Η πώληση της γης, η οποία παραδοσιακά βρίσκεται στα χέρια των ντόπιων κατοίκων των νησιών –μια συνθήκη που ισχύει και στη Σίφνο– αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανέγερση νέων οικοδομημάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γη, ενώ παραδοσιακά καλλιεργούνταν ή χρησιμοποιούνταν για κτηνοτροφία, έχει σταδιακά πάψει να αξιοποιείται με αυτόν τον τρόπο εξαιτίας της γενικότερης μεταστροφής προς τον τριτογενή τομέα –φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά το τέλος της πανδημίας, η πώληση γης στα κυκλαδίτικα νησιά έχει αυξηθεί σημαντικά και με μεγάλους ρυθμούς. Η γη «αλλάζει χέρια»: μεταφέρεται όχι μόνο προς ξένους επενδυτές αλλά και προς νέους, συχνά μη μόνιμους κατοίκους που αναζητούν εξοχική κατοικία ή επιχειρηματική ευκαιρία. Παράλληλα, αρκετοί από τους ίδιους τους ντόπιους κατοίκους –μόνιμοι ή εποχικοί, μερικοί εγκατεστημένοι στην Αθήνα ή αλλού– επιλέγουν να αξιοποιήσουν οι ίδιοι τα οικόπεδά τους, άλλοτε πουλώντας μέρος της περιουσίας τους και άλλοτε μετατρέποντάς τα σε τουριστικά καταλύματα ή επιχειρήσεις εστίασης. Το ότι γη «αλλάζει χέρια», επομένως, αφορά τη «μεταβίβαση» από τους ντόπιους προς τους ξένους, αλλά και μια γενικότερη αναδιαμόρφωση των χρήσεων και των αξιών της γης, όπου οι τοπικές κοινωνίες συμμετέχουν, άλλοτε ως πωλητές και άλλοτε ως επενδυτές. Αναμφίβολα, η συμμετοχή αυτή δεν είναι ομοιόμορφη: διαφέρει ανάλογα με την κοινωνική θέση, την επαγγελματική δραστηριότητα, τη γενιά και τη σύνδεση με τον τόπο.
Να σου πω, κάθε πρωί [που έρχομαι στη δουλειά] σκέφτομαι μην μπει κανείς στο μαγαζί, και μου πει, σ’ αγόρασα
Προσπαθώντας να αποτυπώσει, με χιουμοριστική διάθεση, το μέγεθος και την ταχύτητα της πώλησης της γης με ή χωρίς ανεγερμένα οικοδομήματα, και κατά βάση αναδεικνύοντας τη σημασία που αποδίδει σε αυτήν τη διαδικασία, ένας κάτοικος του νησιού εξηγεί: «Να σου πω, κάθε πρωί [που έρχομαι στη δουλειά] σκέφτομαι μην μπει κανείς στο μαγαζί, και μου πει, σ’ αγόρασα».

Απώλεια των ριζών και της ιδιαίτερης ταυτότητας
Αναμφίβολα, η πώληση γης, ή ευρύτερα η εμπλοκή σε τέτοιου είδους συναλλαγές, αποτελεί (συνειδητή) επιλογή από την πλευρά των ιδιοκτητών. Οι πράξεις αυτές σε πολλές περιπτώσεις τους προσφέρουν ουσιαστικές οικονομικές ευκαιρίες και δυνατότητες βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου. Δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες κατοίκων όπου επισημαίνουν ότι η πώληση ενός οικοπέδου τους επέτρεψε να πραγματοποιήσουν επιχειρηματικά ανοίγματα, να καλύψουν οικονομικές ανάγκες ή να στηρίξουν την επόμενη γενιά. Ωστόσο, η εμπλοκή σε τέτοιες πρακτικές συνοδεύεται και από μια σειρά από σημαντικά διλήμματα που έχουν ηθικές, κοινωνικές και συλλογικές προεκτάσεις. Οπως αρκετοί κάτοικοι αναγνωρίζουν, αυτή η πρακτική τους απομακρύνει σχεδόν οριστικά από τη δυνατότητα να αποκτήσουν ξανά γη στον τόπο τους, καθώς πιθανότητα δεν θα διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για τέτοιες αγορές στο μέλλον. Με άλλα λόγια, αυτού του είδους το οικονομικό κέρδος μπορεί να οδηγήσει στη μόνιμη απώλεια των ριζών και, κατ’ επέκταση, της ιδιαίτερης ταυτότητας.
