«Μαζέψαμε τα φρούτα που κρέμονται χαμηλά στο δέντρο», ανέφερε πριν από μερικούς μήνες στην «Κ» ο νομπελίστας οικονομολόγος Χριστ. Πισσαρίδης. Και η αίσθηση είναι ότι συνεχίζουμε να μαζεύουμε τα «φρούτα» από τα κλαδιά που φτάνουμε εύκολα. Το θέμα της ακρίβειας είναι χαρακτηριστικό.
Υπάρχει μια άποψη στην κυβέρνηση (και στην αντιπολίτευση) ότι θα βγει και θα φοβερίσει τους προμηθευτές και τους παραγωγούς ενέργειας, και η ακρίβεια που αποπνέουν οι λογαριασμοί του ρεύματος θα υποχωρήσει. Υπάρχει η ίδια άποψη στην κυβέρνηση (και στην αντιπολίτευση) και για άλλον κλάδο της οικονομίας, ότι θα φοβερίσει τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και ως εκ θαύματος θα πέσουν οι τιμές. Καταλαβαίνω ότι είναι δημοφιλής ως πρακτική και «πουλάει» σε κάποια ακροατήρια, η καθοριστική παρέμβαση του κράτους. Δεν φαίνεται ωστόσο να λύνει πάντα τα προβλήματα. Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Η κατάσταση, ιδίως της ακρίβειας, είναι δυστυχώς πολύ πιο σύνθετη και πολυπαραγοντική.
Πρώτα από όλα στο ρεύμα, αν κοιτάξει κάποιος έναν λογαριασμό ενός νοικοκυριού, θα διαπιστώσει ότι οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις (δίκτυα, τέλη ΑΠΕ, τέλη μη διασυνδεδεμένων νησιών κ.λπ.) φτάνουν πλέον στο ένα τέταρτο αυτό που λέμε ότι πληρώνουμε για ενέργεια. Ενα άλλο τέταρτο είναι τα διάφορα τέλη (ΤΑΠ, ΕΡΤ κ.λπ.) και αν αφαιρέσουμε και τους φόρους, λιγότερο από το μισό είναι το ρεύμα. Αρα, όπως και στην περίπτωση της βενζίνης, όσο και να πέσει η πρώτη ύλη δύσκολα θα πέσει το συνολικό ποσό του λογαριασμού.
Το πρόβλημα της ενέργειας «μολύνει» με ακρίβεια, όμως, όλη την αγορά. Το παράδειγμα είναι αληθινό. Μεγάλη ελληνική αλυσίδα σούπερ μάρκετ της οποίας ο μηνιαίος λογαριασμός ρεύματος μετριέται σε εκατομμύρια ευρώ, πλήρωνε το 2020 την κιλοβατώρα 0,112 ευρώ. Στην καρδιά της κρίσης το 2022 το κόστος είχε ανέβει σε 0,244 ευρώ και έκτοτε μέχρι και φέτος έχει σταθεροποιηθεί στην περιοχή του 0,196-0,204 ευρώ. Πρόκειται για μια αύξηση που ξεπερνά το 80%. Αν προσθέσουμε μόνο την αναγκαία αύξηση του μισθολογικού κόστους, έχουμε ένα μέρος της εξήγησης γιατί οι τιμές δεν πέφτουν. Το παράδειγμα της ελληνικής βιομηχανίας είναι επίσης γνωστό, καθώς πληρώνει την ενέργεια 20% έως και 50% ακριβότερα από ανταγωνιστές της στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η ενέργεια για τον χαλυβουργό και τον τσιμεντά είναι η πρώτη ύλη. Και όταν αυτή η πρώτη ύλη γίνεται διαρκώς ακριβότερη, τα σπίτια που κατασκευάζουμε γίνονται ακριβότερα, η στεγαστική κρίση διογκώνεται.
Ολα αυτά θέλουν ανάλυση και πολλή δουλειά σε κάθε στάδιο της αλυσίδας παραγωγής, που δεν μπορεί να γίνει όσο συνεχίζουμε να θεωρούμε επίτευγμα ότι ασχολούμαστε με την επιφάνεια των πραγμάτων.

