Μακριά από τα επίπεδα της προ κρίσης περιόδου παρέμεινε και το 2024 η μέση μηνιαία οικογενειακή δαπάνη των νοικοκυριών στην Ελλάδα, επηρεασμένη από τα χαμηλότερα εισοδήματα και αυξημένη σε σύγκριση με το 2023 σε τρέχουσες τιμές, κυρίως λόγω του πληθωρισμού. Αυτές είναι, άλλωστε, και οι βασικές αιτίες που προκάλεσαν άνοιγμα της «ψαλίδας» μεταξύ των δαπανών του πλουσιότερου και του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η ακρίβεια προκάλεσε μείωση των ποσοτήτων που κατανάλωσαν τα νοικοκυριά σε βασικά είδη διατροφής, όπως το ελαιόλαδο, το ψωμί, τα γαλακτοκομικά και τα αυγά.
Σύμφωνα με την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών για το έτος 2024, που δημοσίευσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές κατά το έτος 2024 ανήλθε στα 20.694,48 ευρώ (1.724,54 τον μήνα), καταγράφοντας αύξηση 3,6% σε τρέχουσες τιμές σε σχέση με το 2023. Σε σταθερές τιμές η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1% ή 213,55 ευρώ λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 2024, που ήταν 2,6%.
Σε σύγκριση με το 2008, τη χρονιά δηλαδή πριν εκδηλωθεί η οικονομική κρίση, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών ήταν το 2024 χαμηλότερη κατά 16,6%. Μάλιστα, η μέση μηνιαία δαπάνη σε τρέχουσες τιμές ήταν χαμηλότερη το 2024 ακόμη και σε σύγκριση με το 2011 (1.783,86 ευρώ), όταν ήδη η χώρα βρισκόταν σε καθεστώς δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών, 20,7%, κατευθύνθηκε στα είδη διατροφής και στα μη οινοπνευματώδη ποτά, έναντι ποσοστού 21% το 2023. Ωστόσο, σε απόλυτα μεγέθη η σχετική δαπάνη αυξήθηκε κατά 2,2% το 2024 σε σύγκριση με το 2023. Στη στέγαση κατευθύνθηκε το 14,4% των οικογενειακών προϋπολογισμών το 2024 έναντι 14,2% το 2023, με την αξία των σχετικών δαπανών σε τρέχουσες τιμές να αυξάνονται κατά 4,5% την περυσινή χρονιά. Το 13,3% των δαπανών αφορούσε τις μεταφορές, το 11,8% τις δαπάνες σε εστίαση και ξενοδοχεία και το 7,8% την υγεία.
Η αύξηση των τιμών οδήγησε σε μείωση της κατανάλωσης ελαιολάδου κατά 13,9%, αυγών κατά 5,6%, οινοπνευματωδών ποτών κατά 5,5%, ψωμιού κατά 3,7% και γάλακτος κατά 3,6%.
Πολύ πιο βαρύς ήταν φυσικά ο λογαριασμός για τα φτωχότερα νοικοκυριά, καθώς το 2024 κατευθύνθηκε σε είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά το 33,5% των δαπανών τους. Από την άλλη, οι δαπάνες αυτές για το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού αντιστοιχούσαν στο 19,7% των συνολικών δαπανών τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,68 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (από 5,64 για το 2023).

