Μεσημέρι της 14ης Αυγούστου 1974 στην Ασσια, ένα από τα κεφαλοχώρια της επαρχίας Αμμοχώστου. Στους στενούς δρόμους εκατοντάδες κάτοικοι είναι εγκλωβισμένοι στα αυτοκίνητά τους. Πανικόβλητοι επιχειρούν να φύγουν προς τον Νότο. Τα τουρκικά άρματα έχουν περικυκλώσει τον οικισμό, καθώς ο δεύτερος «Αττίλας» βρίσκεται σε εξέλιξη. Λίγες ώρες αργότερα οι εισβολείς θα ξεκινούσαν το δολοφονικό έργο τους. Αρχικά συγκεντρώνουν στην κεντρική πλατεία περίπου 800 Ελληνοκυπρίους. Εν συνεχεία προχωρούν σε μαζικές εκτελέσεις, βασανισμούς, βιασμούς, λεηλασίες. Αργότερα, για να εξαφανίσουν τα ίχνη του εγκλήματος πετούν 70 πτώματα σε δύο πηγάδια παρακείμενου χωριού. Η Ιστορία της Κύπρου είναι, τρόπον τινά, γραμμένη στα πηγάδια και η Ασσια κατέχει το θλιβερό ρεκόρ σε απόλυτο αριθμό νεκρών και αγνοουμένων του 1974, από κάθε άλλο τόπο στην Κύπρο: 118 άνθρωποι, ηλικίας από 11 έως 89 χρόνων. Σήμερα, με το τραύμα να παραμένει ανεπούλωτο, αγνοούνται ακόμη 23 Ασσιώτες.
Αυτόπτης μάρτυρας ετών 11
Εκείνη την ημέρα ο Γιάννος Δημητρίου και οι γονείς του δεν πρόλαβαν να φύγουν από την Ασσια. Κάθε φορά που θυμάται τα γεγονότα, τον κατακλύζουν αισθήματα οργής και πόνου: «Ημασταν 26 άνθρωποι κρυμμένοι σε ένα παλιό σπίτι με την ψυχή στο στόμα, μήπως και μας εντοπίσουν. Η μητέρα μου, προσπαθώντας να κρύψει τον ήχο του κλάματος της μικρής ξαδέλφης μου –βρέφος τότε– μέσα στον πανικό την κράτησε από το στόμα μέχρι που λιποθύμησε. Ολοι ήμασταν βέβαιοι ότι την είχε πνίξει». Ο κ. Δημητρίου δεν θα ξεχάσει την αγωνία στα μάτια των ανδρών που συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι εικόνες στο μυαλό του είναι μέχρι σήμερα ολοζώντανες: «Είδαμε πόσο εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε κτήνη όσοι νιώθουν ότι έχουν τον απόλυτο έλεγχο και εξουσία στις ζωές των άλλων. Τις εναγώνιες προσπάθειες των μεγαλύτερων σε ηλικία γυναικών να προφυλάξουν τις νεότερες από τους βιασμούς, επιστρατεύοντας κάθε δυνατό μέσο. Να τις ντύνουν γριές, να τους μαυρίζουν τα πρόσωπα, να τις κρύβουν κάτω από κρεβάτια, μέσα σε ερμάρια, σε στάβλους και αχυρώνες, να βάζουν μπροστά μικρά παιδιά να κλαίνε, και ό,τι άλλο μπορούσαν να σκεφτούν για να τις προστατεύσουν». Οσα ακολούθησαν χάραξαν τη μνήμη του. «Λίγες ημέρες μετά το χωριό κατακλύστηκε από τη μυρωδιά του θανάτου, καθώς τουλάχιστον 20 νεκροί παρέμεναν άταφοι πάνω από μια εβδομάδα. Δεν λέει έκτοτε να ξεριζωθεί από τα ρουθούνια μας».
Στα 61 του σήμερα, ο Γιάννος Δημητρίου έχει αφιερωθεί, μέσω της συμμετοχής του στην Επιτροπή Συγγενών Αγνοουμένων Ασσιας, στην εύρεση και ταυτοποίηση των εξαφανισμένων συγχωριανών του, αλλά και την ανάδειξη των εγκλημάτων πολέμου στα οποία προέβησαν οι Τούρκοι. Από τα γεγονότα της Ασσιας και έως ότου αποδειχθεί τι ακριβώς απέγιναν οι 70 εξαφανισθέντες της 21ης Αυγούστου μεσολάβησαν 36 χρόνια. Αρχικά, το 2010, εντοπίστηκαν δύο ομαδικοί τάφοι στο χωριό Ορνίθι, τέσσερα χιλιόμετρα δυτικά της κωμόπολης. Είχαν εκτελεστεί ομαδικά. «Η εκταφή που πραγματοποιήθηκε από τη Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) αποκάλυψε ένα δεύτερο εξίσου στυγερό έγκλημα, αυτό της οργανωμένης μετακίνησης οστών», λέει ο κ. Δημητρίου, καθώς πλην τεσσάρων ολοκληρωμένων σκελετών, για όλους τους υπόλοιπους βρέθηκαν μόνο τεμάχια ή θραύσματα οστών. «Οι οργανωμένες μετακινήσεις οστών αποδεδειγμένα υπήρξαν μέρος μιας πολιτικής που εφαρμόστηκε σε μεγάλη κλίμακα και αποσκοπούσε στην απόκρυψη των τεκμηρίων των εγκλημάτων πολέμου που διέπραξε ο τουρκικός στρατός στην Κύπρο το 1974», προσθέτει.
