Στη Μεγάλη Βρετανία οι Εργατικοί έμειναν 18 ολόκληρα χρόνια στην αντιπολίτευση πριν από μερικές δεκαετίες (1979-1997). Οχι γιατί το εκλογικό σώμα ήταν «δεξιό», αλλά γιατί οι ίδιοι αδυνατούσαν να μιλήσουν κανονικά, να προτείνουν λύσεις που να ακούγονται λογικές και εφαρμόσιμες.
Εμεναν εγκλωβισμένοι σε συνθήματα, σε ιδεολογικές καθαρότητες και σε εμφύλιες εχθροπραξίες. Μέχρι που ήρθε ο Τόνι Μπλερ. Αντί να απαγγέλλει μανιφέστα ενάντια στον καπιταλισμό, πήγε πρώτα να συναντήσει την απόλυτη εχθρό του κόμματός του, τη Μάργκαρετ Θάτσερ, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους πολίτες. Για να δείξει ότι «εντάξει παιδιά, δεν είμαστε τρελοί, δεν θα τα γκρεμίσουμε όλα». Και σάρωσε στις εκλογές.
Στην Ελλάδα πολλοί αναγνωρίζουν ένα πολιτικό κενό, ότι δεν υπάρχει κάποιος –ένας Τόνι Μπλερ για παράδειγμα– να διεκδικήσει την πρωθυπουργία από τον σημερινό πρωθυπουργό. Στην πραγματικότητα συμβαίνει και κάτι άλλο. Υπάρχει έλλειψη «κανονικών» επιχειρημάτων. Προσπαθεί η αντιπολίτευση να πείσει με υπερβολές, με καταγγελίες και με προτάσεις εκτός τόσο κοινοτικού όσο και δημοσιονομικού πλαισίου.
Στα πρόσφατα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, η αντιπρότασή της ήταν ότι καλά αυτά τα μέτρα, αλλά «εγώ αν ήμουν στη θέση της κυβέρνησης, θα μείωνα και τον ΦΠΑ και θα έδινα και τον 13ο μισθό». Θα τα έκαναν όλα. Δεν λένε πώς και παραπέμπουν σε κάποια αόριστη διαπραγμάτευση και σε κάποιες πηγές εσόδων (έκτακτοι φόροι) που ακόμα και αν εφαρμόζονταν, θα απέδιδαν για μια χρονιά. Οταν ξέρουν –γιατί εδώ και χρόνια όλοι, και οι πολίτες, γνωρίζουν– ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν μια ετήσια «οροφή» δαπανών, που αν την υπερβείς ξεκινούν οι διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος. Αυτή η συζήτηση ξεκινάει ανεπίσημα αυτές τις μέρες με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού την προσεχή Δευτέρα. Η μεγάλη κουβέντα θα γίνει όταν οριστικοποιηθούν τα μεγέθη του φετινού προϋπολογισμού, και αν καταφέρουμε να πείσουμε την Κομισιόν ότι η πιθανότατη υπεραπόδοση έχει μόνιμα δομικά χαρακτηριστικά, τότε η οροφή θα αυξηθεί κατά τι και θα μάθουμε τι και πόσο μπορούμε να ξοδέψουμε παραπάνω το 2026. Δηλαδή από το μόνιμο πλεόνασμα που θα προκύψει, θα δημιουργηθεί ο χώρος για τη μείωση κάποιου φόρου ή την αύξηση μιας δαπάνης. Οποιος προτείνει κάτι εκτός αυτής της συνθήκης, οφείλει να συνοδεύει την πρότασή του από ισόποσες μόνιμες αυξήσεις φόρων και μόνιμες μειώσεις δαπανών.
Το βρετανικό προηγούμενο είναι σαφές. Αν θες να παραμείνεις στην αντιπολίτευση σχεδόν για μια γενιά, είναι πολύ εύκολο. Αρκεί να συνεχίζεις να λες πράγματα που δεν μπορούν να συμβούν.

