίρας επιρροής στη Φινλανδία.
Ο πόλεμος έμελλε να διαρκέσει μόνο λίγους μήνες καθώς ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1918 με νίκη των «Λευκών». Ωστόσο, το κόστος ήταν συγκλονιστικό: πάνω από 36.000 άνθρωποι –στρατιώτες και άμαχοι– έχασαν τη ζωή τους, ενώ το έθνος διχάστηκε.
Μετά τον πόλεμο, η επιρροή της Γερμανίας στη Φινλανδία ενισχύθηκε. Η συντηρητική λευκή ηγεσία επιδίωξε στενότερους δεσμούς με τη Γερμανία, με αποκορύφωμα την τοποθέτηση ενός Γερμανού πρίγκιπα, του Φρίντριχ Καρλ της Εσσης, ως βασιλιά της Φινλανδίας. Ωστόσο, η ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Νοέμβριο του 1918, κατέστησε τα σχέδια αυτά ουτοπικά, αφήνοντας τη Φινλανδία να χαράξει την πορεία της ως δημοκρατία.
Παρότι εδραιώθηκε η ανεξαρτησία της Φινλανδίας, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου οι «Λευκοί» προχώρησαν σε σκληρά αντίποινα εναντίον των Ερυθρών – συμπεριλαμβανομένων μαζικών φυλακίσεων, εκτελέσεων και στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας. Οι υποστηρικτές της Αριστεράς αντιμετώπισαν εκτεταμένο κοινωνικό εξοστρακισμό, με αποτέλεσμα το βάθαιμα του χάσματος μεταξύ της εργατικής τάξης και της συντηρητικής ελίτ. Αυτός ο διχασμός διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και του 1930, επηρεάζοντας την πολιτική και την κοινωνία της Φινλανδίας.
Ωστόσο, το πέρασμα του χρόνου και η εδραίωση του κράτους πρόνοιας της Φινλανδίας βοήθησαν σταδιακά στη γεφύρωση αυτών των διαχωρισμών. Η ενσωμάτωση των σοσιαλιστικών κομμάτων στη δημοκρατική διαδικασία προώθησε τη συμφιλίωση, αν και η μνήμη του πολέμου παρέμεινε στην εθνική συνείδηση για δεκαετίες.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