Παραχάραξη
Τον Νοέμβριο του 2017, η Τουρκοκύπρια εκπρόσωπος στη ΔΕΑ παραδέχθηκε επισήμως ότι υπήρξε οργανωμένη μετακίνηση οστών, γεγονός που επιβεβαιωνόταν από έξι μάρτυρες που συμμετείχαν στη μακάβρια διαδικασία. «Η εκταφή και η μετακίνηση πραγματοποιήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ο τελικός προορισμός απόρριψης των οστών ήταν οι ανατολικές παρυφές του πρώην σκυβαλότοπου στο κατεχόμενο χωριό Δίκωμο», επισημαίνει ο κ. Δημητρίου, εκτιμώντας μάλιστα ότι πολλές από τις εναπομείνασες αδιευκρίνιστες υποθέσεις αγνοουμένων αποτελούν, σχεδόν με βεβαιότητα, μέρος τέτοιων οργανωμένων μετακινήσεων.
Πράγματι, οι Αρχές του ψευδοκράτους σε συνεργασία με την Τουρκία ορθώνουν μετά το 2017 αλλεπάλληλα εμπόδια στο έργο της ΔΕΑ. Το βασικό επιχείρημα είναι λίγο πολύ το ίδιο: απαγορεύεται η προσέγγιση σε στρατιωτικές ζώνες. Πλέον, όμως, μεγάλο ποσοστό των παρανόμως κτηθέντων εδαφών της Κύπρου έχει κηρυχθεί έτσι. «Η απαίτηση είναι να δοθεί απόλυτα ακριβής θέση της εκταφής, οπότε η διαδικασία καθίσταται δυσκίνητη και χρονοβόρα. Παραλλήλως, ο εκάστοτε Τουρκοκύπριος εκπρόσωπος στη ΔΕΑ έχει πρώτο του μέλημα να προστατεύσει το κύρος του τουρκικού στρατού. Αυτά και άλλα πολλά εκθέτουν την Τουρκία για τις πράξεις της στην εισβολή του 1974», εκτιμά ο κ. Δημητρίου.
Γιατί, όμως, η Ασσια πλήρωσε τόσο βαρύ φόρο αίματος; «Βασικός στόχος του τουρκικού στρατού ήταν να διώξει όλους τους κατοίκους από τα χωριά που είχε καταλάβει. Οι εθνοκαθάρσεις δεν ολοκληρώνονται χωρίς τις συνθήκες κόλασης που επέβαλε στην Ασσια και στα υπόλοιπα γειτονικά χωριά ο τουρκικός στρατός». Ο ίδιος εκφράζει εκ μέρους των συντοπιτών του και ένα παράπονο για την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς έως πρότινος οι συγγενείς των ταυτοποιημένων παραλάμβαναν πιστοποιητικά με αναγραφόμενη αιτία θανάτου «άγνωστη». «Αυτό, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου υπήρχε εμφανής τρύπα στο κρανίο. Η ασέβεια έναντι των νεκρών ενέτεινε τη θλίψη και εξόργιζε. Αλλαξε το 2021 κυρίως λόγω της δραστήριας ανάδειξης του θέματος και τις μαζικές κινητοποιήσεις των συγγενών αγνοουμένων Ασσιας». Ο κ. Δημητρίου προσθέτει, δε, ότι σε δεκάδες των περιπτώσεων τα ευρήματα που κλήθηκαν να παραλάβουν οι οικογένειες «απείχαν οικτρά από αυτό που μπορεί να θεωρηθεί αξιοπρεπής κατάληξη και κλείσιμο των ανοιχτών πληγών. Πώς μπορεί κάποιος να παραλάβει ένα μόνο οστό μεγέθους 2 εκατοστών και να θεωρήσει ότι έχει κηδεύσει τον πατέρα του;».
