Οι ενεργειακές εταιρείες προχωρούν σε περικοπές καθώς μεσοπρόθεσμα προβλέπουν μείωση της ζήτησης για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ενώ οι επενδύσεις τους προδίδουν ότι περιμένουν δραματικές αλλαγές στα τέλη της δεκαετίας. Οι δαπάνες και τα σχέδιά τους συνήθως αντανακλούν τις εκτιμήσεις τους για το μακροπρόθεσμο μέλλον, δεδομένου ότι χρειάζονται αρκετά χρόνια για να αξιοποιηθεί μια πετρελαιοπηγή και πολύ περισσότερα για να αποδώσει κέρδη. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει γίνει πολύ πιο δύσκολη οποιαδήποτε εκτίμηση για το μέλλον του κλάδου.
Αφενός, με την ενεργειακή μετάβαση είναι αμφίβολο ποια θα είναι η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα στο μέλλον. Αφετέρου, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει αναθερμανθεί το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για την ενεργειακή ασφάλεια, με αποτέλεσμα να αναζωπυρώνεται και η διάθεση των ενεργειακών κολοσσών για επενδύσεις. Ετσι, εταιρείες όπως η ΒΡ και η Shell εγκαταλείπουν τη στροφή τους στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και επιστρέφουν στις παραδοσιακές δραστηριότητές τους, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Οι επενδύσεις των μεγαλύτερων ενεργειακών της Δύσης αυτή τη στιγμή προδίδουν μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον των ορυκτών καυσίμων, αν και οι τιμές τους αναμένεται να υποχωρήσουν βραχυπρόθεσμα.
Οι προβλέψεις για τις τιμές του πετρελαίου μέσα στην επόμενη διετία είναι μάλλον απαισιόδοξες, καθώς πολλοί οργανισμοί και επενδυτές προεξοφλούν ότι θα συγκεντρωθεί μεγάλο πλεόνασμα πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά με την αύξηση της παραγωγής τόσο από τις χώρες του ΟΠΕΚ όσο και από αυτές εκτός ΟΠΕΚ. Σύμφωνα με την αμερικανική υπηρεσία ενημέρωσης για θέματα ενέργειας, οι τιμές του Brent θα υποχωρήσουν κατά μέσον όρο στα 68 δολ. το βαρέλι φέτος και στα 51 δολ. το βαρέλι το 2026. Επιπλέον, θα ασκήσει περαιτέρω πίεση στις τιμές η αναμενόμενη αύξηση της παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) τα επόμενα χρόνια, κυρίως από ΗΠΑ και Κατάρ. Οι ενεργειακές έχουν επιχειρήσει να προσαρμοστούν με απολύσεις και περικοπές κόστους και πιθανώς με επαναγορές μετοχών. Τα τελευταία χρόνια επέλεγαν τις επαναγορές μετοχών προκειμένου να προσελκύσουν επενδύσεις, με αποτέλεσμα οι επαναγορές μετοχών στον κλάδο να κορυφωθούν μετά την πανδημία και ιδιαιτέρως μετά το ράλι των τιμών που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι πέντε μεγαλύτερες ενεργειακές, ΒΡ, Chevron, Exxon Mobil, Shell και TotalEnergies, προχώρησαν σε επαναγορές μετοχών τους συνολικής αξίας 61,5 δισ. δολ. μέσα στο 2024, πολύ μεγαλύτερης δηλαδή από τα 51 δισ. δολ. που διένειμαν ως μερίσματα. Και η τάση δεν έχει ανακοπεί. Την περασμένη εβδομάδα, η TotalEnergies ανακοίνωσε ότι θα επιβραδύνει τις αγορές μετοχών της από τα 2 δισ. δολ. ανά τρίμηνο στα οποία είχαν φτάσει φέτος σε 750 εκατ. δολ. έως μέγιστο όριο το 1,5 δισ. δολ. μέσα στο επόμενο έτος. Δικαιολόγησε την επιλογή της επικαλούμενη την «οικονομική και γεωπολιτική αβεβαιότητα» και την ανάγκη να διατηρήσει «περιθώρια ελιγμών». Τόσο η Chevron όσο και η ΒΡ έκαναν το ίδιο μέσα στο έτος. Στο μεταξύ, πάντως, στη Chevron είναι σε εξέλιξη πρόγραμμα περικοπών ύψους 3 δισ. δολ. που θα ολοκληρωθεί μέσα στο 2026, οπότε και θα έχει απολύσει το 20% του προσωπικού της, περίπου 9.000 υπαλλήλους. Η αμερικανική ανταγωνίστριά της, η ConocoPhillips, σχεδιάζει να απολύσει το 25% των υπαλλήλων της, η ΒΡ ανακοίνωσε προσφάτως ότι θα απολύσει 7.000 υπαλλήλους και θα προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση του κόστους πέραν των 4 -5 δισ. δολ. που είχε προγραμματίσει για την περίοδο 2023-2027. Και τέλος, η Exxon και η Shell μειώνουν δραματικά τις δαπάνες τους. Πρόκειται για τις πλέον δραστικές περικοπές δαπανών στην πρόσφατη Ιστορία, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της πανδημίας.

