Η Γρενάδα, ένα μικρό νησί στην Καραϊβική κοντά στη Βενεζουέλα με περίπου 100.000 κατοίκους, υπήρξε βρετανική αποικία που έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1974. Ο πρώτος ηγέτης της ανατράπηκε με πραξικόπημα το 1979 από τον αριστερό αρχηγό της αντιπολίτευσης Μορίς Μπίσοπ, ο οποίος αθέτησε την υπόσχεσή του να διεξαγάγει εκλογές, ανέστειλε τη λειτουργία του συντάγματος και επιδίωξε να επιβάλει «επαναστατική δημοκρατία» κατά τα πρότυπα της Κούβας. Εκατοντάδες Κουβανοί στρατιώτες εστάλησαν στη Γρενάδα ως σύμβουλοι για να βοηθήσουν σε έργα υποδομών και άλλες δραστηριότητες. Στις 13 Οκτωβρίου 1983, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Μπέρναρντ Κορντ, που ήταν ο ριζοσπαστικότερος στην κυβέρνηση, ανέτρεψε τον Μπίσοπ και τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Στις 19 Οκτωβρίου, πλήθος χιλιάδων απελευθέρωσε τον Μπίσοπ και κινήθηκε προς το αρχηγείο της αστυνομίας. Ο Κορντ έστειλε στρατιωτική δύναμη, η οποία απομόνωσε βίαια τον Μπίσοπ και συνεργάτες του από το πλήθος και στη συνέχεια τους εκτέλεσε. Η κατάσταση που ακολούθησε ήταν χαοτική, καθώς ο ίδιος ο Κορντ συνελήφθη και ο στρατός επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Νέος ηγέτης της χώρας ήταν ο αρχηγός του στρατού. Ξένοι δημοσιογράφοι που έφταναν στο αεροδρόμιο της Γρενάδας απελαύνονταν αμέσως.

Η διπλωματική κατάσταση ήταν πολύπλοκη, καθώς η Γρενάδα ανήκε στη Βρετανική Κοινοπολιτεία και η Θάτσερ είχε δηλώσει στον Ρέιγκαν ότι ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση.
Εγκλωβισμένοι χίλιοι Αμερικανοί φοιτητές
Η εκτέλεση του Μορίς Μπίσοπ και μερικών συνεργατών του προκάλεσε σοκ στις ηγεσίες των περισσότερων κρατών της Καραϊβικής. Η πρωθυπουργός της Ντομίνικα, Ευγενία Τσαρλς, που ήταν πρόεδρος της Οργάνωσης των Κρατών της Ανατολικής Καραϊβικής, κινητοποίησε την οργάνωση ώστε να ζητήσει τη συνδρομή των Ηνωμένων Πολιτειών για την αποκατάσταση της τάξης και της δημοκρατίας στη Γρενάδα. Πέρα από τη στάση των κρατών της Ανατολικής Καραϊβικής, η κυβέρνηση Ρέιγκαν στις ΗΠΑ είχε και άλλο λόγο να ανησυχεί για τις εξελίξεις στη Γρενάδα, καθώς φοιτούσαν σε πανεπιστήμιο εκεί περίπου χίλιοι Αμερικανοί. Οι Αρχές της Γρενάδας απέρριψαν αιτήματα των ΗΠΑ να απομακρύνουν τους φοιτητές είτε από αέρος είτε διά θαλάσσης.
Στις 2.45 τη νύχτα στις 22 Οκτωβρίου, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μπαντ ΜακΦάρλεϊν ξύπνησε τηλεφωνικά τον υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς και στη συνέχεια τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν, για να τους ενημερώσει ότι η Οργάνωση των Κρατών της Ανατολικής Καραϊβικής μόλις πήρε ομόφωνα την απόφαση να ζητήσει την επείγουσα επέμβαση των ΗΠΑ.
Ακολούθησε νυχτερινή τηλεφωνική σύσκεψη του Ρέιγκαν με όλους τους αρμόδιους αξιωματούχους, στην οποία αποφασίσθηκε στρατιωτική επέμβαση για τη διάσωση των Αμερικανών στη Γρενάδα.
Οι προετοιμασίες για την επέμβαση έγιναν με απόλυτη μυστικότητα, για να μην προλάβουν οι Κουβανοί στη Γρενάδα να πιάσουν Αμερικανούς ομήρους.
Η διπλωματική κατάσταση ήταν πολύπλοκη, καθώς η Γρενάδα ανήκε στη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Η πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Ρέιγκαν στις 24 Οκτωβρίου δηλώνοντας άγνοια για κάποια απόφαση της Οργάνωσης των Κρατών της Ανατολικής Καραϊβικής –δεν την είχαν πληροφορήσει– και ξεκαθαρίζοντας την εναντίωσή της σε στρατιωτική επέμβαση. Ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Τζέφρι Χάου, μάλιστα, δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι τίποτα δεν θα συνέβαινε στη Γρενάδα.


