Απώλειες για το δολάριο ΗΠΑ, επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος και σημαντική άνοδος των τιμών των αμερικανικών κρατικών ομολόγων ξεχώρισαν μεταξύ των βασικών εξελίξεων στις διεθνείς αγορές την εβδομάδα που διανύσαμε.
Κύριος παράγοντας ήταν η αιφνίδια επιστροφή της προσοχής των επενδυτών στον ευάλωτο τομέα των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ μετά την ανακοίνωση ότι οι τράπεζες Zions και Western Alliance Bancorp αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της έκθεσής τους σε ενυπόθηκα εμπορικά δάνεια.
Παράλληλα, οι τιμές του πετρελαίου συνέχισαν την πτωτική πορεία τους, με το brent να κινείται κοντά στα 61 δολ./βαρέλι, περίπου 10% χαμηλότερα από τα πρόσφατα υψηλά στις αρχές Οκτωβρίου, ενισχύοντας τις προσδοκίες για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Επιπροσθέτως, ενισχύθηκαν οι ανησυχίες για κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μετά την πρόσφατη προειδοποίηση του προέδρου Τράμπ για επιπλέον δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα, αντιδρώντας στην απόφαση της δεύτερης για επέκταση των ελέγχων στις εξαγωγές σπανίων γαιών, καθώς και την αναστολή των αγορών σόγιας από τις ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες.
Η επανεμφάνιση εμπορικών εντάσεων εν μέσω απουσίας εγγυήσεων για σαφείς και μόνιμες εμπορικές συμφωνίες, καθώς και ο κίνδυνος νέας αύξησης των δασμών σε συνδυασμό με τις επακόλουθες διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, συνιστούν, σύμφωνα με το ΔΝΤ, έναν από τους βασικότερους παράγοντες που καθιστούν εύθραυστες τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Η απρόσμενη ανθεκτικότητά της στην αυξημένη εμπορική αβεβαιότητα το πρώτο μισό του έτους οφείλεται σε παράγοντες που πρόσφεραν κυρίως προσωρινή στήριξη, παρά ουσιαστική ενίσχυση των θεμελιωδών μεγεθών της. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ως επιπρόσθετοι κίνδυνοι αξιολογούνται: (i) Ενδεχόμενη απότομη πτωτική επανατιμολόγηση των επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη, ιδίως αν oι υψηλές προσδοκίες κερδών δεν επιβεβαιωθούν, με σοβαρές επιπτώσεις στη συνολική ευημερία και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, (ii) οι υποτονικές προοπτικές για την οικονομία της Κίνας, όπου ο τομέας ακινήτων παραμένει ευάλωτος τέσσερα χρόνια μετά την έκρηξη της φούσκας, και (iii) οι αυξανόμενες δημοσιονομικές πιέσεις καθώς οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης υποχωρούν, τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν αυξημένα, τα επίπεδα δημόσιου χρέους βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα και οι νέες δημοσιονομικές ανάγκες –όπως οι δαπάνες για άμυνα– αυξάνονται. Το ΔΝΤ εκτιμά ρυθμό μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας στο 3,2% το 2025 και 3,1% το 2026, αμφότεροι ελαφρώς χαμηλότεροι από 3,3% το 2024.
*EUROBANK RESEARCH

