Η Γαλλία αντάλλαξε την πιθανότητα άμεσου πολιτικού χάους με τη βεβαιότητα μιας παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης. Ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί παρέδωσε την Τρίτη το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής ευθύνης στο θορυβώδες κοινοβούλιο της χώρας. Ανακοίνωσε επίσης την αναστολή της ιστορικής μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού προγράμματος του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Με τις αγορές να είναι ήρεμες και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μην επιθυμούν να παρέμβουν, η Γαλλία δέχεται μικρή πίεση για να θέσει υπό έλεγχο το επιδεινούμενο χρέος της.
Ο Λεκορνί μπορεί, επιτέλους, να βρήκε έναν τρόπο για να περάσει κάποια μορφή προϋπολογισμού από το κοινοβούλιο. Ο ηγέτης μιας αδύναμης κυβέρνησης μειοψηφίας δήλωσε στους νομοθέτες ότι μπορούν να τροποποιήσουν τα σχέδιά του κατά βούληση. Ο προϋπολογισμός του, ως έχει, στοχεύει σε περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων ύψους περίπου 30 δισ. ευρώ και αποσκοπεί στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 4,7% το επόμενο έτος. Ακόμη και αυτό το ποσοστό πάντως βασίζεται σε αισιόδοξες προβλέψεις. Και ο Λεκορνί έχει ήδη πει ότι θα ήταν ευχαριστημένος με ένα έλλειμμα 5%. Και οι αντιμαχόμενες κοινοβουλευτικές παρατάξεις, η Ακροδεξιά, η Αριστερά και το κόμμα του Μακρόν, που έχουν περίπου ίσο μέγεθος, δεν θα μπορέσουν να συμφωνήσουν σε τίποτα εκτός από περισσότερες δαπάνες ή λιγότερους φόρους. Η απόφαση του Λεκoρνί να αναστείλει τις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα καθιστά επίσης λιγότερο πιθανό να εφαρμοστεί ποτέ η πολιτική στην τρέχουσα μορφή της.
Οι πιθανότητες ο πέμπτος πρωθυπουργός του Μακρόν σε λιγότερο από δύο χρόνια να διωχθεί από το κοινοβούλιο έχουν μειωθεί. Η Γαλλία, όμως, θα παραμείνει στην τρέχουσα δημοσιονομική της κατάσταση έως τις εκλογές του 2027 και μετά. Και θα το κάνει αυτό χωρίς μεγάλη αντίδραση από την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι επενδυτές ομολόγων φαίνονται χαρούμενοι που ο κίνδυνος πρόωρων εκλογών έχει μειωθεί: οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων μειώθηκαν μετά την ομιλία του Λεκορνί την Τρίτη. Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα θέλει να εμπλακεί σε μάχη με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. εν μέσω πολιτικής κρίσης. Οσο η Γαλλία διατηρεί την πλασματική ιδέα ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού της θα επιστρέψει στο επιτρεπόμενο από την Ε.Ε. 3% του ελλείμματος έως το 2029, οι Βρυξέλλες μπορούν να συνεχίσουν να προσποιούνται ότι ο στόχος θα επιτευχθεί.
Οσο για την ΕΚΤ, θεωρητικά διαθέτει δύο εργαλεία για την καταπολέμηση μιας πιθανής κρίσης χρέους. Θα μπορούσε να απορροφήσει το γαλλικό χρέος μέσω των λεγόμενων άμεσων νομισματικών συναλλαγών. Το αντάλλαγμα, ωστόσο, θα ήταν ότι το Παρίσι θα έπρεπε να αποδεχθεί ένα σκληρό δημοσιονομικό σχέδιο. Ή η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να λανσάρει το μέσο προστασίας της μετάδοσης για να αντιμετωπίσει τις «αδικαιολόγητες» κινήσεις της αγοράς. Αλλά η ΕΚΤ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι δεν θα χρησιμοποιήσει αυτά τα εργαλεία για να βοηθήσει τη Γαλλία να αντιμετωπίσει τη λανθασμένη πολιτική της και μπορεί να τα ενεργοποιήσει μόνο εάν τα γαλλικά προβλήματα επεκταθούν στις αγορές χρέους άλλων χωρών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους δημοσιονομικούς «χωροφύλακες» της Ευρώπης είναι ότι τους επόμενους 18 μήνες δεν θα υπάρχει και τόσο μεγάλη κυβέρνηση για να επηρεάσει ή να πιέσει. Ο Λεκορνί έχει σχεδόν παραιτηθεί από τις δημοσιονομικές ευθύνες του. Και τα αντιμαχόμενα κόμματα θα είναι πολύ απασχολημένα με την προετοιμασία για τις εκλογές του 2027. Ο τελευταίος προϋπολογισμός μπορεί να αποφύγει μια κρίση, αλλά όχι μια μακροπρόθεσμη αναμέτρηση.

