Είναι πλέον γνωστό, και ο ελληνικός λαός το έχει εμπεδώσει, ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, επικουρούμενο βέβαια από ορισμένες ομάδες συμφερόντων, απαντούσε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες σε λάθος ερωτήματα και όχι σε σωστά ερωτήματα με λάθος τρόπο. Για παράδειγμα, το πραγματικό ερώτημα δεν ήταν ποτέ ισότητα ή ανάπτυξη, αλλά ισότητα και ανάπτυξη ή υστέρηση και, εκ των πραγμάτων, ανισότητα. Το ίδιο ίσχυε και για το ερώτημα πολιτική σταθερότητα ή πολιτική αστάθεια, που, σε κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να είναι συνεργασία και πρόοδος ή κομματικό κράτος και οπισθοδρόμηση. Η μάστιγα του λάθους ερωτήματος δεν θα μπορούσε παρά να αφορά και τα πανεπιστήμιά μας. Ετσι, το πραγματικό ερώτημα δεν ήταν ποτέ -σ’ αυτήν την περίπτωση- ιδιωτικά ή δημόσια πανεπιστήμια, αλλά ΤΕΙ Αγρινίου ή Πανεπιστήμιο Harvard. Απαντώντας στο λάθος ερώτημα δεν μπορέσαμε ποτέ να στοχεύσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, που είναι η συγκρότηση και ανάπτυξη μιας ισχυρής ερευνητικής κοινότητας, με αρκετούς πόρους, η οποία θα αριστεύει στην έρευνα και θα συμβάλλει στην ελληνική οικονομία και ως εκ τούτου στην ευημερία της ελληνικής κοινωνίας.
Το ερώτημα σήμερα βρίσκεται ακόμα σε λάθος βάση, καθώς από τη μια έχουμε δημόσια πανεπιστήμια που καταρρέουν από την έλλειψη χρηματοδότησης, πανεπιστημιακούς που δεν ελέγχονται ποτέ για την ποιότητα και την ποσότητα του ερευνητικού τους έργου και έτσι, τη μετατροπή, στις περισσότερες περιπτώσεις, των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σε δημόσια σχολεία κακής ποιότητας, χωρίς ερευνητικούς στόχους. Ενώ, από την άλλη, στη θέαση αυτού του υπαρκτού προβλήματος έχουμε το αίτημα οι προσωπικές οικογενειακές επιχειρήσεις τύπου φροντιστηρίου, το περίπτερο της γωνίας και οι σχολές κομμωτικής να μπορούν να μετεξελιχθούν σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, με τη σύναψη μιας κάποιας συμφωνίας με ένα δημόσιο ή ιδιωτικό πανεπιστήμιο του εξωτερικού, που όντας σχετικά αδιάφορο και έναντι αδράς αμοιβής θα βεβαιώνει ότι το περίπτερο πράγματι προσφέρει τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης θα μπορούσαμε να είχαμε σήμερα υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου, που θα προσείλκυαν εύπορους φοιτητές από τη Μέση Ανατολή, την Ασία και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, θα έδιναν εργασία στους χιλιάδες άνεργους ερευνητές της χώρας μας και θα ακύρωναν εν τέλει τη «φοιτητική μετανάστευση» και την εκροή πολύτιμων οικονομικών πόρων. Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν είναι ποιους όρους και προϋποθέσεις θα θέσουμε ως Πολιτεία ώστε να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, να διασφαλιστεί η υψηλή ποιότητα της έρευνας και των παρεχόμενων υπηρεσιών και παράλληλα να δημιουργηθεί επαρκής χώρος για την επιχειρηματικότητα και το κέρδος.
Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να λειτουργούν σε έναν μεγάλο βαθμό όπως και τα δημόσια πανεπιστήμια, να διαχωριστεί δηλαδή το διδακτικό από το επιχειρηματικό κομμάτι. Να ξεκινούν με ένα πολύ μεγάλο μετοχικό κεφάλαιο, ώστε να αποφευχθεί η δυνατότητα τα περίπτερα να γίνουν πανεπιστημιακά ιδρύματα. Το διδακτικό προσωπικό να προσλαμβάνεται με δημόσιες ανοιχτές διαδικασίες και να κρίνεται από την ερευνητική κοινότητα και όχι βέβαια από τον επιχειρηματία. Η ανεξαρτησία του διδακτικού προσωπικού πρέπει να είναι δεδομένη, αλλιώς θα μετατραπεί σε «δούλο» εξυπηρετήσεων φίλων και γνωστών και το πτυχίο που θα προσφέρει θα χάσει το κύρος του. Επίσης, πρέπει δεσμευτικά, σημαντικό κομμάτι των εσόδων να δίνεται για έρευνα και για υποτροφίες ώστε να εξασφαλιστεί αφενός ότι το ίδιο το ίδρυμα μπορεί να αναπαράγει τον εαυτό του και ότι δεν χρειάζεται να περιμένει το δημόσιο πανεπιστήμιο να κάνει αυτή τη δουλειά, και αφετέρου ότι στοχεύει στην ερευνητική αριστεία.
Αντί λοιπόν να συζητούμε πώς θα φτιάξουμε πανεπιστήμια υψηλού κύρους και ερευνητικών δυνατοτήτων, συζητούμε πώς θα επιτρέψουμε στα φροντιστήρια να εξελιχθούν σε πανεπιστήμια, αγοράζοντας δικαιώματα δικαιόχρησης από τους ξένους, όπως οι ιθαγενείς τα καθρεπτάκια, ή πώς θα εμποδίσουμε κάθε υγιή δραστηριότητα που στοχεύει στην αναγκαία και αυτονόητη προώθηση της έρευνας. Γι’ αυτό, στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, η Πολιτεία οφείλει να βάλει τις βάσεις για την πραγματική εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος που είναι από τη μια να επιτρέψει τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων υψηλού κύρους και ερευνητικών δυνατοτήτων και από την άλλη να σπάσει το ακατανόητο μονοπώλιο του κράτους σε έναν τόσο ανταγωνιστικό τομέα, του οποίου η ανάπτυξη μόνο οφέλη μπορεί να προσδώσει στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Και όλα αυτά βέβαια, υπό σαφείς και αδιαμφισβήτητους κανόνες και όχι απλώς υπό τους όρους της εξυπηρέτησης της επιχειρηματικότητας.
*Ο κ. Β. Μαγκλάρας διδάσκει Πολιτικές Επιστήμες στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