Η πώληση της γης βιώνεται συχνά ως ρήξη με τη συγγενική και διαγενεακή συνέχεια, η οποία αποτελεί βασικό πυλώνα της τοπικής κοινωνικής δομής
Οι δυναμικές αυτές σκιαγραφούνται ξεκάθαρα στα λόγια των ντόπιων κατοίκων, οι οποίοι περιγράφουν τις προσφορές που δέχονται, με διαφορετικούς βαθμούς πίεσης, για να πουλήσουν τη γη τους. Παρότι οι τρόποι διαχείρισης αυτών των πιέσεων διαφέρουν στις δύο αφηγήσεις που ακολουθούν, μέσα από αυτές αναδεικνύονται οι βαθιές κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις τέτοιων πρακτικών. Καταρχάς, η πώληση της γης βιώνεται συχνά ως ρήξη με τη συγγενική και διαγενεακή συνέχεια (kinship continuation), η οποία αποτελεί βασικό πυλώνα της τοπικής κοινωνικής δομής. Η γη δεν θεωρείται απλώς ιδιοκτησία, αλλά μέσο σύνδεσης με την οικογένεια, την ιστορία και την ταυτότητα και η απώλειά της εκλαμβάνεται ως διακοπή μιας αλυσίδας σχέσεων που συγκροτούν την τοπική κοινότητα στον πυρήνα της.
Κάθε μέρα έχουμε τηλεφωνήματα από μεσίτες, από γραφεία
Οπως για παράδειγμα εξηγεί ένας κάτοχος γης: «Κάθε μέρα έχουμε τηλεφωνήματα από μεσίτες, από γραφεία. Είμαι ο κύριος τάδε, ο κύριος τάδε». […] «Πούλα το ή κάνε ένα ξενοδοχείο να τα κονομήσεις. Κάθεσαι και παίζεις με τα κατσικάκια για να πάρεις πέντε κιλά γάλα. Αλλά δεν μπορούμε να το δώσουμε. Ούτε καν μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ τιμή, να σκεφτώ μια πρόταση. Και τα παιδιά μου την αγαπάνε και τη θέλουν αυτή τη γη. Εμείς έχουμε μεγαλώσει με τα ζώα. Δεν μπορείς να πουλήσεις τη γη άμα έχεις μεγαλώσει με τα ζώα».
Ο συγκεκριμένος κάτοικος φαίνεται να αντιτίθεται στην τρέχουσα τάση, καθώς δίνει προτεραιότητα στον παρόντα τρόπο ζωής τους, τον οποίο θεωρεί πιο σημαντικό. Η «ψυχή του», όπως εξηγεί, βρίσκεται στην συγκεκριμένη γη και για αυτό δεν ενδιαφέρεται να την πουλήσει, ανεξαρτήτως των χρημάτων που θα μπορούσε να κερδίσει από αυτή την πώληση.
Βέβαια, μια τέτοια στάση δεν είναι εύκολη, ιδιαίτερα όταν οι οικονομικές πιέσεις στις οποίες υπόκειται ο καθένας ληφθούν υπόψη. Για παράδειγμα, ένας δεύτερος κάτοικος, αναφερόμενος στο ίδιο ζήτημα, και έχοντας εκφράσει με ποικίλους τρόπους και συναισθηματική ένταση τους φόβους του για μια παντοτινή αλλαγή στον νησί του και την αποξένωση στον τόπο, έφτασε στο στενάχωρο για εκείνον συμπέρασμα ότι «ντρέπομαι να το πω, αλλά εάν έρθει κάποιος να μου ζητήσει το χωράφι του παππού μου, και μου δώσει 800.000 ευρώ, θα του το δώσω», γιατί όλα και όλοι «έχουν την τιμή τους».
