Με την ψήφιση του Συντάγματος στις 7 Ιουνίου 1975 και καθώς είχαν προηγηθεί οι εκλογές του Νοεμβρίου και το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974, ολοκληρώθηκε η μετάβαση στην εποχή της Μεταπολίτευσης.
Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές –Νοέμβριος 1974– είχαν συντελεστεί. Η βασιλεία είχε, ένα μήνα μετά, αποκαθηλωθεί. Ομως οι διχασμοί, στους οποίους το Παλάτι μαζί με τον Στρατό είχαν πρωτοστατήσει, έριχναν ακόμη τη σκιά τους στην πολιτική ζωή. Η νεογέννητη και συνταγματικά αδιαμόρφωτη δημοκρατία έφερε τα τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος.
Ποιες ήταν οι αγωνίες που κυριάρχησαν στη συζήτηση για το νέο Σύνταγμα; Ποιες ήταν οι ενστάσεις που εμπόδισαν τελικά τη συναινετική υιοθέτησή του; Πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών, συνταγματολόγοι και ιστορικοί εξηγούν στην «Κ» την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία καταρτίστηκε και ψηφίστηκε ο καταστατικός χάρτης.
Συνεργασία που δεν τελεσφόρησε
Η αναθεωρητική Βουλή του 1974-75 σφράγισε την Ιστορία, αλλά και σφραγίστηκε από αυτήν. Ο χαρακτήρας του σκληρού μετεμφυλιακού κράτους, η απέχθεια για το σιδηρόφρακτο καθεστώς της χούντας, αλλά και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν τα στοιχεία που συνδιαμόρφωσαν το πρώιμο μεταδικτατορικό πολιτικό τοπίο, διαποτίζοντας και τις εργασίες της αρμόδιας συνταγματικής επιτροπής.
«Βίωνα, ως νέος βουλευτής, τη δημιουργική συνεργασία ανάμεσα στις κυρίαρχες τότε πολιτικές δυνάμεις, Νέα Δημοκρατία και Eνωση Κέντρου. Αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση ενός καταστατικού χάρτη που εξασφάλισε στη χώρα, έως σήμερα, δημοκρατική ομαλότητα, αδιατάρακτη εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία και πολιτική σταθερότητα», λέει στην «Κ» ο πρώην υπουργός Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, μέλος της επιτροπής από την πλευρά της Ν.Δ. «Από τη 40χρονη κοινοβουλευτική μου θητεία, η πρώτη μεταδικτατορική Βουλή κατέχει θέση ξεχωριστή και ανεπανάληπτη», θυμάται ο πρώην πρόεδρος του Κοινοβουλίου και επίσης μέλος της επιτροπής εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ Απόστολος Κακλαμάνης. «Ασφαλώς η κυπριακή τραγωδία και το προχουντικό παρελθόν ήταν γεγονότα καθοριστικά της πολιτικής ατμόσφαιρας, όπως και η αίσθηση ευθύνης για το ιστορικό έργο της αναθεώρησης του Συντάγματος και προϊδέαζαν για την ανάγκη συναινετικών διαδικασιών. Η συναινετική διάθεση ήταν φανερή στις μετριοπαθείς και τεκμηριωμένες τοποθετήσεις», προσθέτει.
Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σπύρος Βλαχόπουλος, αναδεικνύει τη σημασία των προσώπων. «Είχαν συναίσθηση της βαρύτητας των ιστορικών στιγμών. Αυτό οφείλεται και στο μέγεθος των πολιτικών που συμμετείχαν (Καραμανλής, Τσάτσος, Παπανδρέου, Κύρκος, Ηλιού), επιβεβαιώνοντας ότι η Ιστορία δεν γράφεται μόνον από τους θεσμούς, αλλά και από τις προσωπικότητες». «Η συνειδητοποίηση –συχνά έμμεση και άρρητη– ότι το πολιτικό σύστημα είχε κάνει βαριά λάθη το 1963-67 ασφαλώς διαμόρφωσε ένα κλίμα περισυλλογής, θετικό προς το νέο Σύνταγμα», προσθέτει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Oταν, όμως, έφθασε η ώρα να συζητηθούν οι αρμοδιότητες του νέου ανώτατου πολιτειακού άρχοντα, δηλαδή του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ), ξέσπασε πολιτική αντιπαράθεση. «Δυστυχώς, κάθε προσπάθεια συναίνεσης δυναμιτίστηκε από την πείσμονα επιμονή του Κωνσταντίνου Καραμανλή να ψηφιστούν οι περίφημες υπερεξουσίες του ΠτΔ, συντακτικού ουσιαστικά χαρακτήρα και ασύμβατες φυσικά με το πολίτευμα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», εξηγεί ο κ. Κακλαμάνης. Πράγματι, το Σύνταγμα ψηφίστηκε μόνο από τους 220 βουλευτές της Ν.Δ.