Ομως, εκτός από ζήτημα αξιοπρέπειας, οι συγγενείς των αγνοουμένων εγείρουν και ζητήματα αξιοπιστίας, καθώς το 2015, κατόπιν αποκαλύφθηκε μια άλλη μία τραγική πτυχή της διαχείριση του εγκλήματος στο Ορνίθι. Σύμφωνα με τον κ. Δημητρίου, κατόπιν ανεξάρτητης έρευνας των οστών που παραδόθηκαν για να κηδευθούν στην οικογένεια Γεώργιου Φορή από την Ασσια αποδείχθηκε ότι της είχαν παραδώσει τεμάχια οστών που ανήκαν σε 4 διαφορετικούς ανθρώπους. «Αυτό επιβεβαίωσε τις χειρότερες μας ανησυχίες, ότι η ΔΕΑ απλά στόχευε στο κλείσιμο της υπόθεσης με τον πιο γρήγορο και πιο ανώδυνο γι’ αυτούς τρόπο. Απέδειξε επίσης ότι τα πρωτόκολλά της ήταν εντελώς ανεπαρκή για τη διαχείριση τέτοιων περιπτώσεων», επισημαίνει και προσθέτει «ότι και οι παραλείψεις της ΔΕΑ μας οδήγησαν σε σωρεία παρεμβάσεων και ενεργειών μας που κορυφώθηκαν, με τη δραστήρια βοήθεια όλων των Κυπριών και Ελλήνων ευρωβουλευτών, με την υπερψήφιση από το Ευρωκοινοβούλιο της Κοινής Πρότασης Ψηφίσματος (12/2/2015) “σχετικά με τους ομαδικούς τάφους αγνοουμένων της Ασσιας στο χωριό Ορνίθι στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου”». Καταγράφηκαν 543 θετικές ψήφοι (83,8%). «Ενα πολύ δυνατό ψήφισμα που επιβεβαίωσε το δίκαιο των αιτημάτων μας», λέει ο κ. Δημητρίου.

Ο τελευταίος γάμος
Στις 14 Ιουλίου 1974, λίγες ώρες πριν από το πραξικόπημα του Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου, στην Ασσια γλεντούσαν για τον γάμο της Μαρούλλας Κούππα. Η ίδια ήταν χαρούμενη, αλλά και αγχωμένη. Ο πατέρας της μόλις είχε χτίσει ένα καινούργιο σπίτι για τους νεόνυμφους. «Το ένιωθα ότι δεν θα το χαρώ αυτό το σπίτι», λέει στην «Κ». Η πρώτη εισβολή βρήκε τον άνδρα, τον αδελφό και τα ξαδέλφια της στρατιώτες στην Εθνική Φρουρά. Ακριβώς ένα μήνα μετά ήταν η ώρα της να φύγει από τον τόπο που γεννήθηκε.
Πρώτα ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί από αέρος. «Ολοι έκλαιγαν και έτρεμαν από φόβο. Μόλις σταμάτησαν τα αεροπλάνα τρέξαμε έξω από το σπίτι μας. Κάποιος από την Αφάνεια (σ.σ.: το διπλανό χωριό), ο οποίος σήμερα είναι αγνοούμενος, ενημέρωνε ότι τα τανκς κατευθύνονταν προς την Ασσια. Φωνάζαμε στους συγγενείς και τους γείτονες να φύγουν. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ο πατέρας μου, που ήταν σε σοκ, αντί να οδηγεί μπροστά πήγαινε όπισθεν. Ο κόσμος ούρλιαζε, τα αυτοκίνητα τράκαραν το ένα πάνω στο άλλο. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι τα δύο αδέλφια μου δεν ήταν μαζί μας».

Αφού πέρασαν από τις αγγλικές βάσεις έφτασαν στο χωριό Ξυλοτύμπου όπου φιλοξενήθηκαν για αρκετό καιρό. «Υστερα από κάποιες μέρες βρήκαμε τον μικρό μου αδελφό ο οποίος κατάφερε να φύγει από το χωριό με άλλη οικογένεια, ενώ ο μεγάλος μου αδελφός παρέμεινε εγκλωβισμένος στην Ασσια έως το τέλος Αυγούστου», αφηγείται. Για δεκάδες οικογένειες μόλις αρχίζει η τραυματική διαδικασία εύρεσης συγγενών και φίλων. «Ελπίζαμε ότι όλοι θα ήταν κάπου και θα τους βρίσκαμε. Δυστυχώς, όμως, ακόμη περιμένουμε χωρίς να έχουμε νέα τους».
