Τον κώδωνα του κινδύνου για τη δυνατότητα των ελληνικών νησιών να διατηρήσουν την ελκυστικότητά τους ως παγκόσμιοι τουριστικοί προορισμοί υπό το βάρος των αυξανόμενων ροών ξένων επισκεπτών και την ανεπάρκεια των υφιστάμενων υποδομών κρούει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας. Υπολογίζει στα 35 δισ. ευρώ τις απαραίτητες επενδύσεις σε υποδομές κατά την επόμενη δεκαετία στα ελληνικά νησιά, διαπιστώνοντας ένα έλλειμμα της τάξης των 15 δισ. ευρώ σε σχέση με τις σημερινές δαπάνες που γίνονται για υποδομές. Στόχος θα πρέπει να είναι, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη της τράπεζας, η αναβάθμιση κρίσιμων τομέων, όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, το νερό και η διαχείριση αποβλήτων, αλλά και η ανάπτυξη των κατάλληλων μηχανισμών για τον σχεδιασμό, τη μελέτη, τη διαγωνιστική διαδικασία και εντέλει την εκτέλεση και παρακολούθηση της λειτουργίας των έργων. Και αυτό διότι διαπιστώνεται σοβαρό έλλειμμα και στη δυνατότητα των αυτοδιοικητικών αρχών να ανταποκριθούν στο ύψος των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν.
Τα ευρήματα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας δεν διαφοροποιούνται πολύ από την εμπειρία που βίωσαν όσοι φέτος επισκέφθηκαν τα ελληνικά νησιά στην αιχμή του καλοκαιριού: διακοπές υδροδότησης και ηλεκτροδότησης, βιολογικοί καθαρισμοί που δεν λειτουργούσαν, ανύπαρκτοι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, κακά οδικά δίκτυα και παρωχημένες λιμενικές υποδομές, προβλήματα καθαριότητας αλλά και διαχείρισης των δεκάδων χιλιάδων σκαφών αναψυχής που πολιόρκησαν τις ακτές.
Η κρίσιμη πρόκληση
«Σε μια περίοδο που η Ελλάδα παρά τις έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις διατηρείται στην κορυφή του παγκόσμιου τουρισμού, καλείται, με αιχμή τα νησιά της που υποδέχονται σχεδόν το ήμισυ των ξένων επισκεπτών της, να αντιμετωπίσει την πιο κρίσιμη πρόκληση: τη διατήρηση της ελκυστικότητάς της μέσα από σύγχρονες, βιώσιμες και ανθεκτικές υποδομές», αναφέρει η μελέτη. Η πρόκληση αφορά όχι μόνο την εξεύρεση πηγών χρηματοδότησης, αλλά και τη δημιουργία ενός σύγχρονου πλαισίου διακυβέρνησης, ικανού να συντονίζει προτεραιότητες, να κατευθύνει πόρους με προβλεψιμότητα και να μετατρέπει τη χρηματοδότηση σε ολοκληρωμένα έργα. «Από αυτήν την ικανότητα θα εξαρτηθεί αν η σημερινή επιτυχία των ελληνικών νησιών θα υπονομευθεί σταδιακά από τις ανεπαρκείς υποδομές τού χθες ή αν θα μετεξελιχθεί σε στρατηγικό πλεονέκτημα, που θα εδραιώσει τη θέση τους ανάμεσα στους κορυφαίους προορισμούς του κόσμου – μετατρέποντάς τα σε πιλότο βιώσιμης αναβάθμισης του ελληνικού τουρισμού», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι υπογράφοντες τη μελέτη. Τα ελληνικά νησιά έχουν επιτύχει διπλασιασμό αφίξεων την τελευταία 15ετία, φθάνοντας στα 16 εκατομμύρια το 2024. Ξεχωρίζουν σε παγκόσμιο επίπεδο, καλύπτοντας το 11% του παγκόσμιου νησιωτικού τουρισμού. Κατά τους μήνες αιχμής, η τουριστική πυκνότητα φθάνει στους 33 επισκέπτες ανά km² ημερησίως, έναντι μόλις δύο με τρεις στην υπόλοιπη Ελλάδα και στη Μεσόγειο. Ο πληθυσμός στα νησιά αυξάνεται κατά μέσον όρο κατά 50% σε σχέση με τον μόνιμο και σε ορισμένες περιπτώσεις πάνω από 100%. Στην ηπειρωτική χώρα, παρότι εντοπίζονται μεμονωμένες εστίες, όπως στη Χαλκιδική (+ 50%), το φαινόμενο παραμένει πιο περιορισμένο, με τη μέση αύξηση να μην υπερβαίνει το 5%. Επιπλέον υπολογίζεται ότι τα νησιά επιβαρύνονται με πρόσθετα κόστη της τάξης του 15% από μεταφορές, εφοδιασμό και έλλειψη οικονομιών κλίμακας. «Ομως, παρά την εκρηκτική εποχική αύξηση των αναγκών, οι επενδύσεις υποδομών ανά κάτοικο την τελευταία 20ετία στα νησιά παρέμειναν αντίστοιχες με εκείνες της ενδοχώρας».

