Πάνω από 42 δισ. δολ. έχει επενδύσει σε Apple, Microsoft, Amazon, Nvidia και Meta η Τράπεζα της Ελβετίας, που αποτελεί πλέον έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτές του κόσμου στις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας. Είναι κεντρική τράπεζα και όχι κρατικό επενδυτικό ταμείο και η επιλογή της αυτή οφείλεται στην παραδοσιακή ισχύ του ελβετικού φράγκου, καθώς αποτελεί ένα είδος ιδιότυπης «εξωτερικής» ποσοτικής χαλάρωσης στην οποία καταφεύγει σε αντίθεση με μεγάλες κεντρικές τράπεζες όπως η αμερικανική Federal Reserve και η ΕΚΤ. Προκειμένου να διατηρεί υπό έλεγχο το ασφαλές καταφύγιο του ελβετικού φράγκου, που μονίμως εκτοξεύεται στα ύψη σε εποχές κρίσης και έχει ανατιμηθεί και φέτος 13% έναντι του δολαρίου, η Τράπεζα της Ελβετίας επενδύει σε ξένα ομόλογα και μετοχές, που σήμερα αντιπροσωπεύουν το 87% του χαρτοφυλακίου της.
Οπως επισημαίνουν σε σχετικό δημοσίευμα οι Financial Times, αυτή η πολιτική έχει μετατρέψει την παραδοσιακά συντηρητική κεντρική τράπεζα σε τολμηρό επενδυτή στην υψηλή τεχνολογία, με το χαρτοφυλάκιό της σε μετοχές τεχνολογικών κολοσσών να ισοδυναμεί σε αξία με σχεδόν το ένα πέμπτο του ΑΕΠ της Ελβετίας.
Οι επενδύσεις της κεντρικής τράπεζας σε αμερικανικές εταιρείες ανέρχονται σε 167 δισ. δολάρια.
Σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι μετοχές αμερικανικών εταιρειών στο χαρτοφυλάκιο της Τράπεζας της Ελβετίας ανέρχονται σε αξία στα 167 δισ. δολ., εκ των οποίων τα 42 δισ. έχουν επενδυθεί στις Amazon, Apple, Meta, Microsoft και Nvidia μετατρέποντάς την έτσι σε έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτές της Silicon Valley. Και μόνο το μερίδιό της στην Apple είναι αξίας περίπου 10 δισ. δολ. και εκείνο στη Nvidia υπερβαίνει τα 11 δισ. δολ. Ετσι, συνολικά το χαρτοφυλάκιό της σε μετοχές και ομόλογα ανέρχεται σε 855 δισ. δολ. και την καθιστά ισότιμη με ορισμένα από τα μεγαλύτερα κρατικά επενδυτικά ταμεία όπως εκείνα της Σιγκαπούρης και του Κατάρ.
Καμία άλλη κεντρική τράπεζα δεν έχει επενδύσει τόσο σε μετοχές και ομόλογα. Ακόμη και η Τράπεζα της Ιαπωνίας, που φημίζεται για τη μεγάλη έκθεσή της σε τίτλους, έχει τοποθετηθεί κυρίως σε μετοχές εγχώριων εταιρειών και ομόλογα του ιαπωνικού δημοσίου. Δεδομένου, όμως, του μεγάλου ύψους των διαθεσίμων της, η Τράπεζα της Ελβετίας αποφάσισε να διαχειριστεί πιο δυναμικά το χαρτοφυλάκιό της και να διασφαλίσει υψηλές αποδόσεις. Η μεγάλη έκθεσή της στις μετοχές των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών, πάντως, καταγράφεται σε μια εποχή που οικονομολόγοι, επενδυτές και επιχειρηματίες, αλλά ακόμη και η ΕΚΤ, προειδοποιούν για τη «φούσκα» που έχει δημιουργηθεί στον τεχνολογικό τομέα. Πρόκειται, ωστόσο, για εξαναγκαστική επιλογή, τη μόνη με την οποία μπορεί να ανακόψει την εκτόξευση του ελβετικού φράγκου, που έχει την υψηλότερη απόδοση μεταξύ όλων των νομισμάτων τα τελευταία 50 χρόνια.
Τα επανειλημμένα και συχνά επεισόδια εκτόξευσης του ελβετικού φράγκου εγκυμονούν τον κίνδυνο να διολισθήσει η ελβετική οικονομία σε αποπληθωρισμό και συχνά η Τράπεζα της Ελβετίας εξωθείται στην αντίθετη πολιτική πολλών κεντρικών τραπεζών. Πουλάει μαζικά το νόμισμά της και αγοράζει ξένα, κυρίως δολάρια και ευρώ, προκειμένου να αποδυναμώσει το ελβετικό φράγκο. Οπως τονίζει ο Κάρστεν Τζούνιους, οικονομολόγος της ελβετικής τράπεζας Safra Sarasin, η Τράπεζα της Ελβετίας δεν μπορεί να μιμηθεί την ΕΚΤ και τη Fed με ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μια και η αγορά ομολόγων της Ελβετίας είναι πολύ μικρή για να επενδύσει σε αυτήν τα τεράστια κεφάλαιά της. Γι’ αυτό και επενδύει σε ξένους τίτλους με τα ξένα νομίσματα που αγοράζει, για να αποδυναμώσει το ελβετικό φράγκο. Η τακτική της ενέχει προφανείς κινδύνους, αφού μια απότομη πτώση στις αξίες των μετοχών μπορεί εύκολα να μειώσει τα κεφάλαιά της, όπως συνέβη το 2022 και το 2023 όταν κατέγραψε ζημίες δισεκατομμυρίων εξαιτίας της πτώσης των αγορών.

