Ανησυχίες εκφράζουν οι επενδυτές σχετικά με το πώς οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν να πλοηγηθούν στο περιβάλλον των χαμηλότερων επιτοκίων, διατηρώντας τις βελτιωμένες τάσεις και τα ισχυρά μεγέθη τους, όπως αναφέρει η Goldman Sachs. Αν και η ίδια διατηρεί τη θετική της στάση για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, επισημαίνει πως η αλλαγή στις προσδοκίες για τα επιτόκια της ΕΚΤ έχει προκαλέσει αρκετά ερωτήματα από τους πελάτες της για την Ελλάδα. Κατά την άποψή της ωστόσο, η πρόσθετη αυτή πίεση μπορεί να αντισταθμιστεί από τις καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις των τραπεζών σε άλλους τομείς.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Goldman, μετά τη μείωση στο 2% τον Ιούνιο, εκτιμά ότι θα υπάρξει μία τελευταία μείωση 25 μ.β. τον Σεπτέμβριο, φέρνοντας έτσι το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ στο 1,75%, κάτι που «βλέπει» και η αγορά. Ωστόσο οι εκτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών έχουν βασιστεί στο ότι το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί στο 2%, τόσο φέτος όσο και τα επόμενα δύο χρόνια. Συνεπώς, όπως τονίζει, έχει λάβει ερωτήματα από επενδυτές σχετικά με τη βιωσιμότητα των καθαρών περιθωρίων από τόκους (NIM) και των προβλέψεων για τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των ελληνικών τραπεζών για το 2025-2026, τη στιγμή που το guidance και των τεσσάρων συστημικών υποδηλώνει σταθερά ΝΙΙ τη διετία αυτή.
Η Goldman Sachs εμφανίζεται αισιόδοξη καθώς, όπως απαντά στους επενδυτές, η πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους από τα χαμηλότερα επιτόκια μπορεί να αντισταθμιστεί από τις καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών σε άλλους τομείς. Συγκεκριμένα, α) από την υψηλότερη από την αναμενόμενη αύξηση των δανείων, β) τη μεγαλύτερη συνεισφορά από τα έσοδα από τίτλους και γ) τα καλύτερα από τα αναμενόμενα υποκείμενα spreads στον εταιρικό τομέα.
Οπως επισημαίνει, οι όγκοι δανείων παρουσίασαν επίδοση-έκπληξη στο α΄ τρίμηνο, αντισταθμίζοντας τα χαμηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ. Τα υπόλοιπα των εξυπηρετούμενων δανείων των Alpha Bank, Εθνικής Τράπεζας, Τράπεζας Πειραιώς και Eurobank αυξήθηκαν κατά 13%, 12%, 16% και 12% σε ετήσια βάση, αντίστοιχα – έναντι πρόβλεψης των διοικήσεων για αύξηση 7,5% ετησίως (2025-2027). Λαμβάνοντας υπόψη το ισχυρό ξεκίνημα του 2025, οι πιθανότητες για υπεραπόδοση των στόχων για τις χορηγήσεις έχουν ενισχυθεί σημαντικά, τονίζει η Goldman, βλέποντας αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 8% ετησίως το 2025-2027, διασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα των προοπτικών για τα NII.
Κατά την άποψή της, οι τράπεζες με πιο ακριβή χρηματοδότηση και υψηλότερο μερίδιο προθεσμιακών καταθέσεων (Alpha/Eurobank) θα έχουν μεγαλύτερο όφελος από τις μειώσεις των επιτοκίων, ενώ Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς θα επωφεληθούν λιγότερο. Οπως εξηγεί, τα χαμηλότερα επιτόκια τείνουν να οδηγούν σε μείωση των προθεσμιακών καταθέσεων και σε στροφή σε επενδύσεις (χρηματιστήριο) καθώς αποτελούν πιο ελκυστική εναλλακτική λύση. Η άποψη αυτή της Goldman στηρίζεται επίσης και από την ευαισθησία των ΝΙΜ στα επιτόκια: μία μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 25 μ.β. μεταφράζεται σε μείωση περίπου 3 μ.β. στα ΝΙΜ της Eurobank, και 2 μ.β. για την Alpha Bank (αντίκτυπο ύψους 35 και 15 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα) σε σύγκριση με περίπου 5 μ.β. για την Εθνική Τράπεζα και 4 μ.β. για την Πειραιώς (επίπτωση ύψους 35 και 30 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα).

