Σε δομικές ανισορροπίες, που διαιωνίζονται διαχρονικά, παρά την πρόοδο στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, κάνει αναφορά η Εαρινή Εκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, που δημοσιεύθηκε χθες, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τη χαμηλή παραγωγικότητα και τα μικρά ποσοστά αποταμίευσης, που μεταφράζονται σε εξάρτηση από εξωτερικό δανεισμό και μεταβιβαστικές πληρωμές. Το Συμβούλιο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,3% φέτος, όπως και η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η έκθεση επισημαίνει, πάντως, πως αν και το ΑΕΠ υπερβαίνει πλέον το ύψος του 2019, η οικονομική δραστηριότητα υστερεί σε σύγκριση με το επίπεδο πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ελληνική κρίση χρέους της προηγούμενης 10ετίας. «Παρά τη σημαντική πρόοδο και τη σταθερή αναπτυξιακή πορεία των τελευταίων ετών, η επαναφορά του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, αντικατοπτρίζοντας τα ευρύτερα διαρθρωτικά προβλήματα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, μετά τη δεκαετή περίοδο ύφεσης και προσαρμογής», επισημαίνει η έκθεση.
Το πρόβλημα αυτό, συνεχίζει, επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία για την παραγωγικότητα εργασίας, ανά ώρα εργασίας, η οποία είναι στο 55% της Ευρωζώνης. Τα στοιχεία αυτά κάνουν εμφανή την ανάγκη για πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγικότητας, όπως επενδύσεις στην εκπαίδευση, με στόχευση στις ψηφιακές δεξιότητες, στην τεχνολογία και καινοτομία, στις υποδομές, για βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση όχι μόνο για τη βελτίωση του μέσου βιoτικού επιπέδου, αλλά και για τη χρηματοδότηση κοινωνικών πολιτικών και τη σταδιακή αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους.
Η έκθεση επισημαίνει, επίσης, τα εξής:
• Το υψηλό δημόσιο χρέος, αν και μειώνεται, απαιτεί συνεχή δημοσιονομική πειθαρχία.
• Παρά τη μείωση, η ανεργία και ο πληθωρισμός παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
• Η αντιμετώπιση διαρθρωτικών προκλήσεων όπως η γήρανση του πληθυσμού, η χαμηλή αποταμίευση και παραγωγικότητα, καθώς και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, είναι κρίσιμης σημασίας.
Η έκθεση επικαλείται στοιχεία της Ε.Ε. για την πραγματική αμοιβή των εργαζομένων, σύμφωνα με τα οποία, παρά την πρόσφατη αύξηση, ο καθαρός μέσος μηνιαίος μισθός, προσαρμοσμένος με το κόστος ζωής, εξακολουθεί να είναι καθαρά χαμηλότερος στην Ελλάδα από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. «Μια περαιτέρω αύξηση των μισθών», επισημαίνει, «θα είναι ευεργετική σε μικροοικονομικό επίπεδο, αλλά και χρήσιμη σε μακροοικονομικό επίπεδο μέσω της τόνωσης της συνολικής ζήτησης, στον βαθμό που συνοδεύεται από ανάπτυξη και βελτίωση της παραγωγικότητας».
Σχετικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις το Συμβούλιο προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διατηρηθεί στο 3,2% του ΑΕΠ, ενώ θα υπάρξει και οριακό πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης.
«Σε ένα περιβάλλον αυξημένης γεωπολιτικής αβεβαιότητας και πιθανών επιπτώσεων από την επιβολή νέων δασμών στο διεθνές εμπόριο», αναφέρει η έκθεση, «η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει την πρόκληση του στρατηγικού συνδυασμού αυξημένων αμυντικών δαπανών με την παράλληλη ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων. Στόχος είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία θα οδηγήσει σε βιώσιμη ανάπτυξη, ανθεκτικότητα στις εξωτερικές πιέσεις και, τελικά, στη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών».

