Απολύσεις κορυφαίων στατιστικολόγων με συνοπτικές διαδικασίες, υπονόμευση του έργου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, κρατικές παρεμβάσεις σε ιδιωτικές εταιρείες, πρωτοφανής χρήση δασμών, απειλές σε μη φιλικά μέσα ενημέρωσης. Ολα τα παραπάνω θα μπορούσαν εύκολα να περιγραφούν ως δείγματα αυταρχικής διακυβέρνησης σε κάποια χώρα του Τρίτου Κόσμου. Κι όμως, συνέβησαν φέτος στην καρδιά της παγκόσμιας δημοκρατίας, στις ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Οσοι παρακολουθούν με προσοχή την αμερικανική πολιτική σκηνή διαπιστώνουν ένα ανησυχητικό μοτίβο: η δημοκρατία στις ΗΠΑ βρίσκεται σε διαδικασία διάβρωσης, με δραματικές συνέπειες για την οικονομία και τον επιχειρηματικό κόσμο. Ενώ δημοσίως οι επιχειρηματίες σιωπούν για να αποφύγουν την οργή του Λευκού Οίκου, κατ’ ιδίαν εκφράζουν σοβαρή ανησυχία. «Ποτέ δεν ανησύχησα τόσο πολύ για τη δημοκρατία στις ΗΠΑ», δήλωσε στο CNN η Βανέσα Γουίλιαμσον, ανώτερη ερευνήτρια μελετών διακυβέρνησης στο Ινστιτούτο Brookings.
Η δημοκρατία, εξάλλου, δεν είναι μόνο ένα πολίτευμα, είναι ένας ισχυρός καταλύτης για την οικονομική ανάπτυξη. Ερευνα του 2019 με τίτλο «Η δημοκρατία προκαλεί ανάπτυξη», που δημοσιεύθηκε στο Journal of Political Economy, ένα επιστημονικό περιοδικό του Πανεπιστημίου του Σικάγου, έδειξε ότι η δημοκρατία αυξάνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μακροπρόθεσμα κατά περίπου 20%. Ο λόγος είναι απλός: η δημοκρατία προωθεί τις επενδύσεις, την εκπαίδευση και την υγεία, δημιουργώντας ένα σταθερό και προβλέψιμο περιβάλλον για τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως, οι λαϊκιστές ηγέτες, που συχνά έρχονται στην εξουσία ως «σωτήρες», αφήνουν πίσω τους αρνητικό οικονομικό αποτύπωμα. Μια μελέτη του 2023 από την επιθεώρηση American Economic Review διαπίστωσε ότι 15 χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από έναν λαϊκιστή ηγέτη, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 10% χαμηλότερο σε σύγκριση με χώρες με μη λαϊκιστικές κυβερνήσεις.
Η διοίκηση Τραμπ, ειδικότερα, αμφισβητεί την ανεξαρτησία θεσμών που θεωρούνται πυλώνες της οικονομίας. Η απόλυση της επικεφαλής του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας και οι απειλές κατά της ανεξαρτησίας της Fed υποδηλώνουν τάση χειραγώγησης των δεδομένων και των αποφάσεων, με στόχο την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων. Οπως δήλωσε η απολυθείσα επίτροπος Ερικα Μακεντάρφερ: «Η απόλυση του κορυφαίου στατιστικολόγου είναι ένα επικίνδυνο βήμα… Εχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες».
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Τραμπ ακολουθεί μια πολιτική κρατικής ιδιοκτησίας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, μια πρακτική που μοιάζει βγαλμένη από εγχειρίδια αυταρχικών καθεστώτων. Η επένδυση δισεκατομμυρίων στην Intel, η απόκτηση «χρυσής μετοχής» στην US Steel και η απόκτηση μεριδίου στην MP Materials δείχνουν ότι η κυβέρνηση δεν διστάζει να παρέμβει στον ιδιωτικό τομέα σε μια σειρά κινήσεων, που όπως σχολίασε ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, είναι «πολύ συνηθισμένες στην Κίνα και τη Ρωσία».
