Το 2019, όταν εξελέγη η σημερινή κυβέρνηση, οι ελληνικές τράπεζες λειτουργούσαν ακόμα υπό καθεστώς κεφαλαιακών περιορισμών. Ακόμα και μετά το 2019, συνέχισαν να εφαρμόζουν υποχρεώσεις συρρίκνωσης του ισολογισμού τους (μείωση προσωπικού, πώληση θυγατρικών κ.λπ.). Δεν ήταν κανονικές τράπεζες. Εξι χρόνια μετά, δεν είναι σαφές ότι έχουν γίνει κανονικές τράπεζες. Από αυτές που παίρνουν ρίσκα. Η αίσθηση της αυτοσυντήρησης και προστασίας έναντι κινδύνων συνέχισε να υπάρχει, παρά το γεγονός ότι η χώρα είχε ανακάμψει και προσπαθούσε να βρει τον δρόμο προς την κανονικότητα. Αυτές επέμειναν συντηρητικά. Και ας είχαν «ξεφορτώσει» το μεγαλύτερο μέρος των κόκκινων δανείων που βάρυναν τους ισολογισμούς τους, με το σχέδιο «Ηρακλής», και ας είχε εγγυηθεί για μεγάλο μέρος αυτών ο Ελληνας φορολογούμενος. Το οξύμωρο είναι ότι σε αυτό το πλήρως προστατευόμενο περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνταν, και πριν αρχίσουν ξανά να χρηματοδοτούν την οικονομία στον βαθμό που όλοι περίμεναν, άρχισαν να εμφανίζουν υψηλή κερδοφορία. Κέρδη που σε μεγάλο βαθμό οφείλονταν στην άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ και στις προμήθειες που είχαν υιοθετήσει στα δύσκολα χρόνια προκειμένου να επιβιώσουν και συνέχιζαν να τις επιβάλλουν στις συναλλαγές με τους πελάτες τους. Οφείλονταν επίσης στο τεράστιο για οποιοδήποτε τραπεζικό σύστημα περιθώριο (spread) με το οποίο λειτουργούσαν (και λειτουργούν), τη διαφορά δηλαδή μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων.
Μπροστά σε όλη αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση από την αρχή της θητείας της επέλεγε μόνο κατά διαστήματα να ασχοληθεί μαζί τους. Αυτή τη δύσκολη συζήτηση επιχείρησε να ανοίξει χθες ξανά ο υπουργός Οικονομικών. Η παρέμβαση Πιερρακάκη στη γενική συνέλευση της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών δεν περιλάμβανε «μπινελικώματα», όπως είχε συμβεί με προκάτοχό του, αλλά πολλά… παράπονα. «Δεν πρέπει να παίζουμε μόνο άμυνα», τους είπε, υπονοώντας ότι καλή η τραπεζική ασφάλεια, αλλά πρέπει να δίνουν και κανένα δάνειο.
Ο πρόεδρος της Ενωσης, Γκίκας Χαρδούβελης, που ανέλαβε να του απαντήσει, παρουσίασε με στοιχεία την πρόοδο των ελληνικών τραπεζών, σχεδόν σε κάθε τομέα. Σύμφωνα με τον ίδιο και στις χορηγήσεις νέων δανείων, με την εξαίρεση των στεγαστικών. Στο μόνο σημείο που και ο ίδιος αναγνώρισε ότι υπάρχει θέμα είναι στο spread, στα πολύ χαμηλά (μηδενικά) επιτόκια για τους καταθέτες και στα πολύ υψηλά επιτόκια για τους δανειολήπτες. Και αυτό δεν είναι λίγο.
Σε αυτό πάντως που δεν απάντησε ήταν στην ξεκάθαρη αναφορά Πιερρακάκη ότι πρέπει να μεγαλώσουν οι τράπεζες και να δημιουργήσουν νέους εθνικούς πρωταθλητές, ίσως γιατί στο βάθος μια τέτοια εξέλιξη θα προϋπέθετε συγχωνεύσεις, και στις τράπεζες δεν θέλουν ακόμα να ανοίξουν αυτό το θέμα.

