Υπάρχει μια γενικευμένη αίσθηση στην ελληνική τραπεζική αγορά ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα περνούν σχεδόν αμέσως και γρήγορα στα δάνεια και σχεδόν ποτέ στις καταθέσεις. Αντιστοίχως, οι μειώσεις των επιτοκίων περνούν πολύ πιο αργά. Μια νέα μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος εξετάζει ακριβώς αυτό, το πώς μεταφέρονται οι αλλαγές των επιτοκίων από την αγορά στις τράπεζες και από τις τράπεζες στην κοινωνία. Και τα συμπεράσματα δεν είναι πολύ καλά για την ελληνική τραπεζική αγορά, καθώς δείχνει ότι παραμένει συγκεντρωμένη σε λίγους παίκτες, οι οποίοι δείχνουν ότι δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να βιάζονται. Αντιθέτως, μπορούν να καθυστερούν. Και το κάνουν.
Στη μελέτη τους τα στελέχη της ΤτΕ Ζαχαρίας Μπραγκουδάκης και Αλέξανδρος Τσιούτσος εξετάζουν για την Ελλάδα και άλλες χώρες πόσο γρήγορα αντιδρούν τα spreads (διαφορές) μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων, στις αλλαγές που γίνονται στα διατραπεζικά επιτόκια και διερευνούν αν το ύψος συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα επηρεάζει το πόσο γρήγορα ή αργά αυτά αλλάζουν.
Σε χώρες όπως η Γερμανία, το μοντέλο που εφάρμοσαν δείχνει συμμετρική προσαρμογή για τα νοικοκυριά. Οι αποκλίσεις προς τα πάνω ή προς τα κάτω από την ισορροπία κινούνται περίπου με τον ίδιο ρυθμό.
Αντιθέτως, για χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία παρατήρησαν ότι η προσαρμογή είναι πιο αργή, όταν τα επιτόκια είναι υψηλότερα από ό,τι «θα έπρεπε» παρατηρείται σημαντική ακαμψία. Αντιθέτως, είναι πιο γρήγορη η προς τα πάνω προσαρμογή των spreads, όταν τα επιτόκια της διατραπεζικής κινούνται ανοδικά.
Στα επιχειρηματικά δάνεια η σχέση είναι ακόμη πιο ενδεικτική. Το μοντέλο που «έτρεξαν» οι ερευνητές έδειξε ότι ο «χρόνος» που απαιτείται για να επανέλθει το επιτόκιο των εταιρειών στην ισορροπία, όταν βρίσκεται πάνω και θα πρέπει να μειωθεί, υπολογίζεται σε… 200 μήνες (περίπου 16 χρόνια) – πρακτικά «στο άπειρο», δηλαδή δεν προσαρμόζεται σχεδόν ποτέ.
Αντιθέτως, όπως δείχνει η μελέτη, όταν τα επιτόκια ανεβαίνουν, οι τράπεζες βιάζονται να τα περάσουν στους δανειολήπτες. Οταν πέφτουν, ξαφνικά θυμούνται να «σκεφτούν το μακροπρόθεσμο περιβάλλον» και να «εξετάσουν τη σταθερότητα του συστήματος».
Σε μια χώρα που προσπαθεί να προσελκύσει επενδύσεις, η πληροφορία αυτή θα έπρεπε να σημάνει συναγερμό. Σε μια κανονική οικονομία, όταν τα επιτόκια πέφτουν, το κόστος χρηματοδότησης μειώνεται, η ρευστότητα αυξάνεται και οι επιχειρήσεις δανείζονται με ανταγωνιστικότερους όρους. Σε μια συγκεντρωμένη αγορά, οι τράπεζες καθυστερούν να ρίξουν το επιτόκιο. Συνακολούθως, οικονομία με ακριβό χρήμα σημαίνει ακριβή παραγωγή. Και ακριβή παραγωγή σημαίνει χαμένες αγορές.