Τι μένει σήμερα βαθιά χαραγμένο στη μνήμη της; Πόνος, προσμονή, νοσταλγία. «Αναπολώ τα όμορφα και ανέμελα εφηβικά χρόνια που περνούσαμε στην Ασσια. Κρατάμε επαφή με τους συγχωριανούς μας και ελπίζουμε ότι θα ελευθερωθεί ο τόπος μας, καθώς και όλα τα κατεχόμενα. Θέλω να ξαναγυρίσω εκεί. Οι μέρες του πολέμου ήταν οι χειρότερες της ζωής μου. Φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε. Η ζωή και οι ψυχές μας έχουν μείνει πίσω». Ισως η εύρεση των υπόλοιπων αγνοουμένων να λειτουργούσε αναλγητικά. «Ελπίζουμε καρτερικά ότι θα βρεθούν τα οστά τους για να μπορέσουμε να τους κηδεύσουμε όπως τους αρμόζει, σαν ήρωες», μας λέει η Μαρούλλα.

Εν ψυχρώ εκτελέσεις
Ο Χάρης και η Σταυρούλα Φραγκοπούλου-Δαυίδ είναι αδέλφια. Ο πατέρας τους αγνοείται – ήταν μεταξύ των 70. Τα παιδιά ήταν τότε 14 και 7 ετών αντιστοίχως. «Από τη στιγμή που ο πατέρας μου, που με κρατούσε από το χέρι, συνελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα στην πλατεία του χωριού και έως σήμερα διακατέχομαι από απογοήτευση και θυμό για τη θυσία των δικών μας ανθρώπων. Χάσαμε τα σπίτια μας, χάθηκαν οι ζωές δεκάδων αθώων, οι ζωές των μανάδων μας και οι δικές μας, όλα εις μάτην», μας λέει η Σταυρούλα. Πενήντα χρόνια μετά, δεν ελπίζει.
Ενοχλητικά παρόντες
«Ο,τι έχει επιτευχθεί στο θέμα των αγνοουμένων είναι μέσα από την πίεση που ασκούν οι συγγενείς και τα “άλλοτε” παιδιά των αγνοουμένων. ∆εν έχουμε άλλη επιλογή από το να είμαστε ενοχλητικά παρόντες και να πιέζουμε για την εξακρίβωση της τύχης του καθενός», λέει η Σταυρούλα Φραγκοπούλου-∆αυίδ, ο πατέρας της οποίας αγνοείται ακόμη.
Ο Χάρης έγινε αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσης ενός γείτονά του, του Κωστή Σίσκου. «Μπροστά στα μάτια μας τον συνέλαβαν μαζί με τη σύζυγό του, αλλά τους οδήγησαν σε αντίθετη κατεύθυνση. Αφού η σύζυγος απομακρύνθηκε, ο Κωστής Σίσκου οδηγήθηκε περί τα τριάντα μέτρα πιο πάνω από την εν λόγω οικία, στήθηκε μπροστά από έναν τοίχο και εκτελέστηκε εν ψυχρώ».
Ο πατέρας της Μαρίας Λεοντίου-Γεωργίου εξαφανίστηκε, επίσης, στις 21 Αυγούστου. Η ίδια ήταν τότε 5 ετών, αλλά θυμάται τη βίαιη συμπεριφορά των Τούρκων από την πρώτη στιγμή που πάτησαν στην Ασσια: «Στην πλατεία ξεχώρισαν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα και αφού τους έδεσαν τα χέρια, τους στρίμωξαν σε φορτηγά και τους μετέφεραν σε άγνωστη κατεύθυνση. Εκείνη ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή του πολέμου για μένα, που αποχωρίστηκα τον πατέρα μου για πάντα». Εχει πια μάθει να ζει με την απώλεια. «Αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για την ανεύρεση όλων των αγνοουμένων, για να τους κηδεύσουμε όπως τους αρμόζει και να λυτρωθεί και μας, επιτέλους, η ψυχή μας».
Η έκθεση
Το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη ∆ημοκρατία και η Κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων συνδιοργανώνουν την έκθεση «Κύπρος, 1974. Η μνήμη είναι η μόνη πατρίδα των ανθρώπων» στο πρώην δημόσιο Καπνεργοστάσιο, Λένορμαν 218 – ανοικτά ∆ευτέρα – Σάββατο.
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτ. : «Φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε. Η ζωή και οι ψυχές μας έχουν μείνει πίσω», λέει η Μαρούλλα Κούππα, η οποία παντρεύτηκε στην Ασσια ένα μήνα πριν από την τουρκική εισβολή. Τη χαρά διαδέχθηκε το μακρόσυρτο πένθος. Σήμερα, μόνο η εύρεση των τελευταίων αγνοουμένων θα μπορούσε να λειτουργήσει αναλγητικά. «Ελπίζουμε καρτερικά ότι θα βρεθούν τα οστά τους για να μπορέσουμε να τους κηδεύσουμε όπως τους αρμόζει, σαν ήρωες».

