Οταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν εξελέγη πρόεδρος το 1980, ήταν πεπεισμένος ότι η Σοβιετική Ενωση ήταν γίγαντας με πήλινα πόδια: στρατιωτικά ισχυρή αλλά οικονομικά αδύναμη. «Η Δύση δεν θα περιορίσει τον κομμουνισμό, θα υπερβεί τον κομμουνισμό», δήλωσε τον Μάιο 1981, προσθέτοντας ότι «θα τον απορρίψει ως ένα περίεργο κεφάλαιο στην ανθρώπινη ιστορία οι τελευταίες σελίδες του οποίου γράφονται τώρα». Προκειμένου να επιταχύνει το τέλος του κομμουνισμού, ο Ρέιγκαν υιοθέτησε μια υψηλή στρατηγική που πίεσε τη Σοβιετική Ενωση με πολλαπλούς τρόπους.
Η στρατιωτική στρατηγική διαμορφώθηκε σε μια άκρως απόρρητη «αμυντική οδηγία» του Πενταγώνου στις αρχές του 1981. Οι σκοποί συμπεριλάμβαναν την ενθάρρυνση «μακροπρόθεσμων πολιτικών και στρατιωτικών αλλαγών εντός της σοβιετικής αυτοκρατορίας που θα προωθήσουν τη δημιουργία μιας πιο ασφαλούς και ειρηνικής παγκόσμιας τάξης». Η οδηγία επισήμανε «πολιτικές και οικονομικές αδυναμίες στη Σοβιετική Ενωση και στο σύμφωνο της Βαρσοβίας», συμπεριλαμβανόμενου ενός αμυντικού προϋπολογισμού που αποτελούσε «μεγάλο, αμείωτο ή ακόμη και αυξανόμενο βάρος για τη σοβιετική οικονομία».
Πρότεινε κινήσεις «που να εκμεταλλευθούν και να αναδείξουν τα διαρκή πλεονεκτήματα της Δύσης στο να αναπτύξει διάφορα συστήματα που είναι δύσκολο για τους Σοβιετικούς να αντιμετωπίσουν, να επιβάλει δυσανάλογο κόστος, να ανοίξει νέες περιοχές μείζονος στρατιωτικού ανταγωνισμού και να καταστήσει απαρχαιωμένες τις προγενέστερες σοβιετικές επενδύσεις ή να αναπτύξει εξελιγμένες επιλογές παραπλάνησης για να πετύχει αυτόν τον σκοπό». Εν ολίγοις, πρότεινε μια κούρσα εξοπλισμών τόσο εντατική, ώστε να γονατίσει τη Σοβιετική Ενωση οικονομικά.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ρίτσαρντ Πάιπς, που υπηρετούσε στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας στον Λευκό Οίκο, συνέταξε μυστικό έγγραφο το 1982 στο οποίο πρότεινε «την ανάγκη να ενισχύσουμε και να διατηρήσουμε μια διαδικασία αλλαγής εντός της ίδιας της ΕΣΣΔ, που θα μειώσει τη σοβιετική απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των συμμάχων μας».
Επιπλέον, «προσδιορίζοντας την προώθηση της εξελικτικής αλλαγής εντός της ίδιας της Σοβιετικής Ενωσης ως αντικειμενικό σκοπό της αμερικανικής πολιτικής, οι Ηνωμένες Πολιτείες περνούν στη μακροπρόθεσμη επίθεση. Αυτή η προσέγγιση επομένως διαφέρει από την ουσιαστικά αντιδραστική και αμυντική στρατηγική της ανάσχεσης, που παραχωρεί την πρωτοβουλία στη Σοβιετική Ενωση και στους συμμάχους και εκπροσώπους της».

Διπλασιασμός αμυντικών δαπανών
Πρέπει να τονισθεί ότι ο Ρέιγκαν δεν ανέμενε ή ούτε καν θεωρούσε εφικτή την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Απέβλεπε στο να την πιέσει από θέση ισχύος για να επιφέρει την εξέλιξή της σε μια λιγότερο επαναστατική και πιο φυσιολογική δύναμη.
