Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, αποφάσισε ότι η βαριά βιομηχανία της θα πληρώνει 0,05 ευρώ ανά κιλοβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας, εφόσον η επιχείρηση είναι ενεργοβόρος, διεθνώς εκτεθειμένη και δεσμευθεί ότι θα κάνει επενδύσεις. Μέχρι τώρα το κόστος έφτανε τα 0,15 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι το τελικό κόστος για μια μέση επιχείρηση ξεπερνάει σε πολλές περιπτώσεις τα 0,20 ευρώ ανά κιλοβατώρα και ενώ εδώ και πάνω από ένα μήνα υπάρχουν υποσχέσεις σε ανώτατο επίπεδο, ακόμα η κυβέρνηση δεν έχει καταλήξει στις αποφάσεις της.
Το γερμανικό μοντέλο ενίσχυσης, το κόστος του οποίου κυμαίνεται κοντά στα 4,5 δισ. ευρώ για την επόμενη τριετία, περιλαμβάνει και μείωση των τελών μεταφοράς δικτύου κατά περίπου 57% από το 2026. Βασική προϋπόθεση ένταξης είναι η επιχείρηση να είναι στην κατηγορία των ενεργοβόρων, με μεγάλο μερίδιο ενεργειακού κόστους στον συνολικό κύκλο εργασιών, και τα προϊόντα της να ανταγωνίζονται διεθνώς.
Υπάρχουν και εκεί αντιδράσεις, καθώς θα ήθελαν πολύ περισσότερες επιχειρήσεις να ενταχθούν στις ευεργετικές διατάξεις. Ωστόσο, το μήνυμα είναι σαφές. Μια χώρα που έκανε ενεργειακά λάθη, αμφισβητήθηκε, επέμεινε σε λάθος διαδρομές, αλλά όταν είδε τη βαριά βιομηχανία της να κινδυνεύει, πήρε μέτρα. Στην Ιταλία, το ίδιο. Η τιμή για τη βιομηχανία «κλείδωσε» σε 0,065 ευρώ ανά κιλοβατώρα, με το πρόγραμμα Energy Release. Η Γαλλία των ελλειμμάτων και των δημοσιονομικών προβλημάτων έβγαλε πρόγραμμα 5 δισ. ευρώ για ενεργοβόρες επιχειρήσεις. Συζητάει με την κρατική EDF για επαναδιαπραγμάτευση των μακροχρόνιων συμβάσεων ρεύματος με τη βιομηχανία. Με τον τρόπο τους όλοι κάνουν κάτι. Εμείς μιλάμε συνεχώς για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, για την ενίσχυση κλάδων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, όπως η βιομηχανία, ακόμα το συζητάμε και το σκεφτόμαστε. Δεν είναι σαφές αν η αναποφασιστικότητα βασίζεται σε αμιγώς οικονομικούς λόγους ή εμπεριέχονται και πολιτικοί. Να μη μας πουν, για παράδειγμα, ότι ενισχύουμε τους βιομηχάνους.
Και η απόσταση που χωρίζει την ελληνική βιομηχανία από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αυξάνεται. Γιατί αυτή η «καθυστέρηση» έχει κόστος. Κάθε μήνας που περνάει χωρίς σαφή απόφαση είναι μήνας στον οποίο οι διεθνείς ανταγωνιστές αποκτούν «κεφάλι» στο κόστος ενέργειας. Η ελληνική βιομηχανία, που ήδη υποφέρει από υψηλό κόστος ενέργειας, βλέπει υψηλή «βάση κόστους» και μειωμένη δυνατότητα επενδύσεων. Η χώρα χάνει την ευκαιρία να γίνει πρότυπο για τη μετάβασή της στη δημιουργία ανταγωνιστικών στο διεθνές στερέωμα επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις δεν παίρνουν αποφάσεις, καθώς ο ορίζοντας τιμών – κόστους είναι θολός. Μένουμε καθηλωμένοι, όταν οι άλλοι τρέχουν.

