Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει διαχρονικά περισσότερες υποχρεώσεις προς το εξωτερικό, από τις εισροές προς τα μέσα. Αυτός είναι ο εμπορικός μας «καθρέφτης» διεθνώς και ποτέ δεν ήταν καλός. Δεν είναι τυχαίο ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο των συναλλαγών μας με το εξωτερικό θεωρήθηκε ως μια από τις βασικές αιτίες για τη χρεοκοπία της χώρας πριν από 15 χρόνια. Εκτοτε έγιναν προσπάθειες να μειωθεί αυτή η πληγή. Πρόσκαιρα, λόγω ύφεσης, άρα και μειωμένων εισαγωγών, την προηγούμενη δεκαετία είδαμε βελτίωση. Ξέραμε ωστόσο ότι αυτή η εικόνα δεν πρόκειται να αλλάξει εάν δεν βελτιωθούν οι επιδόσεις μας στις εξαγωγές και στην εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων. Και τα δύο έδειξαν σημαντικά σημάδια βελτίωσης στα χθεσινά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος σε επίπεδο πενταμήνου.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2024 είναι μειωμένο κατά 24% (6,44 δισ. έναντι 8,58 δισ. πέρυσι). Αυξήθηκαν οι εξαγωγές κατά 0,8%, ενώ μειώθηκαν οι εισαγωγές κατά 4,2%, επίδοση που προφανώς ευνοείται από τις μειωμένες τιμές πετρελαίου.
Χωρίς το πετρέλαιο –και αυτό είναι το σημαντικό– οι συνολικές εξαγωγές είναι αυξημένες κατά 4,7%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές είναι αυξημένες και αυτές, αλλά λιγότερο, κατά 2,5%.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου στο πεντάμηνο σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2024 είναι μειωμένο κατά 24%.
Πρωταγωνιστής των εξαγωγών (υπηρεσιών) για μία ακόμα φορά ο τουρισμός, ο οποίος κατέγραψε στο πεντάμηνο αύξηση των εσόδων κατά 12,7%, παρά τις αιτιάσεις ότι έχει πιάσει ταβάνι, φέρνοντας στη χώρα 4,35 δισ. ευρώ, από 3,86 δισ. στο αντίστοιχο διάστημα του 2024.
«Κερασάκι στην τούρτα» το γεγονός ότι οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις στο πρώτο πεντάμηνο είναι ίσες με 2,07 δισ. ευρώ έναντι 1,47 δισ. πέρυσι (αύξηση 41%).
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η βελτίωση είχε κάνει ήδη την εμφάνισή της στη δεκαετία που διανύουμε. Σε μια πρόσφατη σύγκριση που έκανε μεταξύ των ετών 2002-2008 με την περίοδο 2022-2024, δηλαδή πριν και μετά τα μνημόνια, εξήγαγε ένα ενδιαφέρον εύρημα. Από ετήσιο έλλειμμα 22 δισ. (11% του ΑΕΠ) κάθε χρόνο την πρώτη περίοδο, στη δεύτερη υποχώρησε στα 17 δισ. κάθε χρόνο (7,5% του ΑΕΠ). Η δεύτερη τριετία επιβαρύνθηκε μάλιστα με τα κόστη της πανδημίας και τις αυξημένες εισαγωγές καυσίμων λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Η μεγάλη διαφορά ωστόσο ήταν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δύο περιόδων. Στην πρώτη είχαμε υποχρεώσεις μόλις 5% του ΑΕΠ σε άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ στη δεύτερη, την πιο πρόσφατη της προηγούμενης τριετίας, το σχετικό ποσοστό των επενδύσεων εκτοξεύτηκε στο 32%. Το τελευταίο σημαίνει ότι μπήκε χρήμα που μπορεί να τονώσει την απασχόληση, την τεχνολογία, την παραγωγικότητα και βέβαια την ανθεκτικότητα της οικονομίας.

