Μια κρύα μέρα του Ιανουαρίου του 1935, οι κάτοικοι του Σάαρ σχημάτιζαν ουρές έξω από τα εκλογικά κέντρα, καθώς ετοιμάζονταν να ψηφίσουν για την τύχη της πατρίδας τους. Αυτή η μικρή, πλούσια σε άνθρακα περιοχή στα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είχε γίνει το επίκεντρο της διεθνούς προσοχής – ένα σημείο ανάφλεξης σε μια Ευρώπη που εξακολουθούσε να είναι σημαδεμένη από τον Μεγάλο Πόλεμο και να βρίσκεται στο χείλος μιας ακόμη μεγαλύτερης καταστροφής. Το δημοψήφισμα ήταν απλό στη θεωρία: θα έπρεπε το Σάαρ να παραμείνει υπό τη διοίκηση της Κοινωνίας των Εθνών, να ενωθεί με τη Γαλλία ή να επανενωθεί με τη Γερμανία; Για τους 800.000 κατοίκους της περιοχής, η απόφαση είχε βαθιές συνέπειες, όχι μόνο για την ικανότητά τους να κερδίζουν τα προς το ζην, αλλά και για την ταυτότητα και το μέλλον τους σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο.
Το πολιτικό αδιέξοδο του Σάαρ ήταν συνέπεια της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία είχε αφαιρέσει από τη Γερμανία αυτή την περιοχή το 1919. Υπό τη διοίκηση της Κοινωνίας των Εθνών για διάστημα 15 χρόνων, τα ανθρακωρυχεία της παραχωρήθηκαν στη Γαλλία ως μερική αποζημίωση. Για τους κατοίκους του Σάαρλαντ, η ρύθμιση αυτή αποτελούσε μια συνεχή υπενθύμιση των ταπεινώσεων που είχε υποστεί η Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς πλησίαζε το δημοψήφισμα, η περιοχή έγινε ένας μικρόκοσμος των εντάσεων που κυοφορούνταν σε ολόκληρη την Ευρώπη, με τους κατοίκους της να διχάζονται μεταξύ ανταγωνιστικών δυνάμεων, υπό τη σκιά της ανερχόμενης ναζιστικής Γερμανίας.
Οι μήνες που προηγήθηκαν της ψηφοφορίας σημαδεύτηκαν από έναν έντονο πόλεμο προπαγάνδας. Οι Ναζί, ενθαρρυμένοι από την εδραίωση της εξουσίας τους στη Γερμανία, οργάνωσαν μια αδυσώπητη εκστρατεία για να πείσουν τους κατοίκους του Σάαρλαντ να ψηφίσουν υπέρ της επανένωσης. Οι αφίσες εμφανίζονταν σε όλους τους τοίχους των χωριών, οι συγκεντρώσεις γέμιζαν τις πλατείες και οι εφημερίδες έπλεκαν το εγκώμιο της «πατρίδας». Το μήνυμα ήταν σαφές: η ψήφος για την επιστροφή στη Γερμανία ήταν ψήφος για την ανάκτηση της υπερηφάνειας, της ενότητας και της κυριαρχίας. Στο παρασκήνιο, ωστόσο, χρησιμοποιούνταν και πιο καταναγκαστικές μέθοδοι. Ο εκφοβισμός και η παρακολούθηση εξασφάλιζαν ότι οι φωνές των αντιφρονούντων δεν θα ακούγονταν.
Εν τω μεταξύ, οι Γάλλοι και οι υποστηρικτές της Κοινωνίας των Εθνών έκαναν δυναμική εκστρατεία για να αντιμετωπίσουν το ναζιστικό αφήγημα. Επισήμαναν τις καταπιεστικές πολιτικές του Ράιχ και προειδοποιούσαν για τους κινδύνους της συμμαχίας με ένα καθεστώς που είχε ήδη δείξει την προθυμία του να καταστείλει οποιαδήποτε διαφωνία. Οι προσπάθειές τους, ωστόσο, συχνά πνίγονταν από τη θέρμη του γερμανικού εθνικισμού και τη βαθιά ριζωμένη επιθυμία πολλών κατοίκων του Σάαρλαντ να επιστρέψουν σε αυτό που θεωρούσαν πολιτιστική και ιστορική πατρίδα τους.
Στις 13 Ιανουαρίου 1935, πάνω από το 90% των ψηφοφόρων επέλεξαν την επανένωση με τη Γερμανία. Το αποτέλεσμα ήταν ταυτόχρονα θρίαμβος και τραγωδία. Για το ναζιστικό καθεστώς, ήταν ένα προπαγανδιστικό όπλο τεράστιας ισχύος. Η συντριπτική υποστήριξη προσέδωσε νομιμοποίηση στους ισχυρισμούς του Χίτλερ για έναν ενωμένο γερμανικό λαό και ενθάρρυνε τις επεκτατικές φιλοδοξίες του. Για τους κατοίκους του Σάαρλαντ, η ψηφοφορία ήταν πιο περίπλοκη. Πολλοί γιόρτασαν την επιστροφή στη Γερμανία ως αποκατάσταση της ταυτότητας και της αυτονομίας. Ωστόσο, άλλοι, επιφυλακτικοί απέναντι στη ναζιστική κυριαρχία, ψήφισαν διστακτικά, καθοδηγούμενοι από την αίσθηση του αναπόφευκτου και τη λαχτάρα για σταθερότητα.
Στις 13 Ιανουαρίου 1935, πάνω από το 90% των ψηφοφόρων επέλεξαν την επανένωση με τη Γερμανία. Το αποτέλεσμα ήταν ταυτόχρονα θρίαμβος και τραγωδία
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε το δημοψήφισμα με ένα περίεργο μείγμα ανακούφισης και ανησυχίας. Η Κοινωνία των Εθνών, θέλοντας να αποφύγει την αντιπαράθεση, κήρυξε τη διαδικασία επιτυχή και γρήγορα μεταβίβασε τον έλεγχο του Σάαρ στη Γερμανία. Ωστόσο, η ψηφοφορία υπογράμμισε το πόσο εύθραυστη ήταν η μεταπολεμική τάξη και πόσο επικίνδυνη ήταν γοητεία της εθνικιστικής ρητορικής. Σηματοδότησε ένα από τα πρώτα σημαντικά βήματα στην πορεία του Χίτλερ προς την εδαφική επέκταση, δημιουργώντας ένα προηγούμενο για την προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας (Anschluss) το 1938.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

