Σούπερ μάρκετ και πολυκαταστήματα είναι η κατηγορία των επιχειρήσεων που δίνει ώθηση στην ανάπτυξη των εργασιών του λιανικού εμπορίου γενικότερα. Εμφανίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση πωλήσεων και κερδών, σημαντική βελτίωση του καθαρού περιθωρίου κέρδους, τη μερίδα του λέοντος στις επενδύσεις παγίου, καθώς και το μεγαλύτερο λόγο κερδοφόρων προς ζημιογόνες επιχειρήσεις. Στον αντίποδα βρίσκεται ο τομέας των οικιακών συσκευών όπου μεταξύ άλλων σε κάθε δύο κερδοφόρες αναλογεί μια ζημιογόνος.
Ειδικότερα, ο κλάδος του εμπορίου φιλοξενει 281.126 επιχειρήσεις και πλέον του 95% αυτών έχουν πολύ μικρό μέγεθος, πραγματοποιώντας κύκλο εργασιών κάτω απο τα επίπεδα των 60.000 ευρώ ετησίως. Σύμφωνα με την «Ετήσια Εκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2003» της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), το μεγαλύτερο κομμάτι του εμπορίου στην Ελλάδα καταλαμβάνει το λιανικό εμπόριο. Στο λιανικό εμπόριο συγκεντρώνεται το 67,1% των εν λειτουργία επιχειρήσεων, με κορυφαίο αριθμητικά τον κλάδο της ένδυσης-υπόδησης – καλλυντικών και οικιακής χρήσης. Οι άλλοι κλάδοι που συνθέτουν το λιανικό εμπόριο είναι το «γενικό λιανικό εμπόριο» (σούπερ μάρκετ, πολυκαταστήματα), «τρόφιμα-ποτά-καπνός», «οικιακές συσκευές» και «ηλεκτρονικοί υπολογιστές, μηχανές γραφείου κ.ά.». Παράλληλα το λιανικό εμπόριο απορροφά το 68,4% της απασχόλησης στο σύνολο του εμπορίου που είναι 698.000 άτομα και είναι ο μόνος στον οποίο διαχρονικά αυξάνεται, ειδικά η μισθωτή απασχόληση.
Μικρού μεγέθους επιχειρήσεις
Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο είναι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, καθώς εμφανίζει το χαμηλότερο ποσοστό A.E. και ΕΠΕ (0,9% και 1,3% αντίστοιχα) σε σχέση με τους άλλους κλάδους του εμπορίου. Ομως ο μέσος ετήσιος κύκλος εργασιών των A.E. ξεπερνά τα 3 εκατ. ευρώ λόγω της ύπαρξη των μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής (αλυσίδες καταστημάτων τροφίμων, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών κ.ά.). Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην Εκθεση, κατά παράδοξο τρόπο αντί οι προσωπικές εταιρείες να υποχωρούν υπέρ των A.E. και ΕΠΕ λόγω των τάσεων συγκέντρωσης της αγοράς, εμφανίζονται σημαντικά ενισχυμένες, αποτελώντας το 82,6% του συνόλου των επιχειρήσεων. Τούτο η έκθεση αποδίσει στη μείωση που παρουσίασαν οι άλλες νομικές μορφές (π.χ. O.E., Ε.Ε.).
Μπορεί βέβαια το λιανικό εμπόριο να παρουσίασε το 2002 τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ όλων των κλάδων του εμπορίου, καταγράφοντας αύξηση πωλήσεων της τάξης του 11,55% και κερδών κατά 41,4%, εμφανίζει τη χειρότερη αναλογία κερδοφόρων προς ζημιογόνες. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η κατηγορία σούπερ μάρκετ-πολυκαταστήματα καταγράφει το μεγαλύτερο λόγο κερδοφόρων προς ζημιογόνες (4,74:1). Πλην αυτού η αναλογία σε όλους τους άλλους τομείς είναι χαμηλή, με πλέον χαρακτηριστική αυτή του λιανικού εμπορίου οικιακών συσκευών. Σύμφωνα με την Εκθεση σε κάθε 2,03 κερδοφόρες επιχειρήσεις οικιακών συσκευών αναλογεί μια ζημιογόνος.