Κάτοικοι της περιοχής νιώθουν ότι για εκείνους, ορισμένα –μικρά σε εμβαδόν– χωράφια έχουν χαμηλή οικονομική αξία, αφού οι ίδιοι μπορούν να τα αξιοποιήσουν μόνο ως αγροτικά τεμάχια
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η στάση είναι αποτέλεσμα των σημαντικών ανισοτήτων που υπάρχουν ανάμεσα σε κάποιους από τους κατοίκους και τους εξωτερικούς επενδυτές. Οι δεύτεροι, λόγω μεγαλύτερης οικονομικής ευμάρειας, έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν εκτός σχεδίου οικόπεδα. Αυτό συμβαίνει διότι για να δομηθεί νόμιμα μια έκταση εκτός σχεδίου, απαιτείται μεγάλο εμβαδόν, γεγονός που συχνά προαπαιτεί την αγορά αρκετών όμορων οικοπέδων. Μια τέτοια επενδυτική κίνηση είναι εφικτή μόνο για όσους διαθέτουν ήδη σημαντικά κεφάλαια. Ετσι, κάτοικοι της περιοχής νιώθουν ότι για εκείνους, ορισμένα –μικρά σε εμβαδόν– χωράφια έχουν χαμηλή οικονομική αξία, αφού οι ίδιοι μπορούν να τα αξιοποιήσουν μόνο ως αγροτικά τεμάχια, ενώ οι «ξένοι επενδυτές» έχουν την ευχέρεια να τα οικοδομήσουν. Αυτές οι άνισες δυναμικές τελικά συμβάλλουν σημαντικά στο να ωθούνται πολλοί ντόπιοι στην πώληση γης τους, αν και δεν αποκλείεται να υπάρχουν και κάτοικοι που συμμετέχουν ενεργά στην αξιοποίηση, ή διαθέτουν μεγαλύτερα οικόπεδα που τους επιτρέπουν να επενδύσουν οι ίδιοι.
Η αλλαγή της χρήσης της γης
Πέρα από τη μακροπρόθεσμη απομάκρυνση των κατοίκων από αυτή, η πώληση της γης, κυρίως εκτός σχεδίου, και εν συνεχεία η ανέγερση οικημάτων σε αυτή έχουν σημαντικές προεκτάσεις που οδηγούν σε αλλαγές που διαβρώνουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι ο περιορισμός της πρόσβασης σε περιοχές που χρησιμοποιούνταν, επί γενεές, για τη βοσκή αιγοπροβάτων. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ήπια, αλλά σταθερή, διαδικασία εκτοπισμού της κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Οπως χαρακτηριστικά περιγράφει ένας κτηνοτρόφος: «Δεν μπορείς να πας πουθενά. […] τα ζώα από εκεί είχαν μάθει και πέρναγαν. Στο βουνό, ξαφνικά έχουν γίνει ξενοδοχεία, δωμάτια. Καταπάτησες το ένα, το άλλο. Τα ζώα εκεί ήταν γεννημένα, μεγαλωμένα. Και μπορεί τώρα άξαφνα να πας εσύ, να του κλείσεις τον δρόμο; Πού θα πάει αυτό; Δεν είναι αμάξι, να στρίψει το τιμόνι, να γυρίσει».

Οπως διαφαίνεται, η αλλαγή της χρήσης της γης οδηγεί σε μια σημαντική αίσθηση απώλειας του χώρου, αλλά και στη ρήξη μιας βαθιά εδραιωμένης ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο, τα ζώα και το τοπίο. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτές οι αλλαγές συντελούν στην αλλοίωση βασικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών.
