Στο μικροσκόπιο των φορολογικών αρχών της Ισπανίας έχει τεθεί το CVC Capital Partners, ένα από τα μεγαλύτερα fund ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων παγκοσμίως, εγείροντας ανησυχίες σε ολόκληρο τον κλάδο.
Στέλεχος του CVC ερευνάται για ενδεχόμενη φορολογική απάτη από τις ισπανικές αρχές, οι οποίες σύμφωνα με τους Financial Times «χτενίζουν» ένα ντιλ πολλών δισεκατομμυρίων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.
Πρόκειται για τον Χαβιέ ντε Χάιμε Γκιχάρο, έναν από τους πρωταγωνιστές επιχειρηματικών συμφωνιών της Ισπανίας με προσωπική περιουσία τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ. Οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι ο Ντε Χάιμε και το CVC εξαπάτησαν το ισπανικό κράτος αποκομίζοντας πάνω από 350 εκατ. ευρώ μέσω φορολογικών χειρισμών. Συγκεκριμένα, φέρονται να δήλωσαν τα επενδυτικά τους κέρδη ως κεφαλαιακά –ώστε να φορολογηθούν ηπιότερα– και να τα μετέφεραν μέσω υπεράκτιων εταιρειών συμμετοχών.
Ερευνάται ένα ντιλ πολλών δισεκατομμυρίων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.
Οι κατηγορίες αφορούν πρακτικές που βρίσκονται στον πυρήνα της δραστηριότητας των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων διεθνώς, αλλά είναι λιγότερο γνωστές στην Ισπανία. Μάλιστα, τέτοιου είδους εταιρείες χαρακτηρίζονται συχνά ως «αρπακτικά» («vulture funds»), ακόμη και από μέλη της σοσιαλιστικής κυβέρνησης.
Ο Ντε Χάιμε, που εντάχθηκε στο CVC το 1997, είναι ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του fund παγκοσμίως. Οταν η εταιρεία εισήχθη πέρυσι στο χρηματιστήριο, ο ίδιος κατείχε μετοχές αξίας άνω των 500 εκατ. ευρώ και ποσοστό που ξεπερνούσαν μόνο οι τρεις ιδρυτές του CVC και ο διευθύνων σύμβουλος Ρομπ Λούκας. Επιβλέπει για λογαριασμό του fund τις εξαγορές σε Ισπανία και Ιταλία και είναι το πρόσωπο-κλειδί πίσω από αρκετά ντιλ με τα οποία εξαγοράστηκαν επώνυμα brands. Hταν η κινητήριος δύναμη πίσω από τις επενδύσεις του CVC στη «La Liga» (το κορυφαίο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα της Ισπανίας), στην ενεργειακή εταιρεία Naturgy και στην Deoleo, τον όμιλο που κατέχει τις μάρκες ελαιολάδου Bertolli και Carbonell.
Στην Ελλάδα το CVC αναδείχθηκε τα προηγούμενα χρόνια σε έναν από τους μεγαλύτερος ξένους επενδυτές. Μετά την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής (την οποία είχε εξαγοράσει από την Εθνική Τράπεζα) αλλά και της Hellenic Healthcare Group (ιδιοκτήτη μεταξύ άλλων των νοσοκομείων Υγεία, Metropolitan, General, Μητέρα, Λητώ, Απολλώνιο, Αρεταίειο αλλά και διαγνωστικά κέντρα), όπως και της εταιρείας Μπάρμπα Στάθης (θυγατρικής μέχρι πρότινος της Vivartia) διατηρεί σήμερα στο χαρτοφυλάκιό του το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας τροφίμων Vivartia (ιδιοκτήτριας μεταξύ άλλων της γαλακτοβιομηχανίας Δέλτα) αλλά και ποσοστό της τάξης του 10% στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού.
Τα προβλήματα του Ντε Χάιμε με τις φορολογικές αρχές άρχισαν αφότου το CVC εξασφάλισε τεράστιο κέρδος από την πώληση της αλυσίδας νοσοκομείων Quirónsalud πριν από οκτώ χρόνια, σε μία από τις πιο επιτυχημένες επενδύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων της Ισπανίας. Η δράση του στον χώρο της υγείας ξεκίνησε το 1998, όταν το CVC αγόρασε έναντι 85 εκατ. δολαρίων τη μικρή ισπανική αλυσίδα Recoletas. Αργότερα την πούλησε και στη συνέχεια την αγόρασε ξανά, μετονομάζοντάς την σε IDC Salud και συγχωνεύοντάς την με τον ιδιωτικό νοσοκομειακό όμιλο Quirón και άλλες ιδιωτικές κλινικές.
Οταν το CVC πούλησε την Quirónsalud στον γερμανικό όμιλο νοσοκομείων Fresenius Helios το 2017, έλαβε 5,76 δισ. ευρώ και ανέφερε κέρδη σχεδόν 2,9 δισ. ευρώ. Αν το CVC ακολουθούσε τη συνήθη δομή του κλάδου, η εταιρεία και τα στελέχη της θα μοιράζονταν το 20% των 2,9 δισ. ευρώ, με το υπόλοιπο να πηγαίνει στους επενδυτές. Ο Ντε Χάιμε πιθανότατα εισέπραξε προσωπικά δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με παλαιότερες αποκαλύψεις των FT. Ο Ντε Χάιμε κατηγορείται πλέον για τέσσερα αδικήματα στις προσωπικές του φορολογικές δηλώσεις μεταξύ 2015 και 2018, ενώ το CVC κατηγορείται για 13 φορολογικά αδικήματα, με τον ανακριτή να αποφασίζει τελικά αν η υπόθεση θα παραπεμφθεί σε δίκη όταν ολοκληρωθεί η έρευνα.
Η υπόθεση του CVC, λένε οι αναλυτές, θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τον τομέα των ιδιωτικών κεφαλαίων στη χώρα. «Σίγουρα είναι κάτι που αντιμετωπίζεται με ανησυχία από τον κλάδο», δήλωσε στους FT κορυφαίος Ισπανός δικηγόρος εξαγορών. «Αν το CVC ηττηθεί, θα αλλάξει το πώς οι υπόλοιποι και γενικά η αγορά θα οργανώνουν τις επενδύσεις τους στο μέλλον, γεγονός που θα έθετε την Ισπανία σε μειονεκτική θέση».