Ερευνα του 2019 έδειξε ότι η δημοκρατία αυξάνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μακροπρόθεσμα κατά περίπου 20%.
Ακόμη πιο ανησυχητικές είναι οι πιέσεις και οι απειλές κατά των μέσων ενημέρωσης. Η περίπτωση της Disney και του Τζίμι Κίμελ, όπου η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών υπονόησε ότι θα «δυσκόλευε τη ζωή» της εταιρείας και του δικτύου ABC αν δεν απομάκρυνε τον «ενοχλητικό» για την κυβέρνηση Τραμπ παρουσιαστή, φανερώνει την πρόθεση ελέγχου του Τύπου, μια πρακτική «που θα περίμενε κανείς να δει σε μια ανελεύθερη χώρα», σύμφωνα με τη Βανέσα Ουίλιαμσον του Brookings Institute.
Απέναντι σε όλα αυτά, οι ηγέτες επιχειρήσεων ανησυχούν, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν ενιαία και δημόσια. Ο κίνδυνος να προκαλέσουν την οργή του προέδρου Τραμπ με δημόσιες τοποθετήσεις τους, όπως συνέβη με τον CEO της Mattel, τους αναγκάζει να σιωπούν. Τον Μάιο, ο Τραμπ απείλησε να επιβάλει δασμούς 100% σε όλες τις εισαγωγές της Mattel, όταν ο διευθύνων σύμβουλος του κολοσσού παιχνιδιών παραδέχθηκε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο αύξησης των τιμών λόγω των δασμών.
Κατ’ ιδίαν, οι διευθύνοντες σύμβουλοι εκφράζουν φόβους για την πίεση που δέχεται η δημοκρατία στις ΗΠΑ, λέει ο Τζέφρι Σόνενφελντ, καθηγητής του Γέιλ, γνωστός ως «CEO whisperer» λόγω των εκτεταμένων επαφών του στην επιχειρηματική κοινότητα.
Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Κους Ντεσάι υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση Τραμπ «αποκαθιστά την εμπιστοσύνη και τον οικονομικό δυναμισμό», επισημαίνοντας επενδυτικές δεσμεύσεις ύψους «τρισεκατομμυρίων» δολαρίων από την Apple, την Nvidia, τη Merck και άλλες εταιρείες.
«Αυτοί οι “πολιτικοί επιστήμονες” θα έπρεπε να είχαν μιλήσει κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν, όταν οι αξιωματούχοι του διέβρωσαν την αμερικανική δημοκρατία, κατέκλυσαν τη χώρα μας με εκατομμύρια παράνομους μετανάστες και όπλισαν το δικαστικό σύστημα εναντίον των πολιτικών αντιπάλων – πέρα από τη χειρότερη πληθωριστική κρίση εδώ και δεκαετίες», δήλωσε. Και πρόσθεσε: «Η κυβέρνηση Τραμπ διορθώνει την κυβερνητική υπερβολή και την ανικανότητα, εφαρμόζοντας παράλληλα την πιο επιθετική οικονομική ατζέντα υπέρ της ανάπτυξης στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία».
Ο Λευκός Οίκος επιμένει ότι οι πολιτικές του αποκαθιστούν την οικονομική δυναμική, οι πολιτικοί επιστήμονες και οι αναλυτές, ωστόσο, επισημαίνουν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την αμερικανική οικονομία σήμερα δεν είναι ο πληθωρισμός ή η ύφεση, αλλά η ίδια η επίθεση στη δημοκρατία. Το ερώτημα είναι αν η επιχειρηματική κοινότητα θα καταφέρει να βρει τη φωνή της πριν να είναι πολύ αργά, καθώς απειλούνται η οικονομική σταθερότητα και οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την ευημερία των ΗΠΑ.