Στο ίδιο πλαίσιο καταγράφονται περιπτώσεις κατά τις οποίες οι νέοι ιδιοκτήτες της γης –συνήθως όταν σε αυτή έχουν ανεγερθεί εξοχικές κατοικίες ή τουριστικά καταλύματα– εκφράζουν παράπονα προς τους κτηνοτρόφους, ενοχλημένοι από τη χαρακτηριστική μυρωδιά ή την παρουσία των ζώων κοντά στις περιουσίες τους. Ανάλογες ενστάσεις έχουν διατυπωθεί και για άλλα ζώα, όπως «κόκορες που φωνάζουν στις 6 το πρωί» ή «γαϊδάρους που ενοχλούν» (λόγω του θορύβου) όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά από ντόπιους συνομιλητές. Τέτοιες αντιδράσεις αποκαλύπτουν μια βαθύτερη μεταβολή τόσο στη χρήση όσο και την αντίληψη του αγροτικού χώρου: από τόπος παραγωγής, καθημερινής εργασίας και συνύπαρξης ανθρώπου και ζώων, μετατρέπεται σταδιακά σε καταναλωτικό τοπίο αναψυχής, σχεδιασμένο κυρίως με βάση τις προσδοκίες των νεοφερμένων κατοίκων και επισκεπτών. Με άλλα λόγια, αυτές οι αλλαγές συντελούν σημαντικά στην αλλοίωση βασικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών του τόπου.
Η πώληση της γης πέρα από την πιθανή μακροπρόθεσμη απομάκρυνση των ντόπιων κατοίκων από αυτή ενισχύει μια βαθιά πολιτισμική μεταβολή στο τοπίο της Σίφνου και των Κυκλάδων γενικότερα
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν νέες δυναμικές γύρω από το ζήτημα του «ποιος προϋπήρχε» και του «ποιος έχει το δικαίωμα» στον τόπο. Ως προέκταση αυτού, είναι πιθανό να ενισχυθούν οι τοπικοί ανταγωνισμοί, να διαταραχθεί η καθημερινότητα, και σε βάθος χρόνου, να απειληθεί η κοινωνική συνοχή των νησιωτικών κοινοτήτων.

Συγχρόνως, τέτοιες εξελίξεις συμβάλλουν στην αλλαγή του ηχητικού τοπίου (soundscapes), μιας διάστασης που ίσως αρχικά να μοιάζει δευτερευούσης σημασίας, στην πραγματικότητα όμως συνιστά μια βαθιά και ουσιώδη μεταβολή του κυκλαδίτικου πολιτισμικού τοπίου. Για παράδειγμα, όπως έχει τεκμηριώσει ο ανθρωπολόγος Παναγιώτης Πανόπουλος, βασιζόμενος σε επιτόπια έρευνα στο νησί της Νάξου, τα κουδούνια των ζώων αποτελούν σημαντικά πολιτισμικά αντικείμενα στο κυκλαδίτικο τοπίο.
