Συνεχίζεται ο δεύτερος κύκλος πιστοληπτικών αξιολογήσεων της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους για το τρέχον έτος, με την S&P να αναμένεται να δημοσιεύσει την «ετυμηγορία» της σήμερα αργά το βράδυ, ενώ ακολουθούν οι Scope Ratings στις 7 Νοεμβρίου και η Fitch στις 14 Νοεμβρίου, η οποία και θα «ρίξει» την αυλαία.
Αν και όπως έχουν σημειώσει οι αναλυτές των οίκων αξιολόγησης στην «Κ», το story των αλλεπάλληλων αναβαθμίσεων της Ελλάδας, το οποίο ξεκίνησε πριν από περίπου επτά χρόνια και επιταχύνθηκε από το 2020, έχει πλέον τελειώσει και οι περαιτέρω αναβαθμίσεις θα είναι αργές, ωστόσο κάποιοι οίκοι έχουν περιθώριο να ευθυγραμμιστούν με τους υπόλοιπους. Σε αυτούς ανήκουν η Fitch και η Moody’s που βαθμολογούν την Ελλάδα στο χαμηλό investment grade και ένα σκαλοπάτι κάτω από το «ΒΒΒ» που δίνουν οι S&P, DBRS και Scope. Με τη Fitch να είναι η μόνη που δίνει θετικές προοπτικές (όλοι οι υπόλοιποι οίκοι δίνουν σταθερές), οι πιθανότητες να είναι ο επόμενος οίκος που θα δώσει αναβάθμιση είναι υψηλές. Αλλωστε, σε νέα ανάλυσή της για την Ελλάδα, επισημαίνει τις θετικές εξελίξεις που έχουν καταγραφεί στην ελληνική οικονομία.
Αναβάθμιση προοπτικών
Οσον αφορά την S&P, δεδομένου ότι αναβάθμισε την Ελλάδα ήδη φέτος (18 Απριλίου) στο ΒΒΒ με σταθερές προοπτικές, λόγω της «ακλόνητης δημοσιονομικής πειθαρχίας», όπως είχε τονίσει, οι πιθανότητες για νέα αναβάθμιση σήμερα και τόσο σύντομα, δεν είναι πολλές. Το πρώτο βήμα θα είναι η αναβάθμιση των προοπτικών της χώρας σε θετικές. Οπως άλλωστε έχει επισημάνει στην «Κ» ο Σάμιουελ Τίλερεϊ, επικεφαλής αναλυτής της S&P για την Ελλάδα, περαιτέρω αναβαθμίσεις δεν αποκλείονται, αλλά θα απαιτούσαν μεγαλύτερη πρόοδο στη βελτίωση των ευπαθειών της Ελλάδας. Ο αναλυτής έχει υπογραμμίσει το υψηλό και παρατεταμένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που υποδηλώνει πιο εκτεθειμένη εξωτερική θέση, λόγω και της υψηλής εξάρτησης από τις εισαγωγές, καθώς και το ακόμη υψηλό επίπεδο εξωτερικού χρέους, μεγάλο μέρος του οποίου είναι δημόσιο.
Οπως σχολιάζει ο αναλυτής της αγοράς ομολόγων της Citigroup, Αμάν Μπανσάλ, συμφωνώντας πως είναι πολύ νωρίς για να αναβαθμίσει η S&P ξανά την Ελλάδα, τα επιχειρήματα για περαιτέρω αναβαθμίσεις τα επόμενα τρίμηνα παραμένουν ισχυρά, λόγω της ισχυρής ανάπτυξης και της υπεραπόδοσης των δημοσιονομικών στόχων, καθώς και του ότι η Ελλάδα είναι σχετικά προστατευμένη από τον αντίκτυπο των δασμών.
Η θετική έκθεση της Fitch για την ελληνική οικονομία δημιουργεί ελπίδες ότι τον επόμενο μήνα θα προχωρήσει σε αναβάθμιση.
Στα παραπάνω βασίζονται και τα πολύ θετικά μηνύματα που στέλνει η Fitch στη νέα της ανάλυση για την Ελλάδα, καλλιεργώντας προσδοκίες ότι τον επόμενο μήνα θα προχωρήσει σε αναβάθμιση. Εχουν περάσει άλλωστε σχεδόν δύο χρόνια από την προηγούμενη αναβάθμισή του (Δεκέμβριος 2023).
Η Fitch υπογραμμίζει την πολύ καλή δημοσιονομική πορεία της αναμένοντας πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ την τριετία 2025-2027, με μικρά συνολικά πλεονάσματα του προϋπολογισμού.
Μείωση του χρέους
Παράλληλα σημειώνει την αυξανόμενη εμπιστοσύνη ότι η ταχεία πτώση του χρέους προς ΑΕΠ θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα. Οπως τονίζει, η Ελλάδα έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη μείωση χρέους μετά την πανδημία διεθνώς. Αν και στο 148% του ΑΕΠ στα μέσα του 2025, ο δείκτης χρέους παραμένει πολύ υψηλός, ωστόσο τα ταμειακά διαθέσιμα είναι επίσης πολύ υψηλά, στο 16% του ΑΕΠ, καλύπτοντας τις λήξεις χρέους των επόμενων τριών ετών. Η Fitch αναμένει ότι το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται μεσοπρόθεσμα, φτάνοντας στο 120% του ΑΕΠ το 2030.
Επίσης, ισχυρό «όπλο» της Ελλάδας είναι και το μακροοικονομικό περιβάλλον με βελτίωση του μεσοπρόθεσμου δυναμικού ανάπτυξης χάρη στις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις. Εκτιμά ότι η ανάπτυξη φέτος θα διαμορφωθεί στο 2,3% όπως και το 2026, ενώ το 2027 θα είναι 2,1%, με στήριξη και από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση. Το επίμονο έλλειμμα του λογαριασμού τρεχουσών συναλλαγών χρηματοδοτείται από τις αυξανόμενες ξένες άμεσες επενδύσεις και τις κεφαλαιακές εισροές, μειώνοντας έτσι την εξωτερική ευαισθησία της χώρας, όπως προσθέτει.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την αξιολόγηση της Ελλάδας είναι, όπως επισημαίνει, η σταθεροποίηση του δείκτη χρέους λόγω δημοσιονομικής χαλάρωσης, καθώς και ένα σοβαρό σοκ που θα επηρεάσει το δυναμικό ανάπτυξης και θα επιδεινώσει τις εξωτερικές ανισορροπίες της χώρας.

