«Η αναδιάρθρωση του δικτύου και το κλείσιμο των καταστημάτων δεν είναι πλέον επιλογή, αλλά όρος επιβίωσης. Διαφορετικά, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία κινδυνεύουν να μην αντέξουν οικονομικά μέχρι το τέλος της χρονιάς. Το πρόβλημα είναι οξύ».
Αυτή την εικόνα περιγράφουν στην «Κ» ανώτερες πηγές, αποτυπώνοντας τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο δημόσιος οργανισμός. Οπως αναφέρουν, παρά την τρίμηνη παράταση που δόθηκε στη λειτουργία 158 ταχυδρομείων της περιφέρειας –προκειμένου να υπάρξει ο απαραίτητος χρόνος για τη σταδιακή προσαρμογή και τη διευθέτηση εκκρεμοτήτων– η τύχη τους είναι προδιαγεγραμμένη.
Η απόφαση για την προσωρινή υπαναχώρηση της διοίκησης ελήφθη μετά τις έντονες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και των δημοτικών αρχών, που κορυφώθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο. Ωστόσο, η εκτίμηση που επικρατεί είναι πως μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας, αυτά τα καταστήματα θα οδηγηθούν οριστικά σε κλείσιμο. «Ηταν μονόδρομος», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε χθες και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης απαντώντας σε σχετικό ερώτημα στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν ήταν λίγοι οι δήμοι που προσφέρθηκαν να αναλάβουν οι ίδιοι τα λειτουργικά έξοδα των τοπικών καταστημάτων, όπως ενοίκιο και λογαριασμούς ρεύματος, προκειμένου να αποφευχθεί το οριστικό λουκέτο. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, το μεγαλύτερο βάρος δεν αφορά τα πάγια έξοδα, αλλά το κόστος του προσωπικού.
Συνολικά για την τετραετία 2020-2023 το Δημόσιο οφείλει στα ΕΛΤΑ περίπου 46,7 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον υφιστάμενο σχεδιασμό, οι μόνιμοι υπάλληλοι αναμένεται να μετακινηθούν σε καταστήματα που παραμένουν σε λειτουργία, ενδεχομένως με αλλαγή ρόλου ή θέσης, ώστε να υπάρξει συγκέντρωση δυνάμεων. Αντίθετα, για τους εξωτερικούς συνεργάτες προβλέπεται η λήξη των συμβάσεών τους, όπως αναφέρουν συνδικαλιστικές πηγές στην «Κ».
Παράλληλα, ανοιχτό παραμένει το ενδεχόμενο να τεθεί σε εφαρμογή νέο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου που θα αφορά μέρος του μόνιμου προσωπικού, όπως είχε γίνει το 2020 και είχε κοστίσει περί τα 112 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, σταδιακά ένα σημαντικό τμήμα της διανομής αλλά και του ευρύτερου δικτύου αναμένεται να περάσει σε ιδιωτικά χέρια, διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει.
Αυτό που σίγουρα δεν περίμενε η διοίκηση των ΕΛΤΑ ήταν το κύμα αντιδράσεων που προκάλεσε το σχέδιο κλεισίματος των καταστημάτων. Επέλεξε τη λογική του «ξαφνικού θανάτου», χωρίς προηγούμενη ενημέρωση ή διαβούλευση με τους τοπικούς φορείς, θεωρώντας ότι, όπως είχε συμβεί με τα 143 λουκέτα του 2023, η απόφαση θα περάσει σχεδόν απαρατήρητη. Αυτή τη φορά, όμως, πρόκειται για ταχυδρομεία που λειτουργούν σε μεγαλύτερους δήμους και αποτελούν κρίκο επικοινωνίας των πολιτών με το κράτος. Πέρα από την επιστολική αλληλογραφία και την αποστολή δεμάτων έως 10 κιλών, αυτά τα καταστήματα εξυπηρετούν την είσπραξη συντάξεων, επιδομάτων και επιταγών, την πληρωμή λογαριασμών κοινής ωφελείας, φόρου εισοδήματος και όλων των οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, την υποβολή αιτημάτων, την κατάθεση χρημάτων.
Σήμερα πέρα από την καταβολή συντάξεων, την οποία περίπου το 85% των ηλικιωμένων στην περιφέρεια εξακολουθεί να προτιμά να λαμβάνει στο σπίτι μέσω του αγροτικού ταχυδρόμου, οι υπόλοιπες υπηρεσίες των ΕΛΤΑ διεκπεραιώνονται αποκλειστικά στα φυσικά σημεία. Υπάρχει, ωστόσο, πρόθεση ο αγροτικός ταχυδρόμος, που τώρα δεν έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί εισπράξεις, να ενισχυθεί με ψηφιακά εργαλεία ώστε να προσφέρει πιο ολοκληρωμένες υπηρεσίες. Τα Ελληνικά Ταχυδρομεία αποτελούν τον επίσημο φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στη χώρα. Αυτό σημαίνει ότι έχουν την υποχρέωση να εξυπηρετούν καθημερινά κάθε πολίτη σε κάθε σημείο της επικράτειας, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριά και νησιά. Για να καλύπτει αυτό το κόστος, ο οργανισμός αποζημιώνεται κάθε χρόνο από το Δημόσιο. Η αποζημίωση αυτή καθορίζεται με βάση το πραγματικό κόστος που υπολογίζουν τα ίδια τα ΕΛΤΑ και εγκρίνει η ΕΕΤΤ. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των τελευταίων ετών, το ποσό που καταβάλλεται είναι σταθερά χαμηλότερο από εκείνο που εγκρίνεται. Ειδικότερα, το 2020 τα ΕΛΤΑ εισέπραξαν 15 εκατ. ευρώ αντί των 26,5 εκατ. που είχαν εγκριθεί, το 2021 έλαβαν επίσης 15 εκατ. έναντι 21,4 εκατ., το 2022 πάλι 15 εκατ. αντί 21 εκατ., ενώ το 2023 καταβλήθηκαν 13 εκατ. ευρώ από τα 18 εκατ. που είχαν εγκριθεί. Συνολικά για την τετραετία 2020-2023 το Δημόσιο οφείλει στα ΕΛΤΑ περίπου 46,7 εκατ. ευρώ. Η εκκρεμότητα αυτή αποδίδεται στο γεγονός ότι για την καταβολή ποσών άνω των 15 εκατ. ευρώ απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαδικασία που, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, παραμένει σε εκκρεμότητα. Μάλιστα υπάρχει μια τάση στην Ευρώπη χαλάρωσης της καθολικής υπηρεσίας, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα κοστοβόρος λόγω της δραματικής πτώσης της επιστολικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, στη Γερμανία και στη Δανία δεν υπάρχει φορέας, ενώ γενικότερα αναμένεται από το 2027 να γίνουν αλλαγές στο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες.

