Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, στην επαρχία Μπαΐα της Βραζιλίας εκδηλώθηκαν πολλές εξεγέρσεις σκλάβων. Μεταξύ αυτών, η πιο σημαντική στην ιστορία της Βραζιλίας ήταν η Εξέγερση των Malê, μια θρησκευτική και φυλετική εξέγερση εναντίον της δουλείας και του κυρίαρχου ρόλου της καθολικής θρησκείας, στην οποία επικεφαλής ήταν οι Αφρικανοί μουσουλμάνοι.
Το Σαλβαδόρ, η πρωτεύουσα της Μπαΐα, ήταν η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στη Βραζιλία από τον Πορτογάλο ευγενή Τομέ ντι Σόουζα το 1548. Το 1835 αριθμούσε 65.000 κατοίκους, από τους οποίους το 40% ήταν σκλάβοι ή απελευθερωμένοι. Ο αφρικανικής καταγωγής πληθυσμός χαρακτηριζόταν από ποικιλομορφία ως προς τον πολιτισμό και την καταγωγή, συμπεριελάμβανε δε άτομα ισλαμικού θρησκεύματος. Οι εν λόγω μουσουλμάνοι, οι imalê, ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν αραβικά· επιπλέον, πολλοί από αυτούς ήταν επιδέξιοι τεχνίτες, όπως υποδηματοποιοί, σιδηρουργοί ή και ξυλουργοί. Στο αποικιακό περιβάλλον της Βραζιλίας, αυτές οι ικανότητες τους έκαναν να ξεχωρίζουν και να έχουν συγκεκριμένα προνόμια. Μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη με ελευθερία (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έπεφταν θύματα ρατσισμού και βίας), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, εξοικονομώντας μικρά ποσά, κατάφερναν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους.
Δεν αρκέστηκαν όμως σε αυτά. Πραγματοποιούσαν συναντήσεις για την προετοιμασία εξέγερσης και συγκέντρωναν χρήματα για αγορά όπλων. Ορισμένοι μελετητές, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι οι Malê, όπως έμειναν τελικά γνωστοί, σκόπευαν να ιδρύσουν ένα ισλαμικό έθνος και να υποδουλώσουν όλους τους μη μουσουλμάνους ανεξαρτήτως χρώματος. Δεν είχαν, ωστόσο, απήχηση στο σύνολο του αφρικανικής καταγωγής πληθυσμού της Μπαΐα. Υπέρ τους τάχθηκε μόνο ένα μικρό τμήμα το οποίο ασκούσε παραδοσιακές αφρικανικές θρησκείες.
Η εξέγερση ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει την ημέρα του φεστιβάλ της «Νύχτας της Δόξας», οπότε τιμάται η αποκάλυψη του Κορανίου στον Μωάμεθ, στο τέλος του Ραμαζανιού. Τελικά, όμως οι ηγέτες της εξέγερσης προδόθηκαν και τη νύχτα της 24ης Ιανουαρίου έπεσαν σε ενέδρα των στρατιωτικών δυνάμεων. Αμέσως απάντησαν με πυρά. Εξακόσιοι εξεγερμένοι βγήκαν στους δρόμους του Σαλβαδόρ και επιτέθηκαν στους στρατώνες που έλεγχαν την πόλη. Ωστόσο, εξαιτίας του κατώτερου οπλισμού τους και του αριθμητικά υπέρτερου πεζικού με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι, σφαγιάστηκαν από την Εθνική Φρουρά, την Αστυνομία αλλά και πολλούς λευκούς άνδρες που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους για την καταστολή της εξέγερσης.
Στον απόηχό της, 200 σκλάβοι οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, όπου τους επιβλήθηκαν διάφορες ποινές: φυλάκιση με εργασία, μαστίγωμα, θάνατος και απέλαση στην Αφρική. Ολοι βασανίστηκαν άγρια, μερικοί ακόμη και μέχρι θανάτου. Περισσότεροι από 500 μουσουλμάνοι Αφρικανοί εκδιώχθηκαν από τη Βραζιλία, ενώ πολλοί ύποπτοι απελάθηκαν χωρίς να υπάρχουν οριστικά στοιχεία για τη συμμετοχή τους στην εξέγερση.
Παρά τις εξελίξεις αυτές, η εξέγερση είχε τεράστιες επιπτώσεις στη χώρα. Η ανασφάλεια και ο πανικός είχαν καταλάβει την άρχουσα ελίτ της Μπαΐα και σύντομα εξαπλώθηκαν και σε άλλες περιοχές της χώρας. Με την πάροδο του χρόνου, η εξέγερση κατέλαβε σημαντική θέση στον Τύπο, με πολλά πρωτοσέλιδα εφημερίδων να είναι αφιερωμένα σε αυτήν και στις συνέπειές της, με αποτέλεσμα να πυροδοτηθούν και άλλες συγκρούσεις σε άλλες περιοχές της Βραζιλίας.
Μέχρι και σήμερα η ανάμνησή της παραμένει ζωντανή, με το μουσικό και πολιτιστικό συγκρότημα Malê Debalê να ενσαρκώνει την κληρονομιά της, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του καρναβαλιού, όπου τα μέλη του παρελαύνουν στους δρόμους του Σαλβαδόρ με διαφορετικό κάθε φορά μήνυμα: κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

