Ο τρόπος και ο ρυθμός της δόμησης στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων απασχολούν όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη.
Από τη μια πλευρά, η δόμηση προβάλλεται ως βασικός μοχλός ανάπτυξης, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα. Με τον τουρισμό να αποτελεί έναν από τους κύριους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, η κατασκευή νέων τουριστικών υποδομών και κατοικιών θεωρείται αναγκαία για την περαιτέρω ενίσχυση του τομέα.
Από την άλλη, όμως, πληθαίνουν οι φωνές που προειδοποιούν ότι οι σημερινές αναπτυξιακές πρακτικές θέτουν σε κίνδυνο την πολιτιστική κληρονομιά και τη μακροπρόθεσμη ευημερία των νησιών. Ενδεικτικά, η Europa Nostra, η Πανευρωπαϊκή Ομοσπονδία Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, εξέδωσε τεχνική έκθεση, στην οποία επισημαίνονται τα νησιά των Κυκλάδων –και ειδικότερα η Σίφνος, η Σέριφος και η Φολέγανδρος– ως ένα από τα εφτά πλέον απειλούμενα μνημεία και πολιτιστικά τοπία στην Ευρώπη για το έτος 2024.
Τι ακριβώς απειλείται από τον σημερινό τρόπο δόμησης στις Κυκλάδες; Ποια πολιτιστικά χαρακτηριστικά κινδυνεύουν να χαθούν; Ποιες είναι οι συνέπειες για τους τοπικούς πληθυσμούς και ποιοι οι φόβοι τους για το μέλλον; Αναμφίβολα, αυτά τα ερωτήματα δεν αφορούν μονάχα την παραπάνω έκθεση της Europa Nostra και μεμονωμένους ευρωπαϊκούς φορείς. Ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, αυτές οι συζητήσεις έχουν έρθει στο κέντρο του δημόσιου διάλογου. Για παράδειγμα, έχει ανοίξει μια διεθνής συζήτηση για τις επιπτώσεις του υπερτουρισμού στην Ευρώπη, τις αντιδράσεις από τους ντόπιους και πιθανές πολιτικές άμβλυνσης των προκλήσεων. Στην Ελλάδα, η αυξανόμενη ανησυχία για τη βιωσιμότητα του τουριστικού μοντέλου έχει ανασύρει και ερωτήματα για το κατά πόσο η εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού κινδυνεύει να χαθεί παντοτινά για τους κατοίκους της χώρας.
(Υπερ)δόμηση και (υπερ)τουρισμός
Το παρόν Special Report επιχειρεί να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα εστιάζοντας στο φαινόμενο της υπερδόμησης. Τι είναι όμως η υπερδόμηση και ποια είναι η σχέση της με τον υπερτουρισμό;
Οι μόνιμοι κάτοικοι συχνά οδηγούνται στην έξοδο, αφού αδυνατούν να ζήσουν είτε λόγω οικονομικών είτε λόγω κοινωνικών πιέσεων.
Ιδιαίτερα με το τέλος της πανδημίας του COVID-19, ο όρος «υπερτουρισμός» χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και δεν υπάρχει ένας ευρέως αποδεκτός ορισμός, ο όρος αυτός συνήθως περιγράφει την εισροή τόσο μεγάλου αριθμού τουριστών σε έναν τόπο, ώστε να ξεπερνιούνται τα όρια των υποδομών και της φέρουσας ικανότητάς του.

Οι πιέσεις αυτές συχνά οδηγούν τους μόνιμους κατοίκους στην έξοδο, αφού αδυνατούν να ζήσουν είτε λόγω οικονομικών είτε λόγω κοινωνικών πιέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί η πόλη της Βενετίας, της οποίας ο πληθυσμός έχει μειωθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες λόγω αυτών των δυναμικών (από περίπου 150.000 το 1960 σήμερα ο πληθυσμός του ιστορικού κέντρου ανέρχεται σε περίπου 50.000). Ο όρος «υπερδόμηση» συνδέεται με τον «υπερτουρισμό», αλλά παραμένει διακριτός: αφορά την υπέρμετρη και συχνά ανεξέλεγκτη οικοδομική δραστηριότητα, η οποία μετασχηματίζει το τοπίο και επηρεάζει τους φυσικούς και κοινωνικούς πόρους, ανεξάρτητα από τον αριθμό των επισκεπτών.
Η περίπτωση της Σίφνου
Σε αυτό το special report, εστιάζουμε στην περίπτωση της Σίφνου. Επιλέξαμε το παράδειγμα της Σίφνου καθώς συγκαταλέγεται ανάμεσα στα νησιά που χαρακτηρίζονται από τα πλέον απειλούμενα μνημεία και πολιτιστικά τοπία στην Ευρώπη.
Η Σίφνος βρίσκεται στις Δυτικές Κυκλάδες, ανάμεσα στη Σέριφο, στην Κίμωλο και τη Μήλο. Εχει έκταση περίπου 74 τ.χλμ., γεγονός που την κατατάσσει ως το 14ο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, έχει πληθυσμό 2.777 κατοίκους, είναι δηλαδή το 9ο πιο κατοικημένο νησί των Κυκλάδων. Βέβαια, όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα ελληνικά νησιά, ο πληθυσμός αυτός πολλαπλασιάζεται τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν η Σίφνος φιλοξενεί επιπλέον έως και 6.300 επισκέπτες ταυτόχρονα σε ξενοδοχεία και καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Ενα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα της Σίφνου είναι η ιδιαίτερη κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική της. Τα άσπρα σπίτια με τις επίπεδες οροφές και τις χαρακτηριστικές καμινάδες, τους «φλάρους» όπως λέγονται, οι λιθόστρωτες αυλές και οι χαμηλοί διαχωριστικοί τοίχοι ανάμεσα στα σπίτια δημιουργούν ένα μοναδικό οικιστικό τοπίο που προστατεύεται με Προεδρικό Διάταγμα του 1976 ως «περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους».
Σημαντικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής ταυτότητας αποτελούν, επίσης, οι πολυάριθμες εκκλησίες και τα μοναστήρια, 237 στον αριθμό, πολλά από τα οποία έχουν αναγνωριστεί ως μνημεία. Μερικά από αυτά είναι το Μοναστήρι της Βρυσιανής στα Εξάμπελα, το Μοναστήρι της Παναγιάς των Φυρόγειων, αλλά και η Παναγιά η Χρυσοπηγή, η Παναγιά η Πουλάτη, η Παναγιά η Κιτριανή κ.ά.

