Nέα στρατηγική στην Ισπανία εγκαινιάζει η εταιρεία βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων Airbnb, αποφασίζοντας να εγκαταλείψει τις μεγαλουπόλεις και να επενδύσει στις αγροτικές περιοχές και στην ενδοχώρα. Mε την κίνηση αυτή φιλοδοξεί να απαντήσει μεταξύ άλλων στους ολοένα και πιο αυστηρούς κανονισμούς που επιβάλλουν οι Αρχές στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν τον υπερτουρισμό και την κρίση στέγασης. O κολοσσός σχεδιάζει να επενδύσει 50 εκατ. δολάρια μέσα στην επόμενη τριετία, επεκτείνοντας τις επιλογές σε προορισμούς της ενδοχώρας και ενισχύοντας τον αγροτουρισμό, αφού παρά το πλήθος των τουριστών που επιλέγουν τη χώρα της Ιβηρικής για τις διακοπές τους, οι αγροτικές περιοχές της προσελκύουν λιγότερους επισκέπτες από ό,τι η ύπαιθρος της Γαλλίας, της Βρετανίας ή της Ιταλίας.
Η Ισπανία έχει ξεκινήσει μεγάλη εκστρατεία για να αντιμετωπίσει την άλωση των πόλεων από τα Airbnb, που έχουν καταστήσει τη χώρα παράδειγμα της στεγαστικής κρίσης στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό –παράλληλα με τις απαγορεύσεις και το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις πλατφόρμες– επιχειρεί να αναδείξει αγροτικούς προορισμούς με στόχο να πείσει τα 94 εκατομμύρια διεθνείς τουρίστες που συνέρρευσαν στις παραλίες και στις μεγαλουπόλεις το 2024 να επισκεφθούν άλλα μέρη της χώρας. Προς το παρόν, η τάση καθοδηγείται κυρίως από εγχώριους ταξιδιώτες που αναζητούν φθηνότερες διακοπές στην ενδοχώρα. Η Airbnb ανακοίνωσε ότι οι αγροτικοί προορισμοί στην Ισπανία προσείλκυσαν λιγότερους επισκέπτες από ό,τι στη Γαλλία και στη Βρετανία, και μόνο τους μισούς από ό,τι στην Ιταλία. Η πλατφόρμα ωστόσο αναμένει αύξηση του ενδιαφέροντος ενόψει της ηλιακής έκλειψης του 2026, η οποία θα είναι ορατή από αρκετές αγροτικές περιοχές της Ισπανίας.
Συνολικά, σχεδόν το ένα τρίτο των τουριστών που επισκέπτονται την Ισπανία επιλέγει να μείνει σε καταλύματα βραχυπρόθεσμης μίσθωσης. Ο αριθμός των κατοικιών που είναι καταχωρισμένες για ενοικίαση την περίοδο των διακοπών μειώθηκε κατά 6% τον Μάιο σε σύγκριση με το προηγούμενο καλοκαίρι, φτάνοντας στο 1,43 εκατ., μετά την αυστηροποίηση των κανονισμών, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής.
Συνολικά, σχεδόν το ένα τρίτο των τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα επιλέγει να μείνει σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Οι ισπανικές αρχές εφαρμόζουν διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση του υπερτουρισμού, ενώ τους τελευταίους μήνες δεκάδες χιλιάδες Ισπανοί βγήκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για την αύξηση του κόστους στέγασης και ενοικίασης. Πόλεις όπως η Βαρκελώνη σχεδιάζουν να τις απαγορεύσουν έως το 2028, ενώ προορισμοί όπως οι Βαλεαρίδες Νήσοι και η Μαδρίτη έχουν απαιτήσει από τις πλατφόρμες να μειώσουν τις καταχωρίσεις τους. Toν Μάιο, η Μαδρίτη διέταξε την Airbnb να μπλοκάρει περισσότερες από 65.000 αγγελίες στην πλατφόρμα της επειδή παραβίασε τους κανόνες.
Το στεγαστικό πρόβλημα λαμβάνει ωστόσο διαστάσεις «κοινωνικής κρίσης» σε ολόκληρη την Ε.Ε., όπου το 9% των νοικοκυριών υπολογίζεται ότι ξοδεύει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για στέγαση. Η εκτόξευση στις τιμές των κατοικιών και των ενοικίων ανάγκασε τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής των Βρυξελλών να αναλάβουν για πρώτη φορά συντονισμένη δράση, θεσπίζοντας κανόνες για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις μέσα από πλατφόρμες όπως οι Airbnb και Booking.com. Μιλώντας πρόσφατα στον Guardian και σε άλλες ευρωπαϊκές εφημερίδες, ο Νταν Γιόργκενσεν, ο πρώτος επίτροπος Στέγασης στην ιστορία της Κομισιόν, δήλωσε ότι το μπλοκ καλείται πλέον να λάβει σοβαρά υπόψη το ζήτημα της αγοράς ακινήτων, διαφορετικά θα ενισχύσει μεταξύ άλλων τους αντιευρωπαίους λαϊκιστές. Ο Δανός Σοσιαλδημοκράτης έχει αναλάβει την εκπόνηση του πρώτου σχεδίου προσιτής στέγασης της Ε.Ε., το οποίο αναμένεται να δημοσιοποιηθεί μέσα στον Δεκέμβριο.
Από το 2010 έως το 2023 σημειωτέον οι τιμές των κατοικιών στην Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά 48% και τα ενοίκια κατά 22%, σε μια εποχή που ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 36%, σύμφωνα με τη Eurostat. Μέχρι το 2023, σχεδόν το 9% του πληθυσμού της Ε.Ε. δαπάνησε το 40% ή περισσότερο του διαθέσιμου εισοδήματός του για κατοικίες, συμπεριλαμβανομένων του 29% του πληθυσμού στην Ελλάδα, του 15% στη Δανία και του 13% στη Γερμανία.

