Η πιο σημαντική οικονομική είδηση της χθεσινής ημέρας ήταν με διαφορά ότι το Πρωτοδικείο Αθηνών εκκαθαρίζει περισσότερες υποθέσεις από όσες εισέρχονται. Είναι οικονομική είδηση πρώτου μεγέθους, καθώς χωρίς γρήγορη απονομή δικαιοσύνης δεν υπάρχει σοβαρή οικονομία. Κανείς δεν επενδύει σε χώρα όπου μια εμπορική διαφορά χρειάζεται δύο χρόνια για να δικαστεί και τρία χρόνια για να εκτελεστεί.
Ο προϊστάμενος του Πρωτοδικείου ανακοίνωσε επίσης 14 νέα πινάκια, που προστίθενται στα 14 υπάρχοντα, δηλαδή τα διπλασίασε και μέσω αυτών ότι θα γίνει εφικτή η εκδίκαση εντός του δικαστικού έτους των αγωγών εμπορικού – ενοχικού δικαίου οι οποίες έχουν κατατεθεί το 2022 και το 2023, δηλαδή πριν από τρία και δύο χρόνια αντίστοιχα.
Μόλις προχθές ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επισήμαινε ότι η εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας κατέδειξε πως η χαμηλή αποδοτικότητα του δικαστικού συστήματος και η αδυναμία ταχείας εκδίκασης υποθέσεων αφερεγγυότητας έχουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη σταθερότητα του χρηματο-πιστωτικού συστήματος όσο και στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Και ο διοικητής αναφέρθηκε σε έναν τομέα.
Σύμφωνα με παλαιότερες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης κοστίζουν 2%-3% του ΑΕΠ ετησίως σε χαμένη παραγωγικότητα και επενδύσεις. Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει 5 έως 7 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, το μέσο κόστος μιας εκκρεμούς δικαστικής υπόθεσης φθάνει στις 25.000-40.000 ευρώ για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ξεπερνά τις 100.000 ευρώ για μεγαλύτερες εταιρείες. Οι 590 ημέρες που απαιτούνται κατά μέσον όρο για την επίλυση μιας εμπορικής διαφοράς (έναντι 250 στην Ε.Ε.) σημαίνουν κεφάλαια «παγωμένα», επενδύσεις καθυστερημένες, ευκαιρίες χαμένες. Στις υποθέσεις πτωχεύσεων ή εκκαθαρίσεων, οι καθυστερήσεις μπορεί να ξεπερνούν τις 1.200 ημέρες – δηλαδή πάνω από τρεις ολόκληρους οικονομικούς κύκλους. Με άλλα λόγια, το «έχουμε χρόνο» κοστίζει πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμαστε.
Ας μιλήσουμε καθαρά. Η αργή Δικαιοσύνη δεν είναι απλώς μια καθυστερημένη μεταρρύθμιση, είναι φόρος στην οικονομία.
Κάθε υπόθεση που «σέρνεται» δεσμεύει κεφάλαια, μπλοκάρει εξασφαλίσεις, «παγώνει» επενδυτικά σχέδια. Οι καθυστερήσεις στις εμπορικές διαφορές ή στην πτώχευση μιας εταιρείας επηρεάζουν το τραπεζικό σύστημα, την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τελικά την ίδια την ανάπτυξη.
Η Ελλάδα δεν είναι πίσω σε πολλά πράγματα λόγω έλλειψης πλέον κεφαλαίων ή ιδεών. Είναι πίσω επειδή βασικοί θεσμοί της λειτουργούν αργά. Και μια οικονομία που λειτουργεί αργά, χάνει ευκαιρίες γρήγορα.