Πωλήσεις – Κέρδη
Το 2002 οι πωλήσεις του λιανικού εμπορίου διαμορφώθηκαν σε 11.671 εκατ. ευρώ από 10.452 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας το μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 11,7%. Ταυτόχρονα ο εν λόγω τομέας παρουσίασε και τη μεγαλύτερη μεταβολή (16,6%) στο σύνολο του εμπορίου σε ό,τι αφορά στα μικτά κέρδη. Τούτα ανήλθαν σε 2.750 εκατ. ευρώ έναντι 2.359 εκατ. ευρώ το 2001. Τα λειτουργικά κέρδη βελτιώθηκαν κατα 58,1% στα 230.479.000 ευρώ έναντι 145.737.000 ευρώ, ενώ τα καθαρά κέρδη ανήλθαν σε 250.121.000 ευρώ από 176.917.000 ευρώ. Να σημειωθεί ότι στο σύνολο του εμπορίου οι πωλήσεις των A.E. και ΕΠΕ έφθασαν τα 53.747 εκατ. ευρώ από 50.286 εκατ. ευρώ στην οικονομική χρήση του 2001.
Οι επιδόσεις αυτές στο λιανικό εμπόριο, οφείλονται όμως αποκλειστικά και μόνο στον τομέα του «γενικού λιανικού εμπορίου» όπου κυριαρχούν τα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα. Ειδικά σε ό,τι αφορά την κερδοφορία καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η αντιστροφή του αρνητικού αποτέλεσματος κορυφαίας εταιρείας σούπερ μάρκετ. Ταυτόχρονα, όπως σημειώνεται στην «Ετήσια Εκθεση Ελληνικού Εμπορίου», οι επιδόσεις άλλων κλάδων του λιανικού εμπορίου απογοήτευσαν κατά το 2002. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του τομέα των «οικιακών συσκευών» ο οποίος γνώρισε συρρίκνωση του ενεργητικού του και κατέστη ζημιογόνος μετά τα αρνητικά αποτελέσματα που παρουσίασαν οι μεγάλες εταιρείες του. Στον ενοποιημένο κλάδο «ηλεκτρονικών-υπολογιστών-μηχανών γραφείου-λοιπού λιανικού εμπορίου» τα κέρδη σχεδόν εκμηδενίστηκαν, καθώς και εδώ σημαντικές εταιρείες εμφάνισαν υψηλές ζημίες, ενώ στασιμότητα χαρακτήρισε την κερδοφορία των επιχειρήσεων που ανήκουν στην κατηγορία «ένδυση-υπόδηση-καλλυντικά-είδη οικιακής χρήσης».
Συνολικά οι A.E. και ΕΠΕ στον χώρο του λιανικού εμπορίου παρουσιάσαν και τη μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα με τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να φθάνουν τα 847.174.000 ευρώ. Τη μερίδα του λέοντος είχαν πάλι σούπερ μάρκετ και πολυκαταστήματα. Στο λιανικό εμπόριο καταγράφεται επίσης μείωση της δανειακής επιβάρυνσης απο 76,8% σε 74,9%, όπου τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στροφή προς δανειακά κεφάλαια μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας και είναι αρκετά σαφής στους τομείς «ένδυσης-υπόδησης-ειδών οικιακής χρήσης».
Παράλληλα καταγράφηκε και ο ταχύτερος ρυθμός αύξησης των ιδίων κεφαλαίων 22,9% που προήλθε από την εντυπωσιακή μεγέθυνση κατά 56,5% των ιδίων κεφαλαίων του κλάδου «γενικού λιανικού εμπορίου». Στους υπόλοιπους κλάδους σημαντική αύξηση υπήρξε στα ίδια κεφάλαια του ενοποιημένου κλάδου «ηλεκτρονικών υπολογιστών-μηχανών γραφείου», ενώ αξιοσημείωτη είναι και η συρρίκνωση για δεύτερη συνεχή χρονιά των ιδίων κεφαλαίων του κλάδου οικιακών συσκευών, ο οποίος ταυτόχρονα παρουσίασε και σημαντική μείωση ρευστότητας.
Εντελώς διαφορετική ωστόσο είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου, καθώς φαίνεται ότι η θέση τους επιδεινώθηκε περαιτέρω.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΣΕΕ, το 39,5% δηλώνει ότι το 2002 σε σχέση με το 2001 είχε σημαντικά χαμηλότερες πωλήσεις, το 29,3% υψηλότερες και το 30,8% περίπου στάσιμες. Σημαντικά χαμηλότερα μικτά κέρδη είχε το 41,6% των εταιρειών, στάσιμα το 30,2% και σημαντικά χαμηλότερα το 27,2%. Χαμηλότερα προ φόρου κέρδη είχε το 45,5% των μικρών επιχειρήσεων και στάσιμα το 29%. Το 80,4% δεν πραγματοποίησε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, το 42,8% δήλωσε ότι αύξησε τις πιστώσεις προς τους πελάτες, ενώ η πλειονότητα δεν έχει υποχρεώσεις προς το τραπεζικό σύστημα.