Ο Ρέιγκαν αύξησε τις αμυντικές δαπάνες τόσο πολύ, που το 1985 ήταν σχεδόν διπλάσιες από ό,τι το 1980. Για να αντισταθμίσει τη σοβιετική συμβατική υπεροχή σε χερσαίες δυνάμεις στην Ευρώπη, ο αμερικανικός στρατός υιοθέτησε την έννοια της «μάχης εδάφους-αέρος», σύμφωνα με την οποία οι χερσαίες δυνάμεις υποστηρίζονταν στενά από εναέριες ικανότητες βομβαρδισμών ακρίβειας, που δεν είχαν οι σοβιετικές αεροπορικές δυνάμεις. Το μέγεθος του αμερικανικού ναυτικού έφτασε στα 600 σκάφη, που ήταν σε θέση να προστατέψουν το θαλάσσιο εμπόριο και να υπερασπίσουν τα δυτικά συμφέροντα σχεδόν σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Οσον αφορά τους σοβιετικούς πυρηνικούς πυραύλους ενδιάμεσου βεληνεκούς SS-20, που είχαν αναπτυχθεί στην Ανατολική Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Ρέιγκαν πρότεινε τη «μηδενική επιλογή»: εφόσον οι Σοβιετικοί τούς απέσυραν, οι ΗΠΑ θα σταματούσαν την ανάπτυξη των δικών τους αντισταθμιστικών πυρηνικών πυραύλων ενδιάμεσου βεληνεκούς Πέρσινγκ ΙΙ και Κρουζ στην Ευρώπη (οι Σοβιετικοί απέρριψαν την πρόταση στις αρχές της δεκαετίας του 1980).

Το πιο φιλόδοξο βήμα του Ρέιγκαν στον τομέα των στρατηγικών εξοπλισμών ήταν η πρωτοβουλία της στρατηγικής άμυνας (SDI: Strategic Defense Initiative) για την ανάπτυξη ενός συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας, που ανήγγειλε το 1983. Το SDI αμφισβητήθηκε εξαρχής από την αμερικανική επιστημονική κοινότητα, η πλειονότητα της οποίας θεωρούσε –και συνεχίζει να θεωρεί– ανέφικτη την πλήρη αντιπυραυλική κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών από μαζικό πυρηνικό πλήγμα. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Ρέιγκαν, Ρόμπερτ Μακφάρλεϊν, θεωρούσε το SDI ως διαπραγματευτικό χαρτί, την απόσυρση του οποίου θα αντάλλασσαν οι ΗΠΑ με παραχωρήσεις της Σοβιετικής Ενωσης όσον αφορά το δικό της επιθετικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Ο Ρέιγκαν, ωστόσο, γοητεύθηκε από την ιδέα ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να βρουν τρόπο να ξεφύγουν από την απειλή της πυρηνικής καταστροφής. Εχοντας υπέρμετρη πίστη στην τεχνολογική ικανότητα των ΗΠΑ να ξεπερνούν φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια, υιοθέτησε το SDI στα σοβαρά και αρνήθηκε να το ανταλλάξει ακόμη και με σημαντικές σοβιετικές παραχωρήσεις στον τομέα των επιθετικών πυρηνικών εξοπλισμών.
Το SDI συνέβαλε στην αλλαγή της παγκόσμιας ισορροπίας εις βάρος της Μόσχας, με την ηγεσία της από το 1985 να ποντάρει στην ομαλοποίηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ.
Το SDI συνεχίζει να διχάζει τους αναλυτές σήμερα. Οι υποστηρικτές του θεωρούν ότι υπήρξε το κρίσιμο βήμα που ανάγκασε τη Σοβιετική Ενωση να εγκαταλείψει την κούρσα των εξοπλισμών και ουσιαστικά να συνθηκολογήσει τερματίζοντας τον Ψυχρό Πόλεμο. Ασφαλώς η σοβιετική πλευρά δεν ήταν σε θέση να ανταγωνισθεί τις ΗΠΑ στον νέο αυτό χώρο της στρατιωτικής τεχνολογίας. Οι επικριτές του θεωρούν, ωστόσο, ότι αποτελούσε σπατάλη πόρων σε ανεφάρμοστη τεχνολογία και ότι καθυστέρησε για λίγα χρόνια την ομαλοποίηση των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων επί Γκορμπατσόφ. Σίγουρα πάντως το SDI συνέβαλε στη διεθνή εικόνα των ΗΠΑ ως πιο τεχνολογικά και βιομηχανικά προηγμένης δύναμης, που ήταν σε θέση να αναλάβει νέες μεγάλες πρωτοβουλίες σε μείζονες στρατηγικούς τομείς, όπου η σοβιετική πλευρά αδυνατούσε να την ανταγωνισθεί. Με αυτή την έννοια συνέβαλε στην αλλαγή της παγκόσμιας ισορροπίας εις βάρος της Σοβιετικής Ενωσης, πείθοντας την ηγεσία της από το 1985 να αλλάξει ριζικά την πολιτική της και να ποντάρει στην ομαλοποίηση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ.
