Οι νέες μορφές δόμησης και η συνακόλουθη αύξηση των ανθρώπων στα νησιά επιβαρύνουν περαιτέρω τους ήδη ευάλωτους νησιωτικούς πόρους, όπως την παροχή νερού, τη διαχείριση των απορριμμάτων αλλά και τις υποδομές, όπως το οδικό δίκτυο για παράδειγμα.
Παρά την αυξανόμενη ζήτηση δεν έχουν πραγματοποιηθεί ουσιαστικά έργα υποστήριξης των τοπικών υποδομών, με αποτέλεσμα η τοπική αυτοδιοίκηση να καλείται να προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες ενώ οι ανάγκες έχουν αυξηθεί εκθετικά. Το σύστημα λειτουργεί πλέον στα όριά του, ή μάλλον πέρα από αυτά. Σε αυτή την ενότητα εστιάζουμε ιδιαίτερα στο ζήτημα της παροχής νερού, το οποίο διαχρονικά αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα τόσο της Σίφνου όσο και των περισσότερων νησιών των Κυκλάδων.
Σε αυτό το πλαίσιο παρατηρείται ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της σύγχρονης δόμησης, όπως η δημιουργία κήπων και κολυμβητικών δεξαμενών (δηλ. πισίνες), επιδεινώνουν σημαντικά την πίεση στους ήδη περιορισμένους υδάτινους πόρους. Παράλληλα, τέτοιες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις μεταβάλλουν σημαντικά τη φυσιογνωμία του τοπίου και διαβρώνουν πτυχές της τοπικής ταυτότητας.

Ταυτόχρονα, ενισχύουν τις δυσκολίες της καθημερινότητας για τους μόνιμους κατοίκους, δημιουργώντας ένα ανισόρροπο μοντέλο ανάπτυξης που θέτει σε δοκιμασία τη βιωσιμότητα του νησιού.
Είναι ευρέως γνωστό ότι η έλλειψη νερού υπήρξε διαχρονικά ένα από τα βασικότερα προβλήματα για τους κατοίκους της Σίφνου, αλλά και των περισσότερων νησιών των Κυκλάδες. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα από τα οικήματα τα οποία έχουν ανεγερθεί τα τελευταία χρόνια στη Σίφνο διαθέτουν χαρακτηριστικά τα οποία απαιτούν τη χρήση μεγάλου όγκου νερού.
Δηλαδή, χτίζονται με χαρακτηριστικά τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του τόπου στον οποίο βρίσκονται. Το πιο σημαντικό αυτών είναι η δημιουργία κήπων, η οποία αναμφίβολα έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή απουσία πρασίνου του κυκλαδίτικου τοπίου.
Ερχονται εδώ και φέρνουν ζούγκλες, και τις ποτίζουν
Η δημιουργία και συντήρηση κήπων επιβαρύνουν περαιτέρω το ήδη οξύ πρόβλημα της υδατικής ανεπάρκειας, καθώς οι ανάγκες συντήρησης τέτοιων χώρων απαιτούν σημαντικές ποσότητες νερού. Αυτό προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια σε μέρος του ντόπιου πληθυσμού. Οπως σχολιάζει ένας κάτοικος, «έρχονται εδώ και φέρνουν ζούγκλες, και τις ποτίζουν. Σκάβουν να βρουν νερό και το ποτίζουν σε μπανανιές», ενώ ένας άλλος περιγράφει με αγανάκτηση ότι το νησί έχει γεμίσει «φαραωνικούς κήπους». Η αγανάκτησή τους όχι μόνο είναι αποτέλεσμα της κατασπατάλησης του νερού, αλλά και συνδέεται με την ανησυχία για την αλλοίωση του τοπικού οικοσυστήματος. Η εισαγωγή ξένων φυτικών ειδών, που συχνά δεν είναι προσαρμοσμένα στις ξηροθερμικές συνθήκες του νησιού, μπορεί να διαταράξει επιπλέον τη φυσική ισορροπία και ενδεχομένως να μεταφέρει φυτοπαθολογικούς κινδύνους «που μπορεί να κουβαλήσουν και αρρώστιες», συμπληρώνει κάποιος άλλος.
Ορισμένοι χώροι περιγράφονται σκωπτικά ως «Χαβάη» ή «Λευκάδα,» δηλαδή ως προορισμοί με πλούσια και καταπράσινη βλάστηση, άσχετη με τη φυσιογνωμία των Κυκλάδων
Παράλληλα, υπογραμμίζεται συχνά ότι η δημιουργία κήπων αλλάζει το φυσικό τοπίο και, ως προέκταση αυτού, χαρακτηριστικά του χώρου και της τοπικής ταυτότητας. Οπως δηλώνει χαρακτηριστικά ένας κάτοικος: «Δηλαδή έρχεσαι στις Κυκλάδες, κατ’ εξοχήν ξερότοπος. Εντάξει, υποτίθεται ότι έρχεσαι εδώ γιατί σ’ αρέσει αυτό. Γιατί θες να το κάνουμε, ας πούμε, σαν τα Επτάνησα; Αμα σου αρέσουν τα Επτάνησα με τα πολλά φυτά, τα πράσινα, πήγαινε εκεί. Γιατί θες να αλλάξεις την ταυτότητα; Δηλαδή θες σώνει και καλά να συντηρήσεις φυτά σε έναν τόπο που δεν τα θέλει, αφού δεν τα σηκώνει, και χαλάς όλο το νερό;»
Στο ίδιο πλαίσιο, δεν έλειψαν αναφορές που χαρακτήριζαν τα οικήματα με μεγάλους, αρδευόμενους κήπους «βίλες με δάση», ένας όρος ειρωνικός, που υποδηλώνει την υπερβολή της φύτευσης σε ένα κατεξοχήν άνυδρο τοπίο. Παρόμοια, ορισμένοι χώροι περιγράφονται σκωπτικά ως «Χαβάη» ή «Λευκάδα,» δηλαδή ως προορισμοί με πλούσια και καταπράσινη βλάστηση, άσχετη με τη φυσιογνωμία των Κυκλάδων. Η τοπική αντίδραση απέναντι σε τέτοιες παρεμβάσεις είναι έντονη, και δεν πρόκειται μόνο για την αλόγιστη κατανάλωση ήδη ελλειμματικών πόρων, αλλά και τη δημιουργία εικόνων που κρίνονται ανοίκειες και ασύμβατες με την κυκλαδίτικη ταυτότητα και τον τρόπο ζωής.
Πίεση στο ήδη ευάλωτο υδρευτικό δίκτυο
Ενα δεύτερο χαρακτηριστικό πολλών νέων οικημάτων που επιβαρύνει την παροχή νερού είναι η κατασκευή πισινών. Οπως και οι ιδιωτικοί κήποι, οι πισίνες εντείνουν την πίεση στο ήδη ευάλωτο υδρευτικό δίκτυο των Κυκλάδων, ιδιαίτερα σε περιόδους υψηλής ζήτησης, όπως το καλοκαίρι. Παράλληλα, επηρεάζουν αισθητικά και οπτικά το κυκλαδίτικο τοπίο. Η εισαγωγή του «μπλε της πισίνας» σε ένα κυρίαρχα ξερό και πετρώδες περιβάλλον δημιουργεί οπτική δυσαρμονία και αλλοιώνει την ταυτότητα του τοπίου. Επιχειρώντας να αποδώσει την ένταση αυτής της αντίθεσης, ένας κάτοικος χαρακτηριστικά παρατηρεί: «Και ξαφνικά που εκεί βλέπεις ξεραΐλα και καφετί και λουλακί και ξερολιθιές και παλιά κτίρια, βλέπεις ένα μπλε πράγμα, που είναι αίσχος».

