Αφανής και αναξιοποίητη παραμένει μια πολύ σημαντική ακίνητη περιουσία, τόσο στην Αττική όσο και στην περιφέρεια, προϊόν σχολαζουσών κληρονομιών ή αποποιήσεων. Παρότι ουδείς μπορεί να δώσει ακριβή στοιχεία, μια και ποτέ δεν έγινε συστηματική καταγραφή των ακινήτων αυτών, ο Σύλλογος Μεσιτών Αθηνών – Αττικής εκτιμά ότι, μόνο από κληροδοτήματα, έχουν εντοπιστεί περίπου 5.000 κλειστά διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας.
Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του συλλόγου, Λευτέρης Ποταμιάνος, «για να αξιοποιηθούν τα ακίνητα αυτά θα πρέπει να υιοθετηθούν σύγχρονες δομές και λειτουργίες, με όρους ιδιωτικού και όχι δημόσιου τομέα. Εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση για να πέσουν τα ακίνητα αυτά στην αγορά και να αρθούν οι αγκυλώσεις, είναι εφικτό να δούμε κάποιο αποτέλεσμα προς το τέλος της δεκαετίας». Σε διαφορετική περίπτωση, ακόμα και αν προχωρήσουν οι διαδικασίες, αν δεν υπάρξει ισχυρή βούληση και τομές, στην αγορά εκτιμούν ότι δεν θα αλλάξει κάτι ουσιαστικό, όπως έχει συμβεί και με προγενέστερες ανάλογες πρωτοβουλίες.
Για παράδειγμα, με τον νόμο 4182/2013 (κώδικας κοινωφελών περιουσιών, σχολαζουσών κληρονομιών και λοιπές διατάξεις) είχε καθιερωθεί, ήδη πριν από 12 χρόνια, το Μητρώο Κοινωφελών Περιουσιών και Σχολαζουσών Κληρονομιών, έχοντας, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα της καταγραφής και ενημέρωσης του αρχείου των ακινήτων και λοιπών περιουσιών για λογαριασμό του Δημοσίου. Ωστόσο, μέχρι σήμερα ουδείς αρμόδιος έχει γνωστοποιήσει ακριβή στοιχεία ή έχει εκπονήσει κάποιο σχέδιο αξιοποίησης. Χθες, μάλιστα, ο υπ. Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης ανέφερε ότι «κατ’ αρχήν θα πρέπει να μετρήσουμε τι έχουμε. Σε πρώτη φάση έχουμε καταγράψει 2.000 αδρανή ιδρύματα και 7.000 σχολάζουσες κληρονομιές. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι υπάρχει περιουσία στη χώρα που ακόμα δεν την έχουμε καταγράψει συστηματικά».
Ασφαλώς, τα πραγματικά νούμερα θα είναι πολλαπλάσια, ειδικά στο σκέλος των ακινήτων. Μόνο την περίοδο 2013-2018 καταγράφηκαν 450.000 αποποιήσεις κληρονομιών. Με βάση τα σχετικά στοιχεία, η κορύφωση του φαινομένου των αποποιήσεων κληρονομιών παρατηρήθηκε το 2018, όταν καταγράφηκαν 150.000 τέτοιες πράξεις, από περίπου 29.000 το 2013, δηλαδή σχεδόν πενταπλάσιες. Το φαινόμενο αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαν συσσωρευθεί σημαντικά χρέη, που δεν μπορούσαν να επωμιστούν οι κληρονόμοι και, ταυτόχρονα, οι αξίες των ακινήτων που θα μπορούσαν να κληρονομήσουν ήταν χαμηλότερες. Ετσι, το τελικό αποτέλεσμα ήταν παθητικό, ωθώντας τους περισσότερους στην αποποίηση της κληρονομιάς.
Το σχέδιο του υπ. Οικονομικών προβλέπει τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα εποπτείας της περιουσίας των ιδρυμάτων.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο αριθμός των ακινήτων που είναι κατοικίες εντός αστικών κέντρων, που μπορούν να αξιοποιηθούν για να αντιμετωπιστεί η στεγαστική κρίση, εκτιμάται ότι είναι αρκετά μικρότερος των παραπάνω αποποιήσεων. Πολλά είναι αγροτεμάχια, οικόπεδα στην περιφέρεια, υπόγεια και αποθήκες, συνήθως πολύ χαμηλής αξίας.
Το Ασυλο Ανιάτων
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρκετά ακίνητα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν. Μεταξύ των ιδρυμάτων, μόνο το Ασυλο Ανιάτων υπολογίζεται ότι διαθέτει περίπου 1.000 ακίνητα, προϊόν κληροδοτημάτων από πολίτες. Ωστόσο, το 2021 τα έσοδα από ενοίκια δεν ξεπερνούσαν το 1 εκατ. ευρώ ετησίως, από 3,57 εκατ. ευρώ το 2012, κι ενώ στο μεσοδιάστημα οι τιμές στην αγορά αυξήθηκαν σημαντικά.
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, τουλάχιστον 50% των ακινήτων αυτών είναι κλειστά επί χρόνια (ίσως και δεκαετίες) και απαιτούν σημαντικά κεφάλαια προκειμένου να επαναλειτουργήσουν και να αξιοποιηθούν. Σημειωτέον ότι η διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Ασύλου την περίοδο 2019-2023 είναι αντικείμενο εισαγγελικής έρευνας, με τους εναγόμενους να κατηγορούνται ότι προχώρησαν σε πωλήσεις ακινήτων του ιδρύματος σε τιμές χαμηλότερες των αντικειμένων αξιών τους, ενώ φέρεται να έχουν εντοπιστεί και εκμισθώσεις έναντι ευτελών ποσών.
Το σχέδιο του υπ. Οικονομικών προβλέπει κατ’ αρχάς τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα εποπτείας της περιουσίας των ιδρυμάτων, υπό την «ομπρέλα» του οποίου θα λειτουργούν οι διοικήσεις. Ανάλογο σχέδιο νόμου είχε παρουσιάσει τον περασμένο Μάρτιο ο τότε υπ. Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης, σημειώνοντας ότι είναι καταγεγραμμένα περίπου 700 ιδρύματα με αντικειμενική αξία ακινήτων 235 εκατ. ευρώ, αλλά εκτιμάται ότι τα νούμερα αυτά είναι μικρά, καθώς ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός ιδρυμάτων δεν επικαιροποιεί τα στοιχεία του.
Σύμφωνα με σχετική αρθρογραφία του κ. Λέανδρου Ρακιντζή, ο οποίος από το 2004 έως το 2016 διετέλεσε γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, «τα ιδρύματα διαθέτουν τεράστια περιουσία κυρίως σε κεντρικά ακίνητα, που δεν αξιοποιείται πλήρως, ούτε παρέχει επαρκείς πόρους κυρίως λόγω κακοδιοίκησης, δεσμευτικούς όρους των διαθετών, τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις από τους α.ν. 2039/1940 και 4182/2012, τις συνταγματικές επιταγές του άρθρου 12 Σ. και εγγενείς δυσχέρειες από το κατεστημένο των ιδρυμάτων. Εάν η τεράστια περιουσία των ιδρυμάτων αξιοποιείτο πλήρως με τη βοήθεια επαγγελματιών μάνατζερ, θα κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση και την πρόνοια. Εξάλλου, η εκποίηση ακινήτων δεν αποτελεί τελικά αξιοποίηση, όπως προκύπτει από πολλά παραδείγματα».

