Στη στέγαση το 35,5% του εισοδήματος

Νέες αυξήσεις τιμών βλέπει η ΤτΕ

3' 17" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Σημαντική είναι η όξυνση του προβλήματος στέγασης στην Ελλάδα, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην πρόσφατη έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επισημαίνοντας ότι το κόστος στέγασης ως ποσοστό επί του διαθέσιμου εισοδήματος έφτασε το 35,5% το 2024. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην αύξηση των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων τους, σε συνδυασμό με τη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων και το αυξημένο λειτουργικό κόστος τους. Μάλιστα η ΤτΕ κάνει λόγο για «απαρχή συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων» για την οικονομία, χωρίς όμως να προκαλείται και ανησυχία από πλευράς χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το χαμηλό επίπεδο εκταμιεύσεων στεγαστικών δανείων.

Με βάση τα σχετικά στοιχεία, οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων (που αφορούν κατοικίες) ανήλθαν σε 819 εκατ. ευρώ κατά το φετινό πρώτο εξάμηνο, σημειώνοντας αύξηση κατά 38% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, όταν το αντίστοιχο μέγεθος δεν είχε ξεπεράσει τα 593 εκατ. ευρώ. Μάλιστα τονίζεται ότι σημαντικό ποσοστό της εγχώριας ζήτησης αφορά αγορές χωρίς τη διαμεσολάβηση των τραπεζών, δηλαδή χωρίς τραπεζικό δανεισμό.

Υψηλές τιμές πώλησης και ακριβά ενοίκια οδήγησαν στην απορρόφηση του 35,5% του εισοδήματος από το κόστος στέγασης το 2024.

Ωστόσο, παρά την αύξηση αυτή, οι νέες χορηγήσεις στεγαστικών δανείων, ακόμα και με τη συμβολή του προγράμματος «Σπίτι μου ΙΙ», παραμένουν πολύ χαμηλές σε σχέση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση. Αυτό παρατηρείται παρότι από την 1η Ιανουαρίου του 2025 έχουν χαλαρώσει τα πιστοληπτικά κριτήρια, επιτρέποντας τη δανειοδότηση μέχρι του 90% της αξίας του ακινήτου, όταν πρόκειται για πρώτη κατοικία (και μέχρι 80% αν δεν πρόκειται για πρώτη κατοικία).

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η πορεία των τιμών στην ελληνική αγορά κατοικίας δεν παρουσιάζει ακόμα σημάδια κόπωσης και προβλέπεται ότι θα συνεχιστούν οι αυξήσεις και το επόμενο χρονικό διάστημα, όσο η ζήτηση από την εγχώρια αγορά, αλλά και από το εξωτερικό, παραμένει ισχυρή και την ίδια στιγμή το απόθεμα διαθέσιμων κατοικιών παραμένει περιορισμένο. Ειδικότερα ως προς την προσφορά, η ΤτΕ σημειώνει ότι «η χαμηλή προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση είναι απόρροια της επενδυτικής εκμετάλλευσης της κατοικίας, της απόσυρσης από την αγορά ακινήτων που εξασφαλίζουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προορίζονται για πλειστηριασμό και της μείωσης του αριθμού νεόδμητων κατοικιών την περίοδο 2010-2020, η οποία δεν έχει επιτρέψει την ομαλή αναπλήρωση του αποθέματος».

Οπως ανέφερε στο πρόσφατο συνέδριο ακινήτων Prodexpo 2025 ο κ. Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, πρόεδρος του ομίλου ΤΙΤΑΝ, «συνεχίζουμε να υποεπενδύουμε στις κατασκευές, όντας τελευταίοι ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, ενώ ειδικά στις κατοικίες οι επενδύσεις δεν ξεπερνούν το 2,3% του ΑΕΠ, έναντι ποσοστού 5% έως 6% του ΑΕΠ του ευρωπαϊκού μέσου όρου». Με τη σειρά του ο κ. Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σημείωσε ότι οι επενδύσεις σε κατασκευές έχουν υποχωρήσει σημαντικά –από το 15%-16% του ΑΕΠ στις καλές εποχές, σε μόλις 6% σήμερα–, άρα υπάρχει «τεράστιο πεδίο για ανάκαμψη». Πρόσθεσε ότι οι τιμές των ακινήτων έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2008, ενώ τα ενοίκια έχουν φτάσει σε σημείο υπερθέρμανσης, καθώς η ζήτηση κινείται πιο γρήγορα από την προσφορά.

Προειδοποίησε ότι «δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα λάθη του 2008» και υπογράμμισε ότι η χρηματοδότηση του κλάδου έχει περιοριστεί από 16 δισ. ευρώ πριν από την κρίση σε μόλις 2 δισ. ευρώ σήμερα.

Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, η Ελλάδα χρειάζεται ένα διαφορετικό υπόδειγμα ανάπτυξης, με έμφαση στην ενίσχυση της προσφοράς, στη διευκόλυνση της αξιοποίησης του υφιστάμενου αποθέματος και στην αντιμετώπιση θεμάτων όπως η οριζόντια ιδιοκτησία. Παρά τα εμπόδια, εκτίμησε ότι «το ελληνικό προϊόν κατοικιών παραμένει υψηλής ποιότητας και η ζήτηση από το εξωτερικό θα συνεχιστεί».

Υπενθυμίζεται ότι κατά το φετινό πρώτο εξάμηνο οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις σε ακίνητα υποχώρησαν κατά 17,8% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν σε 938 εκατ. ευρώ. Παρά τη μείωση αυτή, πάντως, το επίπεδο αυτό κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό αν ληφθούν υπόψη η αυστηροποίηση των επενδυτικών ορίων στο πρόγραμμα «χρυσή βίζα» (800.000 ευρώ για την Αττική, τη Θεσσαλονίκη και τα μεγάλα νησιά), αλλά και οι περιορισμοί στη λειτουργία νέων καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στο κέντρο της Αθήνας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT