Επιστρέφουν οι αντιφάσεις στην ελληνική οικονομία. Την ώρα που ο δείκτης του οικονομικού κλίματος σκαρφαλώνει στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 13 μηνών και η μεταποίηση συνεχίζει για έναν ακόμα μήνα, τον Ιούλιο, να δείχνει ανάπτυξη για τους επόμενους μήνες, η καταναλωτική εμπιστοσύνη βυθίζεται. Από τη μια συνεχίζεται η παρατεταμένη περίοδος επιχειρηματικής αισιοδοξίας, από την άλλη ενισχύεται η κοινωνική αβεβαιότητα. Οι επιχειρήσεις προβλέπουν «καλό καιρό» και μάλιστα η θετική τους πρόγνωση φτάνει πολλούς μήνες μετά. Η βελτίωση, σύμφωνα με την έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ, προέρχεται από την ενίσχυση των προσδοκιών στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες (λόγω και πάλι του τουρισμού). Δηλαδή, από τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Στους υπόλοιπους τομείς η εικόνα σταθεροποιείται ή επιδεινώνεται, ενώ σε κλάδους όπως οι κατασκευές εμφανίζονται και μειωμένες προβλέψεις για την απασχόληση, και αυτό έχει πολύ καιρό να εμφανιστεί.
Στο λιανικό εμπόριο δείχνουν να συναντώνται οι δύο κόσμοι που έχουν δημιουργηθεί. Μετά τα αρνητικά αποτελέσματα των λιανικών πωλήσεων (πτώση πάνω από 5%) για τον Μάιο που δημοσιοποίησε την Πέμπτη η ΕΛΣΤΑΤ, το ΙΟΒΕ διαπιστώνει στη δική του έρευνα σημαντική επιδείνωση των προσδοκιών σε όλους τους κλάδους του, όπως άλλωστε και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, όπου καταγράφεται η χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων 9 μηνών. Οι καταναλωτές προβλέπουν ότι τα οικονομικά τους θα είναι χειρότερα τους επόμενους 12 μήνες σε ποσοστό που φτάνει το 59% και το εμπόριο γίνεται ο πρώτος αποδέκτης του προβλήματος.
Τα στοιχεία του πληθωρισμού που δημοσιοποίησε χθες η Eurostat ήρθαν να εξηγήσουν ένα μεγάλο μέρος της αρνητικής ψυχολογίας που έχει δημιουργηθεί στην αγορά. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα για τρίτο συνεχή μήνα επέμεινε ανοδικά και μάλιστα με ποσοστό αρκετά πάνω από το όριο συναγερμού. Τον Ιούλιο έκλεισε στο 3,7%, από 3,6% τον Ιούνιο, υποστηριζόμενος από τα σταθερά υψηλά επίπεδα των τιμών των υπηρεσιών. Ξεκάθαρο σημάδι ότι έχει δημιουργηθεί μια νέα εστία ακρίβειας μόνιμου χαρακτήρα, η οποία σε συνδυασμό με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος στέγασης πλήττει τον πυρήνα της κατανάλωσης στην ελληνική οικονομία, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Σε αυτή την αντιφατική εικόνα συμπυκνώνεται και η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Η επιχειρηματική πλευρά αισθάνεται πολύ δυνατή, με θετικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ, στις καταθέσεις, στην απασχόληση, ακόμα και στις επενδύσεις. «Τραβάει γενικά το κάρο». Από την άλλη πλευρά, τα νοικοκυριά συνεχίζουν με αυξανόμενο ρυθμό να αισθάνονται πιεσμένα. Για μια οικονομία που ακόμα και την περίοδο των μεγάλων επενδυτικών προγραμμάτων που διανύουμε στηρίζεται στην κατανάλωση, η ψυχολογία των νοικοκυριών παίζει μεγάλο ρόλο.

