Μορφή επιδημίας λαμβάνουν οι διαδικτυακές απάτες, με μόλις ένα 14% των καταναλωτών να δηλώνει ότι δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια εις βάρος του να το εξαπατήσουν. Μάλιστα από το υπόλοιπο 86%, ένας στους τέσσερις δηλώνει πως έχει δεχθεί προσπάθεια εξαπάτησης τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ενώ τρεις στους δέκα δηλώνουν ότι έχει γίνει εις βάρος τους απόπειρα εξαπάτησης διά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όχι μία, αλλά ακόμη και τρεις φορές. Σύμφωνα, δε, με τα στοιχεία της έρευνας που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ) για λογαριασμό της Visa, σχεδόν έξι στους δέκα που έπεσαν θύματα διαδικτυακής απάτης είχαν απώλειες, οι οποίες για σημαντική μερίδα των καταναλωτών ήταν και οικονομικές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, η οποία παρουσιάστηκε χθες σε συνέντευξη Τύπου, το 43% δήλωσε ότι στοχοποιήθηκε μεν από επιτήδειους του Διαδικτύου, αλλά αυτό δεν είχε άμεσες επιπτώσεις. Από το υπόλοιπο 57%, ωστόσο, το 22%, υπέστη οικονομική απώλεια. Στο 16% των περιπτώσεων η απώλεια ξεπερνούσε τα 500 ευρώ, ενώ για το 30% κυμαινόταν μεταξύ 50 και 199 ευρώ. Σύμφωνα, πάντως, με τον κ. Νίκο Πετράκη, γενικό διευθυντή της Visa στην Ελλάδα, η αξία των απατηλών συναλλαγών έχει μειωθεί κατά 20% σε σχέση με πέρυσι. Βεβαίως η οικονομική απώλεια δεν είναι η μοναδική συνέπεια, καθώς αρκετοί από τους ερωτηθέντες (17%) ανέφεραν ότι αισθάνθηκαν άγχος και ντροπή, η καθημερινότητά τους διαταράχθηκε, καθώς θα έπρεπε να ακυρώσουν πιστωτικές/χρεωστικές κάρτες (14%), ενώ αρκετοί απέκτησαν φοβία για τις διαδικτυακές συναλλαγές (16%). Η τελευταία αντίδραση είναι πιο έντονη στους μεγαλύτερης ηλικίας καταναλωτές, με το 43% των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών και το 45% των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω να δηλώνουν ότι πλέον ψωνίζουν λιγότερο από το Διαδίκτυο μετά την προσπάθεια εξαπάτησής τους. Το αντίστοιχο ποσοστό στην ηλικιακή ομάδα 17-24 ετών είναι πολύ χαμηλό, 13%, με τους νέους να μην πτοούνται από τις διαδικτυακές απάτες, ίσως διότι είναι κατά το κοινώς λεγόμενο πιο «υποψιασμένοι».
Ο συνηθέστερος τρόπος διαδικτυακής απάτης, όπως προκύπτει και από την εμπειρία των καταναλωτών, είναι το λεγόμενο phishing (προσπάθεια υποκλοπής προσωπικών δεδομένων, όπως κωδικοί πρόσβασης ή αριθμοί καρτών μέσω ψεύτικων emails, sms), με το 58% να αναφέρει αυτή τη μέθοδο.
Στη δεύτερη θέση βρίσκονται οι απάτες μέσω κοινωνικών διαδικτύων (39%), όπως είναι η διαφήμιση ψεύτικων δώρων και προωθητικών ενεργειών (κυρίως μέσω Facebook), ενώ στην τρίτη θέση βρίσκονται οι ψεύτικες ιστοσελίδες δήθεν ηλεκτρονικών καταστημάτων (35%). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην τέταρτη θέση (24%) βρίσκονται οι απάτες επενδύσεων (με κρυπτονομίσματα κ.ά.). Ενα 7%, πάντως, δήλωσε ότι έχει αντιληφθεί απάτες κατασκευασμένες με τεχνητή νοημοσύνη (deepfake), ο ρόλος της οποίας αναμένεται να είναι καταλυτικός το επόμενο διάστημα τόσο στην επινόηση απάτης όσο και στην καταπολέμησή της. Το 41%, πάντως, εκτιμά ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα κάνει τις απάτες πιο δύσκολες στην αναγνώριση.
Αυτό που κάνουν οι περισσότεροι (34%) αφού δεχθούν «επίθεση» ή έστω απόπειρα εξαπάτησης είναι να ενημερώνουν τις τράπεζες που έχουν εκδώσει τις κάρτες τους. Αντιθέτως, μικρό είναι το ποσοστό όσων καταγγέλλουν τις απάτες στην Αστυνομία (15%) ή στην αρμόδια αρχή προστασίας του καταναλωτή (8%). Μάλιστα το 20% δήλωσε ότι δεν προχώρησε σε καταγγελία διότι δεν άξιζε τον χρόνο η προσπάθεια.