Οι ήχοι που παράγουν, καθώς και οι σημασίες που αυτοί αποκτούν μέσα στην τοπική κουλτούρα, καθιστούν τα κουδούνια βασικά σύμβολα ταυτότητας για την κάθε νησιώτική κοινότητα. Αναμφίβολα, η απουσία τους υποδηλώνει αλλαγές στον τρόπο ζωής, στη χρήση των χώρων και στην κοινωνική συνοχή των νησιωτικών κοινοτήτων. Αντίστοιχα, στη Σίφνο, τον Ιούλιο του 2025, οι ήχοι που παράγουν τα κουδούνια των αιγοπροβάτων ήταν σε μεγάλο μέρος απόντες. Για παράδειγμα, καθώς περπατούσαμε ένα σούρουπο για να συναντήσουμε μια κάτοικο, ακούστηκαν ξαφνικά κάποια κουδούνια, και ήταν αυτό το άκουσμα που μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε την απουσία τους στην καθημερινότητα του νησιού. Επιπλέον, ακόμη και τα «φυσικά ξυπνητήρια» των νησιών, οι κόκορες, λείπουν: απολαμβάναμε τον πρωινό καφέ στην απόλυτη ησυχία, χωρίς του γνώριμους ήχους των ζωών που παραδοσιακά συνόδευαν τη ζωή στο νησί. Η εμπειρία αυτή έκανε εμφανές ότι η αλλαγή στο ηχητικό τοπίο δεν είναι απλώς ένα αισθητικό ζήτημα. Αποτελεί μηχανισμό που αντικατοπτρίζει βαθύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές. Η απουσία των ήχων ζώων σηματοδοτεί την απομάκρυνση των παραδοσιακών πρακτικών, την αλλαγή των σχέσεων ανθρώπου-ζώου-χώρου και, τελικά, την αλλοίωση της καθημερινής ζωής και της ταυτότητας της κοινότητας.
Με λίγα λόγια, η πώληση της γης πέρα από την πιθανή μακροπρόθεσμη απομάκρυνση των ντόπιων κατοίκων από αυτή ενισχύει μια βαθιά πολιτισμική μεταβολή στο τοπίο της Σίφνου και των Κυκλάδων γενικότερα: τα αγροτικά τοπία μετατρέπονται σε οικιστικά, ενώ οι τοπικές κοινότητες συμμετέχουν, άλλοτε ως πωλητές, ως επενδυτές, ή ως απλοί παρατηρητές, στις μεταβολές αυτές.
Η αλλαγή του αρχιτεκτονικού τοπίου
Εστιάζοντας στη δόμηση της γης, παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό η ανέγερση οικημάτων τα οποία δεν ευθυγραμμίζονται με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του νησιού. Η απόκλιση αυτή εντοπίζεται κυρίως σε δύο επίπεδα: στο μέγεθος των νέων κατασκευών και στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά τους. Ογκώδη κτίσματα με σύγχρονες αισθητικές επιλογές και υλικά που δεν ανταποκρίνονται στην τοπική κατασκευαστική παράδοση μεταβάλλουν σταδιακά την εικόνα του τοπίου. Αναμφίβολα, τέτοιες παρεμβάσεις επηρεάζουν πολλαπλές πτυχές της ζωής στο νησί –περιβαλλοντικές, κοινωνικές, και οικονομικές. Στην παρούσα ενότητα, ωστόσο, εστιάζουμε στη διακινδύνευση βασικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών της Σίφνου και, κατ’ επέκταση, στην πιθανότητα αλλοίωσης της τοπικής ταυτότητας στο βάθος του χρόνου.

Πρώτον, τα νέα οικοδομήματα είναι συχνά μεγαλύτερης κλίμακας, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση τόσο με το μικρό μέγεθος του νησιού. Κάτοικοι υπογραμμίζουν με διάφορους τρόπους ότι τα κτίσματα που οικοδομούνται στο νησί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτή τη διάσταση. «Μα δεν χωράνε τόσο μεγάλα σπίτια. Το νησί έχει μικρό μέγεθος. Δεν πάει πιο πέρα, πιο πέρα είναι η θάλασσα», είπε κάποιος, ενώ ένας άλλος χαρακτηριστικά συνέκρινε την τρέχουσα δόμηση με αυτή προηγούμενων δεκαετιών λέγοντας πως «τότε η κατάσταση ήταν πιο ελεγχόμενη, πιο μικρής κλίμακας. Ενώ τώρα δεν υπάρχει μικρή κλίμακα. Τώρα είναι υπερμεγέθη. Εχει ξεφύγει».
