Αποκαλυπτικό των δυσκολιών των νέων να αποκτήσουν ή να νοικιάσουν το δικό τους σπίτι, είναι το γεγονός ότι μένουν στη γονεϊκή εστία για πολλά χρόνια μετά την ενηλικίωσή τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, που επεξεργάστηκε και παρουσίασε πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Ιδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), το ποσοστό των νέων στην Ελλάδα που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά συνεχίζουν να μένουν με τους γονείς τους έως τα 34 έτη τους, αγγίζει το 68%. Πρόκειται για τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση στην Ε.Ε., μετά τη Βουλγαρία του 71%.
Ουσιαστικά δηλαδή ο κατώτατος μισθός σήμερα, παρά τις αυξήσεις που έχουν μεσολαβήσει, αλλά και τις επερχόμενες φορολογικές ελαφρύνσεις, ειδικά για τους νέους, δεν επαρκεί για τη μίσθωση κατοικίας, ιδίως στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, ειδικά όπου υπάρχει ταυτόχρονη συνύπαρξη φοιτητών και τουριστών.
Στην Ολλανδία, όπου επίσης παρατηρείται εκτίναξη των τιμών πώλησης και ενοικίασης κατοικιών τα τελευταία χρόνια, το αντίστοιχο ποσοστό των νέων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και κατοικούν με τους γονείς τους έως τα 34 τους χρόνια, διαμορφώνεται σε 43%. Στην Ισπανία το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 52% και στην Ιταλία το 56%, ενώ στη Γαλλία διαμορφώνεται σε 41%.
Στην περίπτωση της χώρας μας, κύριος λόγος για την εξέλιξη αυτή είναι το ότι οι αμοιβές παραμένουν χαμηλές, ενώ και το κόστος των ενοικίων είναι υψηλό. Σύμφωνα με στοιχεία της BluPeak Estate Analytics, εταιρείας αναλύσεων δεδομένων ακινήτων, από το 2017 έως το 2024 οι τιμές πώλησης κατοικιών έχουν καταγράψει αύξηση άνω του 70% σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Κρήτη. Παράλληλα, η προσφορά διαθέσιμων κατοικιών για ενοικίαση έχει μειωθεί, καθώς χιλιάδες ακίνητα διοχετεύονται σε βραχυχρόνιες μισθώσεις ή παραμένουν κενά λόγω γραφειοκρατίας και φορολογικών ασυνεπειών. Ετσι, τα ενοίκια στην Αθήνα έχουν αυξηθεί κατά 48% από το 2018. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και μεταξύ των νέων που αμείβονται με ποσά μεγαλύτερα του κατώτατου μισθού, το ποσοστό εκείνων που μένουν με τους γονείς τους παραμένει υψηλό και διαμορφώνεται σε 42%, όταν σε Δανία και Σουηδία τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 10% και 11%. Παράλληλα, στη Γαλλία διαμορφώνεται σε 30%, στην Ολλανδία σε 31%, ενώ στην Ιταλία και στην Ισπανία σε 46%, όντας χειρότερο από της Ελλάδας.
Η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό νέων που παραμένουν στο πατρικό, μετά τη Βουλγαρία (71%).
Σε σχετική ανάλυσή της, η BluPeak επισημαίνει ότι το πρόβλημα της στέγης δεν θα πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα, αλλά ενιαία, μαζί με το ζήτημα της υπογεννητικότητας και συνολικά του δημογραφικού προβλήματος. Η πρόσβαση σε προσιτή κατοικία αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία οικογένειας και την κοινωνική συνοχή. «Η Ελλάδα βιώνει σήμερα τη σοβαρότερη στεγαστική κρίση των τελευταίων 30 ετών. Παρότι διαθέτει εκατομμύρια κατοικίες, μεγάλο μέρος τους παραμένει κλειστό ή ακατάλληλο για κατοίκηση. Η απότομη άνοδος των τιμών, η πίεση που ασκούν οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και η απουσία συστηματικής πολιτικής κοινωνικής κατοικίας έχουν ως αποτέλεσμα οι νέοι να δαπανούν πάνω από το 50% του εισοδήματός τους στο ενοίκιο και να παραμένουν εξαρτημένοι από την πατρική στέγη ακόμη και μετά τα 30 έτη. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού βρίσκεται σε στεγαστική επισφάλεια ή σε συνθήκες αποκλεισμού», αναφέρει η εταιρεία.
Η κατάσταση αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο και στο δημογραφικό, καθώς από τις 118.000 γεννήσεις το 2008, το 2024, το αντίστοιχο μέγεθος υποχώρησε σε μόλις 68.467 γεννήσεις, που είναι και ιστορικό χαμηλό. «Μέσα σε 15 χρόνια η μείωση των γεννήσεων ξεπερνάει το 38% και ο δείκτης γονιμότητας παραμένει στο 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, πολύ χαμηλότερα από το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού», τονίζει η BluPeak.
Σύμφωνα με την εταιρεία, για να αντιμετωπιστεί η δομική αυτή κρίση απαιτείται κατ’ αρχάς μια συνεκτική πολιτική στέγασης, που να επικεντρώνεται στην παροχή πρόσβασης σε προσιτή και βιώσιμη κατοικία. «Χρειάζεται ξεκάθαρη στρατηγική που να περιλαμβάνει την καταγραφή και αξιοποίηση κενών ή ανενεργών ακινήτων, την ενεργοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας για νέους και οικογένειες, την ενίσχυση της μακροχρόνιας μίσθωσης και την παροχή φορολογικών κινήτρων για την ανακαίνιση παλαιών κατοικιών».
Θετικά αξιολογούνται πάντως και τα πρόσφατα μέτρα της κυβέρνησης, που θα τεθούν σε ισχύ από το νέο έτος, όπως ο μηδενισμός των φορολογικών συντελεστών για τους νέους έως 25 ετών και με ετήσιο εισόδημα έως 20.000 ευρώ. Αντίστοιχα, για τους νέους 26-30 ετών ο συντελεστής φόρου για το εισόδημα από τις 10.000 έως τις 20.000 ευρώ θα διαμορφωθεί σε 9%.