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η αλόγιστη χρήση νερού έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν οι κυκλαδίτικοι πολιτισμοί ανά τους αιώνες, αφού αυτοί ανέπτυξαν διάφορες πρακτικές οι οποίες θα τους επέτρεπαν να ζουν στο συγκεκριμένο περιβάλλον το οποίο χαρακτηρίζεται από υδατική στενότητα. Για παράδειγμα, μια τέτοια πρακτική σχετίζεται με την ανάπτυξη και υιοθέτηση γεωργικών πρακτικών προσαρμοσμένων στις συνθήκες ξηρασίας, όπως οι άνυδρες καλλιέργειες, οι οποίες παραδοσιακά υιοθετούνταν σε μεγάλο μέρος του νησιού.
Οι Σιφνιοί δεν πότιζαν τις καλλιέργειές τους –ρεβίθια, πεπόνια, καρπούζια, φασολάκια κ.λπ.– με επιφανειακό νερό. Παρ’ όλα αυτά, τα φυτά ευδοκιμούσαν χάρη στην υγρασία που διατηρούσε το έδαφος από τα υπόγεια νερά. Αν και η πρακτική αυτή έχει σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειφθεί σήμερα, δεν έχει εξαλειφθεί εντελώς. Οπως χαρακτηριστικά συνοψίζει κάποιος που ακόμη την υιοθετεί: «Πώς να τα ποτίσεις; Δεν έχουμε νερό. Δεν έχει πηγάδι εδώ. Δεν έχει, δεν υπάρχει νερό!» Πέρα όμως από τις εγγενείς δυσκολίες τέτοιων καλλιεργειών, οι προκλήσεις σήμερα είναι ακόμη μεγαλύτερες. «Εχουν γίνει αρκετές τρύπες, αρκετές γεωτρήσεις, με αποτέλεσμα να έχουν αντληθεί τα υπόγεια νερά».

