Ο αποχαρακτηρισμός των 58 ημερησίων δελτίων πληροφοριών επί Κύπρου και Τουρκίας, της περιόδου Ιουλίου – Αυγούστου 1974, προσφέρει ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για την ταυτότητα και τον τρόπο λειτουργίας της άλλοτε Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Παρά το γεγονός ότι η ιστορική έρευνα έχει καταγράψει τον ρόλο της ΚΥΠ την περίοδο της Επταετίας, λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την ανάμειξη των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών στα γεγονότα του 1974.
Κατ’ αρχάς, είναι απαραίτητο να γίνει μια ιστορική αναδρομή για την παρουσία της ΚΥΠ στην Κύπρο. Η Υπηρεσία ιδρύθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την κυβέρνηση Παπάγου, με βασική αποστολή την παρακολούθηση των κομμουνιστικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, η έναρξη του Ενωτικού Αγώνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ανάγκασε την ΚΥΠ να επιδείξει ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο. Μετά τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας η υπηρεσία συνέχισε να έχει μια ισχυρή παρουσία στο νησί, ειδικά μετά το ξέσπασμα των διακοινοτικών ταραχών το 1963.
Μία από τις πρώτες κινήσεις του καθεστώτος της 21ης Απριλίου ήταν να αντικαταστήσει τον διοικητή της υπηρεσίας Κυριάκο Παπαγεωργόπουλο, που δεν συμμετείχε στο πραξικόπημα. Ο νέος ισχυρός ανήρ της ΚΥΠ ήταν πλέον ο χουντικός αξιωματικός του Πυροβολικού Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, που δημιούργησε νέα δίκτυα πληροφοριών στην Κύπρο. Η συλλογή πληροφοριών επικεντρώθηκε περισσότερο στις κινήσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και λιγότερο στις ενέργειες της Τουρκίας στο νησί. Την ίδια πρακτική συνέχισαν οι επόμενοι δύο διοικητές, ο Μιχάλης Ρουφογάλης και ο Λάμπρος Σταθόπουλος, που τοποθετήθηκαν επίσης από τη χούντα στην ηγεσία της ΚΥΠ.
Η ΚΥΠ είχε κατορθώσει να αναπτύξει σημαντικά ανθρώπινα δίκτυα στο νησί που προσέφεραν κρίσιμες πρωτογενείς πληροφορίες.
Αναφορικά με τα συγκεκριμένα δελτία, η συλλογή πληροφοριών βασίζεται κυρίως σε ανοικτές πηγές όπως είναι ο τουρκικός και τουρκοκυπριακός Τύπος. Ωστόσο γρήγορα γίνεται αντιληπτό ότι η ΚΥΠ είχε κατορθώσει να αναπτύξει σημαντικά ανθρώπινα δίκτυα στο νησί που προσέφεραν κρίσιμες πρωτογενείς πληροφορίες. Αυτό τη βοηθούσε πολύ να καταγράψει και να αναλύσει, πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, τις έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ μακαριακών και αντιμακαριακών δυνάμεων. Αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει στον ίδιο βαθμό μετά την τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου. Οι συντάκτες των δελτίων δεν φαίνεται να γνωρίζουν αρκετά για τις κινήσεις της ΕΟΚΑ Β΄ στις ελεύθερες περιοχές. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είτε αυτές οι αντιμακαριακές δυνάμεις είχαν αυτονομηθεί πλήρως μετά την πτώση της χούντας είτε η ΚΥΠ προσπαθούσε να αποκρύψει πληροφορίες για τη δράση της ΕΟΚΑ Β΄.
Ταυτόχρονα, όμως, η Υπηρεσία είχε μια πολύ καλή εικόνα για τη δράση των τουρκικών δυνάμεων σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο μεταξύ 23 Ιουλίου και 16 Αυγούστου. Στις 4 Αυγούστου, για παράδειγμα, ο συντάκτης του σημειώματος ορθά προειδοποιεί ότι «μόνο η αντιπαράταξις δυνάμεων θα περιορίσει» την προσπάθεια της άλλης πλευράς να καταλάβει όσα περισσότερα εδάφη μπορεί. Την επόμενη μέρα, το δελτίο προβλέπει με ακρίβεια την τουρκική επιχείρηση εναντίον των κωμοπόλεων Λαπήθου και Καραβά, η οποία τελικά συνέβη μετά από λίγες ώρες. Επίσης, η ΚΥΠ συγκεντρώνει σημαντικές πληροφορίες για στρατιωτικές και μη στρατιωτικές ενέργειες στη Μερσίνα και τη μακρινή Ισπάρτα. Κατορθώνει ακόμα να αποκτήσει μια πολύ καλή εικόνα για τον βρετανικό παράγοντα στην Κύπρο. Αυτά από μόνα τους καταδεικνύουν τις επιχειρησιακές δυνατότητες που είχε τότε η ΚΥΠ εκτός φιλικού περιβάλλοντος. Σωστά, λοιπόν, ο νυν διοικητής της Υπηρεσίας θεωρεί ότι ο αποχαρακτηρισμός αυτών των εγγράφων μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της υπηρεσιακής αυτογνωσίας.
Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London. Το βιβλίο του «Αποτροπή και Αμυνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

