Στις 29 Ιουλίου 1921, ο Αδόλφος Χίτλερ αναδείχθηκε στην ηγεσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP), σηματοδοτώντας μια κομβική στιγμή τόσο για την άνοδό του στην εξουσία όσο και για το μέλλον της Γερμανίας.
Η ιδιόμορφη πολιτική και οικονομική κατάσταση στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρείχε πρόσφορο έδαφος για εξτρεμιστικές ιδεολογίες. O 30χρονος τότε Χίτλερ, απογοητευμένος από την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο, η οποία άφησε τη χώρα σε οικονομική ύφεση και πολιτική αστάθεια, εντάχθηκε το 1919 σε μια νεοσύστατη οργάνωση που ονομαζόταν Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP). Ιδρυθέν νωρίτερα το ίδιο έτος από μια μικρή ομάδα ανδρών, μεταξύ των οποίων ο κλειδαράς Αντον Ντρέξλερ και ο δημοσιογράφος Καρλ Χάρερ, το κόμμα προωθούσε τη «γερμανική υπερηφάνεια» και τον αντισημιτισμό, και εξέφραζε τη δυσαρέσκεια για τους ταπεινωτικούς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία απαιτούσε από τη Γερμανία να κάνει πολλές παραχωρήσεις και να καταβάλει δυσβάστακτες αποζημιώσεις. Ο Χίτλερ αναδείχθηκε σύντομα ως ο πιο χαρισματικός δημόσιος ρήτορας του κόμματος και προσέλκυσε νέα μέλη με ομιλίες που κατηγορούσαν τους Εβραίους και τους μαρξιστές για τα προβλήματα της Γερμανίας, και υποστήριζαν τον ακραίο εθνικισμό και την ιδέα μιας άριας «ανώτερης φυλής» (Herrenrasse).
Μέχρι τις αρχές του 1920, το κόμμα είχε πάνω από 100 μέλη, με τον Χίτλερ να αναφέρεται ως μέλος 555 (οι αριθμοί ξεκινούσαν από το 501). Εχοντας αντιληφθεί τις ρητορικές και προπαγανδιστικές του ικανότητες, ο Χίτλερ ανέβηκε γρήγορα στην κορυφή της ιεραρχίας. Με την υποστήριξη του Αντον Ντρέξλερ, έγινε επικεφαλής προπαγάνδας του κόμματος. Οργάνωσε μια σημαντική συνάντηση στις 24 Φεβρουαρίου 1920, όπου παρουσίασε το πρόγραμμα 25 σημείων του κόμματος και ανακοίνωσε την αλλαγή του ονόματος σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) ή Ναζιστικό Κόμμα. Σχεδίασε επίσης το έμβλημα του κόμματος με τη σβάστικα.
Μέχρι τον Μάρτιο του 1920, ο Χίτλερ είχε αποστρατευτεί από τον γερμανικό στρατό και άρχισε να εργάζεται με πλήρη απασχόληση για το κόμμα, υποστηριζόμενος οικονομικά από πλούσιους προστάτες, παρά τους ισχυρισμούς του ότι ζούσε από τις αμοιβές για τις δημόσιες ομιλίες του. Εκείνη τη χρονιά, ο Χίτλερ σχημάτισε μια «ομάδα προστασίας» γύρω από τον Εμίλ Μορίς, η οποία αργότερα εξελίχθηκε στη Sturmabteilung (SA) μέχρι το φθινόπωρο του 1921.
Οι μαχητικές ομιλίες του στις μπυραρίες του Μονάχου, όπως το Hofbräuhaus και το Bürgerbräukeller, προσέλκυαν μεγάλο πλήθος και την προσοχή της αστυνομίας, η οποία παρακολουθούσε τις διαλέξεις του για θέματα όπως η Συνθήκη των Βερσαλλιών και ο αντισημιτισμός. Μέχρι το τέλος του 1920, τα μέλη του κόμματος είχαν φτάσει τα 2.000.
Τον Ιούνιο του 1921, ενώ ο Χίτλερ και ο Ντίτριχ Εκαρτ έκαναν έρανο στο Βερολίνο, ξέσπασε κρίση ηγεσίας στο Ναζιστικό Κόμμα στο Μόναχο. Μέλη της εκτελεστικής επιτροπής προσπάθησαν να συγχωνευθούν με το αντίπαλο Γερμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (DSP), οδηγώντας σε ανταρσία. Ο Χίτλερ επέστρεψε στο Μόναχο στις 11 Ιουλίου και, σε μια δραματική κίνηση, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Τα μέλη της επιτροπής, αντιλαμβανόμενα την πιθανή κατάρρευση του κόμματος χωρίς την ηγεσία του Χίτλερ, τον έπεισαν να επιστρέψει συμφωνώντας στα αιτήματά του.
Στις 26 Ιουλίου 1921, ο Χίτλερ επανήλθε στο κόμμα ως μέλος 3.680, με τον όρο να αντικαταστήσει τον Ντρέξλερ ως πρόεδρο του κόμματος και να διατηρήσει τα κεντρικά γραφεία στο Μόναχο. Η επιστροφή του Χίτλερ έτυχε συντριπτικής υποστήριξης και σε γενική συνέλευση των μελών του κόμματος, του παραχωρήθηκαν απόλυτες εξουσίες ως πρόεδρου του κόμματος, με μία μόνο αρνητική ψήφο.
Στις 29 Ιουλίου 1921, ο Χίτλερ εξελέγη επίσημα Φύρερ του Ναζιστικού Κόμματος. Αυτή η εκλογή σηματοδότησε την έναρξη μιας μεταμόρφωσης στο εσωτερικό του κόμματος, καθώς ο Χίτλερ άρχισε να συγκεντρώνει την εξουσία και να την αναδιαμορφώνει σύμφωνα με το όραμά του για αυταρχική ηγεσία. Οι δραστηριότητες του κόμματος, συμπεριλαμβανομένων των μαζικών συγκεντρώσεων και των εκστρατειών προπαγάνδας, εντάθηκαν υπό την ηγεσία του, με έμφαση στην προώθηση ακραίων εθνικιστικών και αντισημιτικών απόψεων.
Υπό την ηγεσία του Χίτλερ, το NSDAP άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία, προσελκύοντας μια ευρύτερη βάση υποστηρικτών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν απογοητευτεί από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και τη διαχείριση των οικονομικών δυσχερειών και της εθνικής ταπείνωσης μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η έμφαση που έδωσε το Ναζιστικό Κόμμα στην ισχυρή ηγεσία, την εθνική αναζωογόνηση και την ανάδειξη των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων σε αποδιοπομπαίους τράγους βρήκε απήχηση σε πολλούς Γερμανούς.
Η άνοδος του Χίτλερ στην ηγεσία του Ναζιστικού Κόμματος έθεσε τις βάσεις για την τελική του άνοδο στην εξουσία ολόκληρης της Γερμανίας. Κατά την επόμενη δεκαετία, θα χρησιμοποιούσε τη θέση του για να επεκτείνει την επιρροή του κόμματος, με αποκορύφωμα τον διορισμό του ως καγκελάριου της Γερμανίας το 1933 και την επακόλουθη εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Οι πολιτικές και οι ενέργειες της κυβέρνησης του Χίτλερ οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, με αποτέλεσμα τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων και τη δραματική αλλαγή της πορείας της Iστορίας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