Αντίβαρο ή κατάλοιπο;
Δεν ήταν, όμως, θεμιτό έπειτα από δεκαετίες βασιλευομένης δημοκρατίας να υπάρχει ένα στιβαρό θεσμικό αντίβαρο έναντι μιας ισχυρότατης εκτελεστικής εξουσίας; «Διανύαμε τις πρώτες στιγμές της Μεταπολίτευσης και φαινόταν απαραίτητη η πρόβλεψη ενός μονοπρόσωπου οργάνου ως εγγυητή της δημοκρατικής ομαλότητας και της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας», υποστηρίζει ο κ. Βλαχόπουλος.
«Οι υπερεξουσίες του ΠτΔ μάλλον εξασθένισαν το κύρος του Κοινοβουλίου, μετά τη φθορά και την απαξίωση στη συνείδηση του λαού ως αποτέλεσμα του βασιλικού πραξικοπήματος και της αποστασίας», αντιτείνει ο κ. Κακλαμάνης. «Επειτα από 35 χρόνια αυταρχικής διακυβέρνησης και κοινωνικοπολιτικού αποκλεισμού των ηττημένων του Εμφυλίου πολέμου, κατάσταση στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο βασιλιάς και το παλάτι, ο λαός απέκρουε ένα βοναπαρτικού χαρακτήρα κυβερνητικό σύστημα, που εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα δικτατορία», υποστηρίζει η Ιφιγένεια Καμτσίδου, καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ, επισημαίνοντας ότι το Σύνταγμα του 1975 ουσιαστικά επέτρεπε στον ΠτΔ, ειδικά σε περίπτωση «καχεξίας του κομματικού συστήματος», να λειτουργεί ως ανεξέλεγκτο κέντρο εξουσίας. «Η παραπάνω προοπτική αποτελούσε μια σπουδαία απειλή για το πολίτευμα, δεδομένου ότι η καθυποταγή της Βουλής στον αρχηγό του κράτους θα υποβάθμιζε τη λαϊκή εντολή και παράλληλα θα εξουδετέρωνε τη δυνατότητα της αντιπολίτευσης να ελέγχει και να περιορίζει την εκτελεστική εξουσία», προσθέτει.
«Η συνειδητοποίηση –συχνά έμμεση και άρρητη– ότι το πολιτικό σύστημα είχε κάνει βαριά λάθη το 1963-67 ασφαλώς διαμόρφωσε ένα κλίμα περισυλ- λογής, θετικό προς το νέο Σύνταγμα», λέει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μπορεί αυτά να φαίνονται εκ των υστέρων υπερβολικά, αλλά τότε ρίζωναν στη συγκυρία μιας δημοκρατίας σε μετάβαση, υποστηρίζει ο αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Γιώργος Καραβοκύρης: «Οι “υπερεξουσίες” του ΠτΔ ενεργοποίησαν τις επώδυνες μνήμες της μοναρχίας και των παρεμβάσεών της στην πολιτική ζωή του τόπου. Η αντιπαράθεση διαμεσολαβήθηκε αφενός από το βάρος της Ιστορίας, αφετέρου από τη δυσπιστία ως προς τις προθέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή. «Πράγματι, κάποιες αρμοδιότητες του ΠτΔ, όπως η πρόωρη διάλυση της Βουλής σε περίπτωση προφανούς δυσαρμονίας με το λαϊκό αίσθημα, ήταν προβληματικές και ορθώς καταργήθηκαν το 1986», προσθέτει ο κ. Βλαχόπουλος.
Παλιοί όροι, νέες φορτίσεις
Μια έτερη αντιπαράθεση εκείνων των ημερών σχετιζόταν με τη διατύπωση στο άρθρο 1 παράγραφος 3: «Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Εθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Γιατί, όμως, και «Λαός» και «Εθνος»; «Η αντιπολίτευση αντέδρασε στον όρο “έθνος”, επειδή χρησιμοποιήθηκε στην εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα, προκειμένου να χωρίσει τους Ελληνες σε “εθνικόφρονες” και “μη εθνικόφρονες”. O όρος “έθνος” απέκτησε αρνητικό πρόσημο για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που προτιμούσε τον όρο “λαός”», εξηγεί ο Σπύρος Βλαχόπουλος.
«Η διαίρεση σε “εθνικόφρονες” και “αντεθνικώς δρώντες ή δράσαντες” καθόριζε την απόλαυση των δικαιωμάτων και στήριξε τον αποκλεισμό σημαντικού τμήματος του λαού από τις πολιτικές διαδικασίες. Ετσι, κατά τη συντακτική διαδικασία του 1975 ήταν δημοκρατικά κρίσιμο το έθνος να πάψει να αποτελεί καθοριστική αναφορά για την άσκηση της εξουσίας», εκτιμά η κ. Καμτσίδου. Και προσθέτει: «Η αντιπαράθεση υπήρξε έντονη, είχε όμως ευτυχή κατάληξη. Πηγή και φορέας της κυριαρχίας αναγνωρίζεται ο λαός, με την πραγματική και συγκεκριμένη κάθε φορά σύνθεσή του. Η αναφορά στο έθνος ως ενός από τους σκοπούς άσκησης της κρατικής εξουσίας δεν απομειώνει τη λαϊκή κυριαρχία».