Η δεύτερη απόκλιση σχετίζεται με τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά με τα οποία τα νέα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα έρχονται συχνά σε ασυμφωνία. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση υπερμεγεθών παραθύρων, τα οποία δεν είναι απλά μεγαλύτερα από αυτά που παραδοσιακά συναντώνται στη Σίφνο και γενικότερα στις Κυκλάδες, είναι σε μια εντελώς άλλη κλίμακα. Η αισθητική αυτή επιλογή συχνά προκαλεί αποδοκιμασία –«πολλή τζαμαρία», «είναι όλο τζαμαρίες, μόνο τζαμαρίες» σχολίασαν διάφοροι κάτοικοι– και τέτοιες παρεμβάσεις δεν συνάδουν με την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Οπως επισημαίνει ένας κάτοικος, τα οικοδομήματα πρέπει να είναι «με συγκεκριμένα παράθυρα, συγκεκριμένα, όπως ήταν. Αν δεν τους αρέσει να πάνε εκεί που μπορούν να κάνουν. Διότι εδώ, έχει διάταγμα που απαγορεύονται τα συρόμενα, κι έχουμε γεμίσει βίλες με εκατό τετραγωνικά παράθυρα, ανοίγματα».
Ερχεται ο άλλος και χτίζει. Γιατί δεν σέβεται την αρχιτεκτονική του νησιού;
Αναμφίβολα, αυτές οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις συμβάλλουν στην αλλοίωση του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα της Σίφνου. Κι αυτό προκαλεί έντονη ανησυχία στους κατοίκους, καθώς η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του νησιού αποτελεί ένα από τα βασικά και αναγνωρίσιμα στοιχεία της ταυτότητάς του, διακρίνοντάς το τόσο εντός όσο και εκτός των Κυκλάδων. Παράλληλα, οι νέες οικοδομικές παρεμβάσεις αναδεικνύουν μια υπόγεια αλλά βαθιά κοινωνική διαφοροποίηση. Οι κάτοικοι παραδοσιακών οικισμών οφείλουν να συμμορφώνονται με πολεοδομικούς και αρχιτεκτονικούς περιορισμούς, διατηρώντας τα ιστορικά πρότυπα δόμησης. Αντίθετα, σε περιοχές εκτός των οικιστικών πυρήνων παρατηρείται η κατασκευή κατοικιών με εντελώς διαφορετικά αισθητικά χαρακτηριστικά, τα οποία συχνά δεν εναρμονίζονται με το τοπικό περιβάλλον. Οπως χαρακτηριστικά εκφράζει μια κάτοικος: «ΟΚ, αλλά δεν είναι λίγο κρίμα και άδικο να χάσουμε το νησί μας μέσα από τα χέρια μας; Δηλαδή η αρχιτεκτονική του. Εν πάση περιπτώσει, έρχεται ο άλλος και χτίζει. Γιατί δεν σέβεται την αρχιτεκτονική του νησιού; Γιατί πρέπει να κάνει αυτές τις τζαμαρίες; […] Δεν θα βλέπει τη θάλασσα μέσα από το παράθυρο; Θα τη βλέπει! Δηλαδή, εγώ που τη βλέπω μέσα από το παράθυρο, τι έπαθα ας πούμε;»
Την ίδια κοινωνική διάκριση διατυπώνει και ένας άλλος κάτοικος, με δηκτική ειρωνεία: «Σου αρέσει να βλέπεις τα μικρά τα σπιτάκια, με τα χρωματιστά παραθυράκια. Τα ρώτησες αυτά τα σπιτάκια τι βλέπουνε;»

Πέρα από την αλλαγή στα οικιστικά πρότυπα, η σύγχρονη δόμηση αποκρύπτει ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο του αρχιτεκτονικού τοπίου της Σίφνου: την ιδιαίτερα μεγάλη πυκνότητα εκκλησιών που τη χαρακτηρίζει. Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε κάτοικος, υπενθυμίζοντας τον αριθμό τους, «όπου έστριβες το κεφάλι σου έβλεπες εκκλησία. Τώρα όπου στρίβεις το κεφάλι σου βλέπεις οικοδομή». Η αυξημένη δόμηση έχει οδηγήσει στο να «χαθούν» οι εκκλησίες ανάμεσα στα νέα οικοδομήματα, κάτι που παλαιότερα ξεχώριζαν καθαρά στο τοπίο. Με άλλα λόγια, ένα από τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τη Σίφνο από τις υπόλοιπες Κυκλάδες τείνει πλέον να αποσιωπάται.