Αντιδράσεις για την τριήμερη στρατιωτική επιχείρηση
Λίγες ώρες μετά το τηλεφώνημα Θάτσερ – Ρέιγκαν, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες στις 25 Οκτωβρίου ξεκίνησε η αμερικανική στρατιωτική επέμβαση. Αμερικανοί πεζοναύτες και ειδικές δυνάμεις κατέλαβαν τα δύο αεροδρόμια της Γρενάδας, στα οποία προσγειώθηκαν ενισχύσεις ανεβάζοντας το σύνολο των αμερικανικών δυνάμεων στο νησί σε 7.300 οπλίτες. Εξι κράτη της Ανατολικής Καραϊβικής συμμετείχαν στην επέμβαση με μικρές δυνάμεις. Το κύριο μέρος της επιχείρησης κράτησε τρεις ημέρες, κατά τις οποίες αιχμαλωτίσθηκαν οι πραξικοπηματίες. Οι απώλειες των Αμερικανών ήταν 19 νεκροί και 116 τραυματίες, των Κουβανών 25 νεκροί, 59 τραυματίες και 638 αιχμάλωτοι, ενώ οι δυνάμεις της Γρενάδας είχαν 45 νεκρούς και 358 τραυματίες.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, η κυβέρνηση Ρέιγκαν διαβεβαίωσε τη Μόσχα ότι θα φρόντιζε για την ασφαλή μεταφορά των Σοβιετικών διπλωματών, καθώς και όλων των Κουβανών, μετά το τέλος των εχθροπραξιών, σε γειτονικά κράτη. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οι αρχικές αντιδράσεις στην επέμβαση ήταν αρνητικές. Θεωρήθηκε ιμπεριαλιστική κίνηση ενάντια σε ένα μικροσκοπικό κράτος. Το κλίμα άλλαξε, όμως, όταν έφτασαν οι Αμερικανοί φοιτητές στις ΗΠΑ. Ο πρώτος που βγήκε από το αεροπλάνο γονάτισε και φίλησε το αμερικανικό έδαφος. Οι φοιτητές διέψευσαν δημοσιογράφους, που τους πίεζαν να πουν ότι δεν είχαν κινδυνεύσει. Η μεταστροφή της κοινής γνώμης υπέρ της επέμβασης επηρέασε άμεσα τα περισσότερα μέλη του Κογκρέσου, που πλέον δεν ήθελαν να φαίνονται επικριτικά.

Ανησυχία στην Κούβα και στη Νικαράγουα
Η Θάτσερ και ο Χάου ήταν πολύ δυσαρεστημένοι και το εξέφρασαν κατ’ ιδίαν στον Ρέιγκαν και στον Σουλτς, οι οποίοι παραπονέθηκαν για τη βρετανική αχαριστία δεδομένης της άνευ όρων υποστήριξής τους στη Βρετανία κατά τον πόλεμο των Φόκλαντ το 1982. Δημοσίως πάντως η κυβέρνηση Θάτσερ υποστήριξε την επέμβαση, γεγονός που προκάλεσε χλευαστικά σχόλια εις βάρος του Χάου στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Στην Κούβα και στη Νικαράγουα υπήρξε έντονη ανησυχία για τις προθέσεις των ΗΠΑ. Ο Φιντέλ Κάστρο είχε καυχηθεί το 1980 στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Εριχ Χόνεκερ ότι η Κούβα δεν ήταν πια μόνη στη γειτονιά της και ότι «είμαστε ήδη τρεις στην περιφέρεια: Γρενάδα, Νικαράγουα και Κούβα». Στην Ανατολική Γερμανία, ένα μνημόνιο της διαβόητης Στάζι (μυστική αστυνομία) μετά την αμερικανική επέμβαση στη Γρενάδα συμπέρανε ότι «γίνονται πιο έντονες οι ενδείξεις σχετικά με μια δυνητική αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στη Νικαράγουα».

Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Σοβιετικού πρέσβη στην Ουάσιγκτον Ανατόλι Ντομπρίνιν, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης στη Γρενάδα ο υπουργός Αμυνας της Νικαράγουας τηλεφώνησε στον πρέσβη των ΗΠΑ στο Ελ Σαλβαντόρ και του είπε: «Κοίτα, αν θελήσετε ποτέ να βγάλετε πολίτες σας από εδώ, παρακαλώ να με πάρετε τηλέφωνο. Αυτό είναι το ιδιωτικό τηλέφωνό μου». Η Σοβιετική Ενωση αύξησε κατακόρυφα τη στρατιωτική βοήθειά της προς την Κούβα κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ανησυχίες για τυχόν αμερικανική στρατιωτική επέμβαση εναντίον του εξέφρασε και ο πρόεδρος της Συρίας, Χαφέζ Ασαντ. Λίγες ημέρες πριν από την αμερικανική επέμβαση στη Γρενάδα, η Χεζμπολάχ είχε πλήξει με φορτηγό αυτοκτονίας στρατώνα των Αμερικανών πεζοναυτών, μέρος των δυνάμεων επιτήρησης της ειρήνης στον Λίβανο, σκοτώνοντας 241 ανθρώπους.
Τον Νοέμβριο 1983, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών καταδίκασε την επέμβαση με 108 έναντι 9 ψήφων. Η απόφασή της πάντως ζητούσε τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, κάτι που επιθυμούσαν οι ΗΠΑ και όχι η Κούβα ή η Σοβιετική Ενωση.
Στη Γρενάδα έγιναν εκλογές το 1984. Εκτοτε η χώρα έχει σταθερό σύστημα κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης. Η 25η Οκτωβρίου είναι εθνική γιορτή Ευχαριστιών για την αμερικανική επέμβαση του 1983.
Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

