Αδιαφάνεια στην τιμολόγηση των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας και ασφάλισης υγείας διαπιστώνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην τελική κλαδική μελέτη που δημοσιοποίησε χθες, μελέτη που έρχεται λίγους μήνες μετά τη θύελλα αντιδράσεων για τις υψηλές αναπροσαρμογές στα ασφάλιστρα υγείας και οδήγησε σε παρέμβαση του υπουργού Ανάπτυξης.
Ωστόσο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού αμφισβητεί έντονα τόσο την αποτελεσματικότητα της εν λόγω νομοθετικής παρέμβασης όσο και τη συμβατότητά της με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Υπενθυμίζεται ότι ο νέος Ετήσιος Δείκτης Αναπροσαρμογής μακροχρόνιων ασφαλίσεων υγείας (ΕΔΑ), που θεσπίστηκε με τον νόμο 5170/2025, πρέπει να ανακοινωθεί από την ΕΛΣΤΑΤ τον Δεκέμβριο, προκειμένου να ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2026. Αρμόδια πηγή του υπουργείου Ανάπτυξης, πάντως, τόνισε στην «Κ» ότι δεν πρόκειται να αλλάξει εκ νέου η νομοθετική ρύθμιση.
Από την άλλη, η Επιτροπή Ανταγωνισμού (Ε.Α.) δεν διαπιστώνει ολιγοπώλια, ούτε εμπόδια εισόδου στις εν λόγω αγορές, ενώ όσον αφορά την καθετοποίηση των δραστηριοτήτων, η οποία συντελείται μέσω της εξαγοράς διαγνωστικών κέντρων και άλλων μονάδων υγείας από ασφαλιστικές εταιρείες, δηλώνει ότι αυτή εξετάζεται στο πλαίσιο συγκεκριμένων συγκεντρώσεων.
Η «αποκωδικοποίηση» των τιμοκαταλόγων που αναρτούν οι πάροχοι υγείας είναι δύσκολη για τον καταναλωτή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Ε.Α., η αδιαφάνεια στην τιμολογιακή πολιτική των παρόχων υγείας οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο γεγονός ότι η ζήτηση των εν λόγω υπηρεσιών συχνά δεν είναι αποτέλεσμα των δικών του προτιμήσεων και επιλογών, αλλά διαμεσολαβείται από τους προσωπικούς γιατρούς ή μπορεί και να επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από τις ασφαλιστικές εταιρείες, ανάλογα με τις συμφωνίες τιμών και καλύψεων που αυτές έχουν με τους παρόχους υγείας. Μάλιστα η Αρχή κάνει λόγο στη μελέτη και για το φαινόμενο της προκλητής ζήτησης που με απλά λόγια σημαίνει το εξής: Ο γιατρός στέλνει τον ασθενή να κάνει μια σειρά εξετάσεων που δεν είναι αναγκαίες για τη διάγνωση και τη θεραπεία, να αγοράσει δηλαδή υπηρεσίες υγείας, με απώτερο σκοπό οικονομικό κέρδος, διότι είτε μπορεί να βρίσκεται σε συνεννόηση με τα διαγνωστικά κέντρα ή θα επωφεληθεί από τις συχνές επισκέψεις του ασθενούς σε αυτόν.
Ακόμη και η ανάρτηση των τιμοκαταλόγων από τους παρόχους υγείας δεν λύνει απολύτως το πρόβλημα, καθώς είναι δύσκολη για τον απλό καταναλωτή η «αποκωδικοποίησή» τους. Δειγματοληπτική έρευνα της Αρχής στους ήδη αναρτημένους τιμοκαταλόγους παρόχων υγείας έδειξε το εξής: οι περισσότερες υπηρεσίες υγείας αποτελούνται από ένα σύνολο επιμέρους διαγνωστικών, ιατρικών, νοσηλευτικών πράξεων και υλικών, που όμως ενίοτε τιμολογούνται και αναρτώνται χωριστά στους εν λόγω τιμοκαταλόγους, με αποτέλεσμα αν κάποιος δεν γνωρίζει ποιο είναι το σύνολο αυτό των επιμέρους (και συνήθως δεκάδων) κωδικών στους οποίους αναλύεται τελικά η υπηρεσία υγείας που χρειάζεται να λάβει, να μην μπορεί να υπολογίσει το συνολικό κόστος. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η Ε.Α. προτείνει την κωδικοποίηση/τυποποίηση των υπηρεσιών/προϊόντων των τιμοκαταλόγων, έτσι ώστε να είναι δυνατή η κατανόηση και η σύγκριση των τιμών.
Οσον αφορά τον νέο δείκτη που αναμένεται από την ΕΛΣΤΑΤ και από τον οποίο θα εξαρτάται από το επόμενο έτος η αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων υγείας, η Ε.Α., αφού κάνει λόγο για «οριακή βελτίωση» σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, διατυπώνει δύο βασικές ενστάσεις: πρώτον, οι τιμές των συμβολαίων θα εξαρτώνται από ένα δείκτη που καταρτίζεται από έναν μη συμβαλλόμενο στην ασφαλιστική σύμβαση και εγκρίνεται από το κράτος βάσει κριτηρίων που δεν είναι εκ των προτέρων ελέγξιμα από τον καταναλωτή. Δεύτερον, η ύπαρξη του δείκτη δημιουργεί ένα εστιακό σημείο (focal point) για την αύξηση τιμών. Με άλλα λόγια, η Ε.Α. υποστηρίζει ότι οι εταιρείες δεν θα επιδοθούν σε έναν ανταγωνισμό για τα τιμολόγιά τους, αλλά θα αναπροσαρμόσουν τα ασφάλιστρα με βάση τον δείκτη. Πρόκειται στην ουσία για το ίδιο επιχείρημα κατά της επιβολής πλαφόν σε αγαθά ή υπηρεσίες, π.χ. στα καύσιμα.