Η υπεράντληση των φυσικών υδάτινων αποθεμάτων έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση της υγρασίας του εδάφους, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την εφαρμογή τέτοιων παραδοσιακών καλλιεργητικών τεχνικών. Με άλλα λόγια, πρακτικές που αναπτύχθηκαν ακριβώς για να επιτρέπουν την επιβίωση και λειτουργία της τοπικής κοινωνίας σε συνθήκες περιορισμένων υδάτινων πόρων, σήμερα καθίστανται μη εφαρμόσιμες, όχι λόγω λειψυδρίας, αλλά εξαιτίας της εντατικής και αλόγιστης χρήσης του νερού.
Σπαταλούν μέχρι και 10 κυβικά την ημέρα για να ποτίσουν τα φυτά τους, όταν η τριμελής οικογένειά μου καταναλώνει 80 με 90 κυβικά τον χρόνο
Επιπλέον, η αλόγιστη χρήση του ήδη περιορισμένου νερού επιβαρύνει την καθημερινότητα αρκετών κατοίκων, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ενας κάτοικος εξηγεί ότι το σπίτι του, λόγω της θέσης του στο δίκτυο, δεν έχει νερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας το καλοκαίρι.
«Εχω νερό μόνο το πρωί και το βράδυ, γιατί από πάνω έχει ένα μεγάλο σπίτι που ποτίζει κ.λπ., οπότε δεν μένει νερό», είπε. Κι εξήγησε ότι αυτή η πραγματικότητα του έχει βάλει κι «άλλη μια δουλειά» στην καθημερινότητά του, δηλαδή να φροντίζει να «μην αδειάσει η στέρνα του», ώστε να έχει πρόσβαση σε νερό όποτε το χρειάζεται. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η αλόγιστη χρήση νερού οδηγεί σε σημαντικές ανισότητες στην κατανάλωση. Οπως εξήγησε ένας κάτοικος, «[οι άνθρωποι με τις βίλες τους] σπαταλούν μέχρι και 10 κυβικά την ημέρα για να ποτίσουν τα φυτά τους. Οταν εγώ, η τριμελής οικογένειά μου [καταναλώνει] 80 με 90 κυβικά τον χρόνο».

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι με στόχο την αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας στα νησιά, όλα τα οικήματα είναι υποχρεωμένα να διαθέτουν στέρνα για τη συλλογή και αποθήκευση του βρόχινου νερού. Οπως είναι αναμενόμενο, το μέγεθος της στέρνας καθορίζεται από τα τετραγωνικά μέτρα του εκάστοτε οικοδομήματος. Ωστόσο, όπως ανέφεραν ορισμένοι κάτοικοι –γεγονός που όμως δεν έχουμε επιβεβαιώσει– δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο μια στέρνα, ενώ αρχικά κατασκευάζεται, στη συνέχεια να μετατρέπεται σε μικρό επιπλέον σπιτάκι ή δωμάτιο. Ετσι, ενώ τυπικά υπάρχει ένας σχεδιασμός, οι σχετικοί κανόνες φαίνεται ότι δεν τηρούνται πάντοτε.

Χωρίς αμφιβολία, το ζήτημα της έλλειψης νερού είναι δύσκολο να λυθεί και απαιτεί κεντρικό σχεδιασμό. Προσπαθώντας να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει τους τουρίστες σχετικά με την έλλειψη νερού στο νησί, ο Σύλλογος Ιδιοκτητών Ενοικιαζόμενων Δωματίων και Διαμερισμάτων Σίφνου τύπωσε αυτοκόλλητα που προτρέπουν τους επισκέπτες να «εξοικονομούν νερό» επειδή «η Σίφνος το χρειάζεται». Η ευαισθητοποίηση των επισκεπτών της Σίφνου, όπως και άλλων νησιών, για το πρόβλημα της λειψυδρίας είναι εξαιρετικά σημαντική και αξίζει να ενισχυθεί από διάφορους φορείς και ιδιωτικές επιχειρήσεις (π.χ. ακτοπλοϊκές γραμμές), συμβάλλοντας έτσι στη διάδοση αυτής της κρίσιμης πληροφορίας. Ωστόσο, ακόμη κι αν τέτοιες πρωτοβουλίες καταφέρνουν να κινητοποιήσουν σημαντικό ποσοστό των επισκεπτών, αποτελούν μόνο μια μικρή συμβολή στην αντιμετώπιση του ευρύτερου προβλήματος της έλλειψης νερού και της αλόγιστης χρήσης του.

