Πριν από μερικούς μήνες η Γερμανία δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες πως θα γίνει και πάλι ο μοχλός της ανάπτυξης στην Ευρώπη όταν χαλάρωσε τη δημοσιονομική πολιτική της και υποσχέθηκε εκτεταμένες δαπάνες προκειμένου να δώσει ώθηση στην οικονομία. Δεσμεύθηκε να δαπανήσει 500 δισ. ευρώ σε έργα υποδομής και επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, με αποτέλεσμα πολιτικοί, αναλυτές και οικονομολόγοι να στρέψουν το βλέμμα τους με αισιοδοξία στην άλλοτε ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ανάμεσά τους και ο Μαρτένς Κάζακς, μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, που έχει δηλώσει πως «η μεγάλη ελπίδα της Ευρώπης βρίσκεται στη Γερμανία», η οποία μπορεί με την αύξηση των δαπανών να δώσει ώθηση στην οικονομία της Ευρωζώνης.
Οπως, όμως, επισημαίνουν τώρα οικονομολόγοι, δεν είναι βέβαιον ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν έτσι ακριβώς. Μιλώντας στο δίκτυο CNBC ο Χόλγκερ Σμίεντινγκ, κορυφαίος οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg, επισήμανε ότι «η μεγάλη αύξηση των παραγγελιών αμυντικού εξοπλισμού και των επενδύσεων σε έργα υποδομής» έχει ήδη αρχίσει στη Γερμανία, αλλά προσέθεσε πως «δεν βλέπουμε, όμως, να αποτυπώνεται αυτό στα στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη». Ο ίδιος εξηγεί πως «όλα προχωρούν ακριβώς όπως περιμέναμε μετά τη μεγάλη μεταρρύθμιση στη δημοσιονομική πολιτική και τη χαλάρωση του φρένου χρέους». Προσθέτει, όμως, ότι «οι πραγματικές δαπάνες παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που περίμεναν πολλοί οικονομικοί αναλυτές και ειδήμονες, και ο λόγος είναι ότι στη Γερμανία παραδοσιακά χρειάζεται χρόνος για να δαπανηθούν χρήματα».
Στο μεταξύ η Φραντζίσκα Πάλμας, οικονομολόγος της Capital Economics, εκτιμά πως τα επόμενα χρόνια «θα διευρυνθεί σημαντικά το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γερμανίας» συνεπεία των αυξημένων δαπανών και πιθανώς να υπάρξουν και άλλες απρόβλεπτες συνέπειες. Οπως τονίζει η ίδια, «δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η κυβέρνηση αυξάνει τις δαπάνες όχι μόνο για την άμυνα και για έργα υποδομών, αλλά χρησιμοποιεί το περιθώριο που της δίνει η δημοσιονομική χαλάρωση για να χρηματοδοτήσει και άλλες ανάγκες». Ανάμεσα σε αυτές τις ανάγκες, αναφέρει η εν λόγω οικονομολόγος, συγκαταλέγονται οι φοροαπαλλαγές στους λογαριασμούς ενέργειας των γερμανικών επιχειρήσεων, οι αυξήσεις στις συντάξεις, το σύστημα υγείας και οι κοινωνικές παροχές. Οι φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις έχουν θετικό αντίκτυπο στην οικονομία, επισημαίνει η οικονομολόγος, αλλά όχι εκείνες για τον τομέα υγείας και τις συντάξεις. Αυτές απλώς αντανακλούν το αυξανόμενο κόστος της κοινωνικής ασφάλισης που οφείλεται στο δημογραφικό πρόβλημα της Γερμανίας.

