Ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι ένα φάντασμα στην ετήσια διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, που ξεκινά στη Βραζιλία. Η εκστρατεία του προέδρου των ΗΠΑ υπέρ των ορυκτών καυσίμων και κατά της παγκόσμιας δράσης για την πρόληψη της κλιματικής αλλαγής θα προκαλέσει προβλήματα στις μελλοντικές γενιές. Αλλά δεν είναι όλα απαισιόδοξα. Οι τεχνολογικές, γεωπολιτικές και χρηματοπιστωτικές τάσεις είναι πολύ ισχυρότερες. Ενώ η Ουάσιγκτον προωθεί παλιές, βρώμικες τεχνολογίες, το Πεκίνο υποστηρίζει νέες, καθαρές. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε οικονομικούς λόγους. Η Κίνα κυριαρχεί στην παραγωγή ηλιακών πάνελ, μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων. Τα χρησιμοποιεί σε τεράστιες ποσότητες στο εσωτερικό της και τα εξάγει στο εξωτερικό για να διατηρήσει την ανάπτυξή της. Επιπλέον, η εξάρτησή της από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων δημιουργεί μια στρατηγική ευπάθεια. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας της παρέχουν ενεργειακή ασφάλεια. Αλλα μέρη του κόσμου που εξαρτώνται από εισαγόμενους υδρογονάνθρακες σκέφτονται με παρόμοιο τρόπο. Πολλές αναδυόμενες χώρες βλέπουν πλέον την καθαρή μετάβαση λιγότερο ως εμπόδιο στην ανάπτυξή τους και περισσότερο ως έναν τρόπο για να την προωθήσουν. Μέρη του κόσμου που ιστορικά υπήρξαν ενεργειακά φτωχά θέλουν να μεταβούν άμεσα στις νέες τεχνολογίες. Το ερώτημα είναι πώς θα εξασφαλιστεί αρκετό αρχικό κεφάλαιο – για ηλιακούς συλλέκτες, αιολικά πάρκα, γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης, αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και τα συναφή.
Η COP30 θα εξετάσει έναν «οδικό χάρτη», όπου καθορίζεται ο τρόπος διοχέτευσης 1,3 τρισ. δολαρίων ετησίως στις αναπτυσσόμενες χώρες για τη χρηματοδότηση της μετάβασης. Οι πλούσιες χώρες στην καλύτερη περίπτωση θα παράσχουν ένα κλάσμα των χρημάτων. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας. Ενας από αυτούς είναι η αλλαγή νοοτροπίας σε αναδυόμενες οικονομίες, που αναζητούν ενεργά ιδιωτικές επενδύσεις αντί να περιμένουν από τις πλουσιότερες χώρες να τους πουν τι να κάνουν σε αντάλλαγμα ελεημοσύνη από δημόσια κεφάλαια. Οι εργασίες των τελευταίων ετών σχετικά με τον τρόπο μεγιστοποίησης του αντικτύπου των πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης (MDBs), όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, αποδίδουν πλέον καρπούς. Για παράδειγμα, η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (IDB) σχεδιάζει να αγοράσει δάνεια από εμπορικές τράπεζες, να τα τιτλοποιήσει και να τα πουλήσει σε θεσμικούς επενδυτές. Η προϋπόθεση είναι οι τράπεζες να επανεπενδύσουν τα κεφάλαια σε έργα καθαρής τεχνολογίας σε αναπτυσσόμενες χώρες. Η IDB εκτιμά πως το συνολικό ποσό για τέτοια δάνεια θα μπορούσε να ανέλθει σε 3 τρισ. δολάρια παγκοσμίως. Οι MDB, οι οποίες λειτουργούν συντηρητικά, πιθανότατα έχουν επίσης μεγαλύτερη ισχύ πυρός από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως. Η S&P Global δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι το καθεστώς των ιδρυμάτων ως προτιμώμενων πιστωτών σημαίνει ότι μπορούν να επεκτείνουν τους ισολογισμούς τους και να διατηρήσουν την κορυφαία πιστοληπτική τους αξιολόγηση. Μπορεί να έχουν 600 δισ. δολάρια συν επιπλέον δανειοδοτική ικανότητα συνολικά. Ο νέος οδικός χάρτης καλεί τις ρυθμιστικές αρχές, όπως το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, να εξετάσουν εάν οι κανόνες τους λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους κλιματικούς κινδύνους. Οι κυβερνήσεις των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών μπορούν επίσης να φορολογήσουν τις εκπομπές άνθρακα για να προωθήσουν τη μετάβαση στην καθαρή τεχνολογία.
Πολλά έχουν ειπωθεί για τον στόχο περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Αυτό που έχει λάβει λιγότερη προσοχή είναι η τελευταία πρόβλεψη του ΟΗΕ ότι η θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 2,3-2,5 βαθμούς Κελσίου, πολύ χαμηλότερα από τους 6 βαθμούς που προέβλεπαν οι επιστήμονες, μόλις πριν από 16 χρόνια. Παρά τις προσπάθειες του Τραμπ, οι τεχνολογικές και γεωπολιτικές δυνάμεις δείχνουν ότι υπάρχει περιθώριο για ακόμη καλύτερα αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια.