Συμφωνία για την αμοιβαία μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών
Ο νέος Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που ανέλαβε τα ηνία της σοβιετικής εξουσίας το 1985, διέγνωσε την αδιέξοδη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα του. Στην εξωτερική πολιτική του πόνταρε στην εξομάλυνση των σοβιετικών σχέσεων με τις ΗΠΑ, ώστε να τερματισθεί η κούρσα των εξοπλισμών.
Αν ένας Γκορμπατσόφ είχε υιοθετήσει τέτοια στάση δέκα χρόνια νωρίτερα, ίσως η Σοβιετική Ενωση να υπήρχε ακόμη σήμερα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η αποσάθρωση του σοβιετικού συστήματος ήταν ήδη πολύ προχωρημένη. Ο Ρέιγκαν, πάντως, συνειδητοποίησε το 1986 την αλλαγή που έφερνε ο Γκορμπατσόφ. Διαισθανόμενος ότι μπορούσε να τερματίσει τον Ψυχρό Πόλεμο υπό ευνοϊκές για τις ΗΠΑ συνθήκες, ανταποκρίθηκε στα ανοίγματα του Γκορμπατσόφ ενδυναμώνοντας στην πράξη τους μεταρρυθμιστές στη σοβιετική ηγεσία. Η αλλαγή του Ρέιγκαν από τον πιο έντονο πολέμιο της Σοβιετικής Ενωσης σε ένθερμο υποστηρικτή ριζοσπαστικών συμφιλιωτικών συμφωνιών μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων σάστισε πολλούς συντηρητικούς υποστηρικτές του στις ΗΠΑ, που εξαπέλυσαν δριμύτατες επιθέσεις εναντίον του.

Είναι γεγονός ότι η συζήτηση του Ρέιγκαν με τον Γκορμπατσόφ στο Ρέικιαβικ, το 1986, για το ενδεχόμενο οι δύο υπερδυνάμεις να καταστρέψουν ολοσχερώς τα πυρηνικά οπλοστάσιά τους ήταν αφελής και ανεφάρμοστη. Ούτως ή άλλως, δεν επιτεύχθηκε τότε συμφωνία λόγω της άρνησης του Ρέιγκαν να σταματήσει την ανάπτυξη του SDI.
Το 1987, ωστόσο, οι Σοβιετικοί επιστήμονες έπεισαν τον Γκορμπατσόφ ότι το SDI δεν μπορούσε να σταματήσει μια γενική σοβιετική πυρηνική επίθεση, επομένως δεν υπονόμευε την αμοιβαία πυρηνική αποτροπή μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Ως εκ τούτου, οι δύο υπερδυνάμεις για πρώτη φορά συμφώνησαν όχι απλώς να περιορίσουν αλλά να μειώσουν δραστικά τους πυρηνικούς εξοπλισμούς τους, αρχίζοντας με τη συμφωνία για την καταστροφή όλων των ενδιάμεσων πυρηνικών πυραύλων τους στην Ευρώπη (SS-20 της σοβιετικής πλευράς, Πέρσινγκ ΙΙ και Κρουζ των ΗΠΑ) που είχαν διαταράξει τις σχέσεις τους στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
*Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτογραφία: 6.9.1985. Το σώμα του πυραύλου Titan 1 καταστρέφεται από μακριά με ακτίνα λέιζερ, στο πλαίσιο των δοκιμών για την ανάπτυξη του προγράμματος του Πολέμου των Αστρων, στο Νέο Μεξικό. [ASSOCIATED PRESS]