Ο κ. Βλαχόπουλος υπενθυμίζει ότι σε αυτές τις επιφυλάξεις απάντησε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, εμπνευστής του Συντάγματος του 1975: «”Αλλεργίαν κατά των λέξεων δεν έχω, ούτε του λαού, ούτε του έθνους και δεν επηρεάζομαι εις την διατύπωσιν του Συντάγματος από αλλεργίας του παρελθόντος. Κάμω Σύνταγμα διά το μέλλον”. Τόνιζε δηλαδή ότι το έθνος είναι ο λαός στην ιστορική και διαχρονική του συνέχεια».
Απαγόρευση κομμάτων
Ενα ζήτημα που επανήλθε πρόσφατα στη δημόσια συζήτηση με αφορμή τις προεκτάσεις του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής στην πολιτική ζωή, δηλαδή η απαγόρευση λειτουργίας κομμάτων, προβλεπόταν στο προσχέδιο του Συντάγματος το 1975. Επρόκειτο για μια αχρείαστη διάταξη, εκτιμά ο κ. Κακλαμάνης. «Η λογική της αντανακλούσε την ξεπερασμένη πια τακτική της αναζήτησης μέσων χειραγώγησης του λαού και της πολιτικής ζωής, όπως ο περίφημος “κομμουνιστικός κίνδυνος” που, αν και ανύπαρκτος, μετά το τέλος του Εμφυλίου δεν διευκόλυνε μόνο τη Δεξιά και τον ξένο παράγοντα, αλλά εξέθρεψε στους κόλπους της Δεξιάς και του παλατιού τους “σωτήρες” μας από τον εν λόγω “κίνδυνο”, πραξικοπηματίες του Απριλίου 1967».
«Η εν λόγω πρόβλεψη προσέκρουσε στις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, η οποία φοβήθηκε την επανάληψη των σχετικών απαγορεύσεων του μετεμφυλιακού κράτους. Μνημειώδης υπήρξε τότε η ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου. Ανέφερε εμφατικά: “Αρκεί ο Ποινικός Κώδιξ”!» εξιστορεί ο κ. Βλαχόπουλος. Εκτιμά, πάντως, ότι οι φόβοι της αντιπολίτευσης δεν ήταν δικαιολογημένοι: «Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν αυτή που νομιμοποίησε όλα τα πολιτικά κόμματα, “ρίχνοντας την αυλαία” της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας».
Ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος ανασύρει ένα τμήμα της ομιλίας του στις 12 Φεβρουαρίου 1975: «Η απαγόρευση ενός κόμματος που παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελεί επιταγή της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Από απόψεως όμως πρακτικής εφαρμογής της απαγόρευσης γεννώνται ανυπέρβλητες δυσχέρειες και σοβαρότατοι κίνδυνοι. Δυσχέρειες ως προς τον προσδιορισμό ορίων της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Κίνδυνοι ως προς τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της διάταξης εναντίον κομμάτων που απλώς δεν θα είναι αρεστά σε ορισμένη πολιτική παράταξη».
«Η κατάργηση του αναγκαστικού νόμου 509/1947, που επί δεκαετίες έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ και περιόριζε δραστικά την πολιτική συμμετοχή των αριστερών (των κομμουνιστών και των συνοδοιπόρων τους), ήταν εξαιρετικά πρόσφατη και ο κίνδυνος εκ νέου συρρίκνωσης του λαού, αυτή τη φορά και με συνταγματικό θεμέλιο, έμοιαζε ορατός», υπογραμμίζει η κ. Καμτσίδου, επικροτώντας την επιλογή της αναθεωρητικής Βουλής: «Ο συντακτικός νομοθέτης δεν άφησε το πολίτευμα απροστάτευτο, αλλά σωστά έκρινε ότι η έννομη τάξη, και ειδικότερα το ποινικό δίκαιο, παρέχει επαρκή εργαλεία για τη διαφύλαξη της δημοκρατικής νομιμότητας».
Το Σύνταγμα του 1975 ήταν πάνω απ’ όλα ανθρωποκεντρικό, προϊόν του φιλελεύθερου ευρωπαϊκού πνεύματος της εποχής, με έμφαση στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά και στον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους στην οικονομία. Εκτός από το δεδομένο ότι ο καταστατικός χάρτης της χώρας αποτελούσε ανέκαθεν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης, το ερώτημα που προκύπτει είναι αν και σε τι βαθμό η εκάστοτε συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να επηρεάζεται από την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα. «Το Σύνταγμα συμπυκνώνει ως ζωντανό κείμενο μείζονες πολιτικές και κοινωνικές επιλογές. Η αναθεώρηση δεν γίνεται σε συνθήκες εργαστηρίου. Είναι μια απαιτητική άσκηση, ένας διάλογος τόσο με τη στιγμή όσο –και κυρίως– με τον μακρύ ιστορικό χρόνο», επισημαίνει ο κ. Καραβοκύρης. «Ο αναθεωρητικός νομοθέτης θα πρέπει να συνυπολογίζει ότι το Σύνταγμα αλλάζει πολύ δύσκολα. Aρα πρέπει να σκέφτεται με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και όχι στο εφήμερο παρόν», προσθέτει ο κ. Βλαχόπουλος.

