Η χρήση καρτών στην Ελλάδα εξελίχθηκε την τελευταία πενταετία, δικαιολογημένα, σε ένα από τα πιο προβεβλημένα success stories. Ενα μέρος της οικονομίας «άσπρισε» και τα δημόσια ταμεία γέμισαν σε τέτοιο βαθμό, που δημιουργήθηκε αυτομάτως ένας νέος δημοσιονομικός χώρος που επέτρεψε νέες παροχές. Αυτό επετεύχθη σε μικρό χρονικό διάστημα και εξαπλώθηκε σε τέτοιο βαθμό που πλέον χρησιμοποιείται και σε εξαιρετικά μικρές συναλλαγές, κάτι αδιανόητο για την ελληνική αγορά πριν από μερικά χρόνια. Ακόμη και οι τουρίστες, που άλλοτε πληροφορούνταν με την άφιξή τους στη χώρα ότι χρειάζονται μετρητά για να κινηθούν στην Ελλάδα και προέβαιναν σε αναλήψεις από το αεροδρόμιο, άρχισαν να χρησιμοποιούν τις κάρτες με τον αυξημένο ρυθμό που το έκαναν και στις πατρίδες τους.
Κάπου εκεί πιστέψαμε ότι τελείωσε η δουλειά με το συγκεκριμένο εργαλείο ηλεκτρονικών συναλλαγών, όπως κάνουμε συνήθως στην Ελλάδα στα θέματα των μεταρρυθμίσεων. Νομοθετούμε, εφαρμόζουμε την αλλαγή στα εύκολα και μόλις έρθει η στιγμή να μπούμε στα δύσκολα, αρχίζουν τα προβλήματα. Ωστόσο, η χρήση καρτών δεν είναι ένα αυτόματο σύστημα που το ενεργοποιείς και μετά δουλεύει για σένα. Είναι ένας ζωντανός μηχανισμός, ο οποίος αν δεν επιτηρηθεί, αν δεν ανανεωθεί, αν δεν ενισχυθεί, κινδυνεύει να μετατραπεί σε απλή συνήθεια για λίγους, αυτούς που ήταν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Τα τελευταία στοιχεία που περιλαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δημιουργούν μια τέτοια ανησυχία. Ο συνολικός αριθμός των πληρωμών με κάρτες στο πρώτο εξάμηνο του 2025 παρέμεινε περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2024, κοντά στο 1,325 δισ. πληρωμές. Ο μέσος αριθμός ωστόσο των συναλλαγών ανά κάρτα μειώθηκε από 65 σε 61. Η δε αναλογούσα αξία των συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 57 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 5%. Η σχετική πτώση σημειώθηκε μάλιστα παρά τη σημαντική αύξηση των τουριστικών εσόδων και την έστω και οριακή αύξηση της κατανάλωσης.
Με άλλα λόγια, οι συναλλαγές με κάρτες υπάρχουν, αλλά έχουν αρχίσει να εμφανίζουν σημάδια «κόπωσης». Η μεταρρύθμιση πέτυχε, όμως τώρα χρειάζεται κάτι περισσότερο: συνεχή επιτήρηση, νέα εργαλεία, ανανέωση πολιτικής και ενδεχομένως νέα κίνητρα.
Για παράδειγμα είναι σαφές ότι η έκπτωση φόρου έως 2.200 ευρώ για συναλλαγές με επαγγέλματα όπως υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, κομμωτές και άλλες υπηρεσίες δεν περπατάει. Ούτε λόγος για την περίφημη κρατική λοταρία, όπου σχεδόν κανείς δεν παρατηρεί τις κληρώσεις, ούτε μαθαίνει κάτι για τους κερδισμένους.
Το «χωρίς απόδειξη στο πουλάω φθηνότερα» παραμένει οικονομικά ελκυστικό και αυτό είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζεται μόνο με συστηματική προσπάθεια.