«Ανορθόδοξη» ανάπτυξη
Ολα αυτά οδηγούν συχνά στο να υπογραμμίζεται ότι η ανάπτυξη που παρατηρείται είναι «ανορθόδοξη, γιατί δεν υπάρχει ένα πλάνο», ή διαφορετικά ότι δεν πρόκειται για «ανάπτυξη αλλά για καταστροφή» αφού αυτή συμβάλλει ουσιαστικά στην αλλοίωση του τοπίου αντί στη βελτίωσή του. Αναμφίβολα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται ένα από τα πάγια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας που σχετίζεται με την αδυναμία του κράτους να επιβάλει και να ενισχύσει την εφαρμογή των θεσμικών πλαισίων. Χαρακτηριστικά, κάποιοι κάτοικοι τόνισαν ότι παρά τις καταγγελίες που κατατίθενται για οικοδομές που δεν συμμορφώνονται με τους όρους δόμησης, οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς, όπως η πολεοδομία, δεν μεταβαίνουν στο νησί για τις απαραίτητες αυτοψίες (οι αντίστοιχες υπηρεσίες δεν εδρεύουν στο νησί). Επιπλέον, ούτε ο δήμος ούτε η αστυνομική αρχή που θα μπορούσαν να παρέμβουν πιο άμεσα έχουν κάποια αρμοδιότητα να διακόψουν τέτοιες εργασίες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται ο νόμος και να οδηγείται το νησί στην αισθητική του αλλοίωση.
Κάποιοι κάτοικοι τόνισαν ότι παρά τις καταγγελίες που κατατίθενται για οικοδομές που δεν συμμορφώνονται με τους όρους δόμησης, οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς δεν μεταβαίνουν στο νησί για τις απαραίτητες αυτοψίες
Αναγνωρίζοντας τις «στρεβλώσεις που έχουν οι νομοθεσίες, την ανικανότητα των λόμπι, ή τη σκοπιμότητα» που μπορεί να υποκρύπτονται πίσω από συγκεκριμένες αποφάσεις, ένας εργαζόμενος στον τομέα της δόμησης στράφηκε στους ίδιους τους επαγγελματίες του κλάδου, υποστηρίζοντας ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως παράγοντες που θέτουν εμπόδια σε εξελίξεις που θέτουν σε κίνδυνο την αρχιτεκτονική ταυτότητα του νησιού. «Ενας υγιής αρχιτέκτονας το αντιμετωπίζει», ανέφερε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι «ένας ευσυνείδητος αρχιτέκτονας μπορεί να λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί η παθογένεια του κράτους». Ως παράδειγμα, αναφέρθηκε σε μια πρότασή του προς πελάτες να χτίσουν με πέτρα και χώμα, υιοθετώντας δηλαδή παραδοσιακές τεχνικές. Κατά την άποψή του, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια αρχιτεκτόνων και μηχανικών να καθοδηγούν έστω ένα μέρος των πελατών τους σε πιο βιώσιμες αρχιτεκτονικές επιλογές. Στο ίδιο πλαίσιο, υπογράμμισε ότι συχνά οι πελάτες δεν αντιλαμβάνονται, για παράδειγμα, τις δυσκολίες που προκαλούν οι μεγάλες τζαμαρίες στη διατήρηση δροσιάς το καλοκαίρι σε μια χώρα με τόσο έντονη ηλιοφάνεια. Ετσι, αναδεικνύοντας στους πελάτες αυτές τις δυσκολίες, μπορούν να τους κατευθύνουν σε βιώσιμες για το νησί λύσεις.