Ετσι εκτιμάται ότι «για να ανταποκριθούν οι νησιωτικές οικονομίες στις ανάγκες, θα πρέπει στις σημερινές ετήσιες επενδύσεις των περίπου 2 δισ. που αφορούν κυρίως έργα μεταφορών και βασικές υποδομές, όπως ενέργεια και ύδρευση, να προστεθούν επιπλέον 1 δισ. περίπου για την κάλυψη της εποχικής αύξησης του πληθυσμού και άλλα 500 εκατ. για την αντιμετώπιση της πρόσθετης νησιωτικής επιβάρυνσης». Συνολικά, η απαιτούμενη επενδυτική δαπάνη υπολογίζεται σε 3,5 δισ. ετησίως ή 35 δισ. έως το 2035 και χαρακτηρίζεται προϋπόθεση για να απορροφηθεί η αυξανόμενη ζήτηση χωρίς να διαρραγεί η φέρουσα ικανότητα και για να ενισχυθεί η παραγωγική βάση των νησιωτικών οικονομιών.
Εάν όμως γίνουν οι επενδύσεις και τα νησιά μπορέσουν να αξιοποιήσουν την ενίσχυση της ζήτησης από αγορές υψηλής δαπάνης όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και τη στροφή προς ταξίδια σε ανεξερεύνητους προορισμούς και περιόδους εκτός αιχμής, εκτιμάται ότι μπορούν να αυξήσουν τις εισπράξεις κατά περίπου 15% έως το 2035 και να μειώσουν την εποχική συγκέντρωση αφίξεων. Ως αποτέλεσμα εκτιμάται ότι σε ορίζοντα δεκαετίας οι τουριστικές εισπράξεις των νησιών μπορούν να αυξηθούν κατά 45% ή 5 δισ. επιπλέον και το ΑΕΠ τους από 24 δισ. σε περίπου 30 δισ., με σημαντικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε απασχόληση και εξαγωγές.
Τέλη και ανταποδοτικότητα
Σήμερα εισπράττονται στα νησιά περίπου 400 εκατ. ευρώ ετησίως από τέλη διαμονής και κρουαζιέρας, σύμφωνα με τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας. Δεν κατευθύνονται όμως όλα στην τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς ένα ποσοστό τους επιστρέφει στην κεντρική κυβέρνηση. «Το ζητούμενο είναι η θεσμοθέτηση της πλήρους ανταποδοτικότητας, ώστε τα έσοδα αυτά να επιστρέφουν στις περιοχές από όπου προέρχονται και να επενδύονται σε κρίσιμες τοπικές υποδομές», υπογραμμίζει η μελέτη. Αναφέρει δε ως συμπληρωματικές πηγές χρηματοδότησης την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων μέσω ΣΔΙΤ και παραχωρήσεων και την αξιοποίηση ευρωπαϊκών και διεθνών χρηματοδοτικών εργαλείων μέσα από συνδυασμό επιχορηγήσεων (RRF, ΕΣΠΑ) και χαμηλότοκων δανείων της ΕΤΕπ. Αλλά «η πρόκληση δεν είναι μόνο χρηματοδοτική, καθώς χωρίς κατάλληλη αρχιτεκτονική διακυβέρνησης οι διαθέσιμοι πόροι θα συνεχίσουν να εγκλωβίζονται σε σχέδια χωρίς να μετατρέπονται σε λειτουργικές υποδομές», υπογραμμίζει και προτείνει τη δημιουργία ενός κεντρικοποιημένου φορέα ωρίμανσης έργων.