Στο τοπίο του νησιού παραδοσιακά κυριαρχούν και οι αναβαθμίδες, ή «ξερολιθιές», που δίνουν ιδιαίτερη αισθητική στη Σίφνο και ταυτόχρονα συγκρατούν το χώμα και το νερό, προσφέροντας πρακτικά οφέλη στη γεωργία και διαχωρίζοντας με φυσικό τρόπο τις ιδιοκτησίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέρα από την αρχιτεκτονική της ιδιαιτερότητα, το φυσικό τοπίο της Σίφνου είναι μεγάλης οικολογικής αξίας. Ενα μεγάλο τμήμα του νησιού, περίπου 20 τετραγωνικά χιλιόμετρα, έχει ενταχθεί στο Δίκτυο Natura 2000 και προστατεύεται λόγω της πλούσιας βιοποικιλότητάς που. Επιπλέον, η Σίφνος διαθέτει εκτεταμένο δίκτυο μονοπατιών, συνολικού μήκους περίπου 150 χιλιομέτρων.
Η Σίφνος είναι γνωστή και για τη γαστρονομική της παράδοση, ενώ αποτελεί και γενέτειρα του διάσημου σεφ Νικόλαου Τσελεμεντέ. Πιάτα όπως η ρεβιθάδα, το αρνί ή κατσίκι στον ξυλόφουρνο (γνωστό ως «μαστέλο» από το ομώνυμο πήλινο σκεύος στο οποίο ψήνεται) και η καππαροσαλάτα αποτελούν πυλώνα της τοπικής κουζίνας.
Αυτά είναι μερικά από τα βασικά τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα της Σίφνου. Και είναι ακριβώς αυτά που σήμερα κινδυνεύουν να αλλοιωθούν από τον τρόπο και τον ρυθμό της σύγχρονης δόμησης.
Ο αντίκτυπος της υπερδόμησης μέσα από τα μάτια των κατοίκων
Τα ευρήματα που αναδεικνύονται σε αυτό το special report βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα που συλλέχθηκαν μέσω έρευνας πεδίου στο νησί της Σίφνου τον Ιούλιο του 2025. Συγκεκριμένα, η έρευνα βασίζεται σε είκοσι τέσσερις εις βάθος συνεντεύξεις καθώς και άτυπες συνομιλίες με κατοίκους του νησιού, διαφόρων επαγγελμάτων, με στόχο τη μέγιστη διαφοροποίηση του δείγματος, καθώς και εθνογραφική παρατήρηση. Επιλέξαμε την «ανωνυμοποίηση» των συμμετεχόντων – στόχος αυτής της επιλογής ήταν να διασφαλιστεί ότι οι συνεντευξιαζόμενοι θα μπορούσαν να εκφράσουν ελεύθερα τις σκέψεις και τις απόψεις τους, χωρίς να τις αυτολογοκρίνουν υπό τον φόβο κοινωνικής κριτικής ή πιθανής στοχοποίησης.

Τα δεδομένα που συλλέξαμε μας οδήγησαν στο να εστιάσουμε σε τρεις κύριες θεματικές διαστάσεις του φαινομένου της (υπερ)δόμησης. Αρχικά, το report εξετάζει τον αντίκτυπο στη γη – δηλαδή, τη σημασία της πώληση της γης, το πώς, πέρα από την αλλαγή στη χρήση του εδάφους, μπορεί να υπονομεύσει βασικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κυκλαδίτικου χώρου, καθώς και το πώς τα νέα αρχιτεκτονικά στοιχεία αλλοιώνουν την τοπική ταυτότητα και εισάγουν ασυνέχειες στο παραδοσιακό τοπίο. Στη συνέχεια, διερευνάται ο αντίκτυπος της δόμησης στους ήδη ευάλωτους φυσικούς πόρους, με έμφαση στην ύδρευση, που οι πιέσεις είναι πλέον οριακές και έχουν σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις. Τέλος, εξετάζονται οι συνέπειες αυτών των δυναμικών στην πολιτιστική κληρονομιά και δη στη γαστρονομία, καθώς και στην κοινωνική ζωή, αναδεικνύοντας τους φόβους των κατοίκων για το μέλλον τους.
Η κατανόηση αυτών των δυναμικών αποτελεί βασική προϋπόθεση για τον σχεδιασμό πολιτικών που θα προστατεύουν την ιδιαίτερη ταυτότητα των ελληνικών νησιών και, ταυτόχρονα, θα στηρίζουν τόσο τη βραχυπρόθεσμη όσο και τη μακροπρόθεσμη ευημερία τους.

